Πιο καλά θα μας τα πει ο τροχός του χρόνου. Χωριατόπουλο η αφεντιά μου, όπως και των πιο πολλών εξ υμών που επικοινωνούμε, και τυλωμένος μόνο με κούμαρα, γκόρτσια και τσίγδαλα στυφά. Εν τη παρόδω του χρόνου, έμαθα καλή αλφαβήτα και διορίστηκα γραμματοδιδάσκαλος σε χωριό. Από το σύνολο της υπηρεσίας μου τα δέκα χρόνια τα πέρασα σε όρη και σε γκρεμούς που με πήγαινε καβάλα στη ράχη της μια μούλα. Γύρω – γύρω βράχοι που κούρνιαζαν αετοί και πλαγιές ντυμένες με ισχνές ασφάκιες και λαβωμένα αιωνόβια πουρνάρια. Σταβλιζόμουν σ’ ένα κελί του σχολείου σαν ζώο, με τοίχους λουσμένους στην υγρασία, παράθυρα μπαλωμένα με εφημερίδες και δάπεδο λερωμένο απ’ τα σερπετά σκουλήκια. Έτρωγα βραστό ανόσιο χόρτο, και έπινα μυκητώδες θολό νερό. Φορούσα αποφόρια και ζεσταινόμουν στις φλόγες αναμμένων κεριών.
Συγκοινωνία πρωτόγονη. Γινόταν με φορτηγό << κλούβα >> που είχε και άδεια φορτωτικής. Μαζί στην καρότσα, άνθρωποι, κότες, ερίφια, κούνελοι, σάκοι με φωσφορούχα, καλάθια με αυγά. Στις στροφές το μισό όχημα κρεμόταν έξω από το δρόμο και το άλλο μισό ρετάριζε να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Μπρου! Μπρου! Μπρου! η μηχανή, παφ πουφ οι τούφες από τον καπνό μαύριζαν το λόγγο.
Ο πολιτισμός στα χωριά ερχόταν σε πεζοπόρα χελώνα. Κι αν έφερνε κάτι ήταν πηχτή σκουριά. Εκκλησιαστικά έντυπα ή το γύφτο που έβαζε την αρκούδα να χορέψει παίζοντας το ντέφι. Τις Κυριακές άκουγα το τραβηγμένο τιρερέμ του εξαγριωμένου ψάλτη και το σούρουπο τα τροκάνια στις ρεματιές. Τις νύχτες τα νεκροτράγουδα της κουκουβάγιας και το κλάμα του γκιώνη στο ανεμόδαρτο μπογάζι.
Και οι επιθεωρητές σκληροί. Πασάδες σφάχτες. Αιμοβόροι δικαστές της ιεράς εξέτασης. Άγριοι, ξανανεμισμένοι από ανθρώπινα αισθήματα σ’ έβαζαν και γονάτιζες έτσι για γούστο σαν τον Αρταξέρξη στη σατραπεία του. Γαντζώθηκα από το χώμα του βουνού, μάτωσα να βαφτιστώ μια μέρα, μετά από τριάντα πέντε χρόνια με τη βροχή του Μάη. Και να που ήρθε αυτή η μέρα. Όμως όχι όπως την είχα ονειρευτεί, γλυκόλαλη με φλάουτο και βιολί αλλά μαχαιρωμένη από σουλτάνικο σπαθί και βουτηγμένη στις πικράδες και στις χολές.
Και πεινάω και πάλι. Τουρτουρίζω, δεν έχω ζεστό νερό, ευρώ να βάλω ένα καρφί, οικονομίες να πάω στο γιατρό, ένα ψίχουλο περίσσευμα να δώσω στη φύτρα μου, παιδιά κι εγγόνια. Τριάντα πέντε χρόνια σποράς για να θερίσω χόρτο και αγριάδα; Και οι καπεταναίοι με τους πασάδες μας να ζυγιάζονται μπροστά μας μέσα σε κουστουμάκια ακριβά και να τραγουδάνε: << Παίζει απόψε το φεγγάρι μέσα στην κληματαριά και ένα παρά δε δίνουμε για τη φτωχολογιά >>.
Όπως πάντα. Η φτωχολογιά γερμένη στο ραβδί, νηστικιά, ρημαγμένη, κυνηγημένη από τους αναίσθητους και σαβανωμένους χρυσοθήρες κόρακες. Κόρακες βρωμόνυχους που μόνο μ’ έναν μετεωρίτη στα κεφάλια τους θ’ απαλλαγούμε.
]]> Πρώτη μέρα και στον πίνακα άσπρη από την κιμωλία η χημικός, ψιλή σαν λεύκα, πειθαρχημένη στην εξουσία και τη δύναμη της σχολικής έδρας, μας δίδασκε για το νερό. «Το μόριο του νερού, αποτελείται από Η2 και Ο» έσκουζε με θυμό και λέρωνε την μπλούζα της από την αιρούμενη λευκή σκόνη. Τι να καταλάβω! Από ορεσίβιος δεντρίτης στους γήλοφους της Μουριατάδας έπεσα στους χημικούς τύπους! Πείραμα δεν έκανε, ότι έλεγε από το ένα αυτί έμπαινε, απ’ το άλλο έβγαινε, συμμαθήτριες με στήθη θριαμβικά γύρω μου σκόρπαγαν αστραπές, κρινένιες μυρωδιές παντού, καράβι ωραίο τα γράμματα αλλά το ‘βλεπα να μπατάρει.
Εγώ το νερό το ήξερα στο χωριό μου ν’ αναβλύζει απ’ την πηγή του Αϊ-Γιάννη, να το πίνουμε, να μαγειρεύουμε, να ποτίζουμε όνους, ίππους και ερίφια, τα κηπευτικά, τους βασιλικούς και να ξεσκορτσαζόμαστε όταν ο δάσκαλος μας έστελνε στο αυλάκι.
Η κοτσού παιδαγωγός συνέχιζε να λέει, να λέει, θέλοντας να μας κάνει υπέρλαμπρα άστρα με το πρώτο μάθημα. Σκυμμένη που και που στο βιβλίο, γύριζε και γέμιζε τον πίνακα χημικούς τύπους, υδρογόνα, οξυγόνα, θεία, μέρος δεν άφησε του πίνακα που να μην το γρατσουνάει γράφοντας. Στο τέλος όταν τον είχε ασπρίσει όλο μας ρώτησε με μάτι γερακίνας: «Τα καταλάβατε;».
Αυτή η σπιθαμιαία καθηγήτρια ήταν και Μέγαιρα. Επιτηρήτρια στο διαγώνισμα των Ελληνικών μου μονόγραψε την κόλλα, γιατί ρώτησα το διπλανό μου αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την πίσω σελίδα για πρόχειρο, μ’ έσπασε στο ξύλο και με τη μικρόνοιά της εισηγήθηκε στην καθηγητική σύγκλητο την τιμωρία μου με πενθήμερη αποβολή.
Μόνο αργότερα φεύγοντας από το ποιμνιοστάσιό της έμαθα την ενότητα “νερό”. Ένας καλός φυσικός, ένας Αϊνστάιν, στο πανεπιστήμιο με την ηλεκτρόλυση τα έφερε όλα στα ίσα τους! Είδα τι ήταν το υδρογόνο και το οξυγόνο και δεν έμεινα με τις λεκτικές μπουρμπουλήθρες της κοτσού.
Πηδαλιούχο μου σοφή εκπαιδευτική, υποταγμένη στη μιζερόφιλη παιδεία και στη γνωστική της ευτέλεια δε σε ξεχνώ! Επιβιώνω και με την εξηλιθίωση που μου έμαθες.
Εμείς όμως πρέπει να ορειβατήσουμε σε κρημνώδη Κιλιμάντζαρα να μαζέψουμε ξύλα για να τον νικήσουμε. Κι αυτό γιατί είναι άγριος σαν Πολύφημος και αρκτικός μουστακαλής κρυαρίτης που κατεβαίνει στα χαμηλά, να παγώσει, να κοκαλώσει και να θάψει όσους τους λείπει το καυσόξυλο και το κάρβουνο. Τους στρώνει στα κοντά όπου τους βρει στο σπίτι ή στους δρόμους, νύφες χιονιού τους αμολά, άγριους βοριάδες, μάζες ψυχρές, χαλάζι και μπουρίνια και ύστερα μ’ ένα κερί τους θυμιατίζει.
Τρία χρόνια τη βγάζω με μια ξυλόσομπα, που έχει σάπια μπουριά και τρύπια πόρτα. Το ξύλο μαζεμένο από το ρέμα, λίγο και βιομηχανικό είναι για πέταμα. Η καύση είναι ατελής, το σπίτι ντουμανιάζει, και ένας Βεζούβιος συθέμελα το τραντάζει. Οι οσμώσεις του μαύρου καπνού μας πνίγουν, το τοξικό νέφος μας φέρνει βήχα, η δύσπνοια μετά φράζει τα πνευμόνια, εκείνα αιμορραγούν και φτύνουμε αίμα. Φέτος δε θα την ανάψω, τα ‘φαγε τα ψωμιά της, έγινε χάρβαλο και δυστυχώς σέντσι δεν περισσεύει να την αλλάξω. Έχει γίνει πιο θηρίο απ’ ότι ήταν, δε δαμάζεται και φοβάμαι να κάτσουμε κοντά της. Οι φλόγες που βγαίνουν από τις τρύπες φτάνουν στο ταβάνι, τρίζουν, βογκάνε, σφυρίζουν, με σπίθες μας στραβώνουν, εκείνη χορεύει, φεύγει από τη θέση της, μια βόμβα μολότωφ γίνεται έτοιμη να εκραγεί. Ένα μπαμ να κάνει κι ένας μας δε θα μείνει! Κι αν είναι και τα εγγόνια κοντά άντε να βρεις δάκρυα να κλάψεις.
«Χιόνισε και κάναμε μιαν άσπρη στοίβα τόση! Τέτοιο χιόνι πούπουλο, Θεέ μου να μη λιώσει!» μας διάβαζε ο δάσκαλος και πεταγόμαστε έξω από το μάθημα σαν φελλοί από μπουκάλι για να παίξουμε χιονοπόλεμο. Τώρα βλέπουμε χιόνι και παγώνουμε, κοκκινίζει η μύτη μας, τρέμουμε και βγάζουμε από την αποθήκη τη χλαίνη του στρατού να ζεσταθούμε. Και με το φαιδρό κλείνω το χειμωνιάτικο χρονογράφημα, προς τέρψη των γερόντων: «Ήρθε το καλοκαιράκι στρίβει ο γέρος το μουστάκι, μα σαν έρθει ο χειμώνας πάει ο γέρος βλαστημώντας».
]]>Εκείνος ο Γενάρης ο δικός μας και των πατεράδων μας κι όχι ο σημερινός που θρέφει ημερομηνίες με διαπλοκές, συμφωνίες οικονομικών λωποδυτών, υπογραφές για εμπορία όπλων, ανταλλάγματα για σφαγές αμάχων, φόρους, υπεξαιρέσεις, θαλασσοδάνεια, ανήκεστη παρακμή και πολιτικό πρωτογονισμό. Εκείνος ο Γενάρης ήταν αφέντης, έδινε τα στραγγερά του χώματα να σπείρουν τριφύλλι οι παππούδες μας, νοιαζόταν για τα κακοχειμωνιασμένα φυτά να αδελφώσουν, χόντρυνε τα ισχνά βλαστάρια τους ταϊζοντάς τα άζωτο και νίτρο. Έριχνε κάτω με τον αέρα τα ξερόκλαδα και καθάριζε τις ελιές, τα κουκουλωμένα κλαράκια έσκαζε δίνοντάς τους ένα φιλί που το ‘παιρνε από τον ήλιο.
Άφηνε τους κηπουρούς να ψεκάζουν με χειμερινό πολτό τα φύλλα της μηλιάς, κάθε ζελζεβούλη έντομο στα καρπερά φυλλοβόλα με το ίδιο φάρμακο το εξολόθρευε, λίπασμα φωσφοροκαλιούχο ζητούσε να ταΐσουν τα φυλλοβόλα, το κάθε νέο δεντράκι να περιποιηθούν χτενίζοντας τις χλοερές πλεξούδες του.
Οι πιτσιρικάδες με τα εύθραυστα χέρια κάναμε ένα σωρό πράματα το Γενάρη των παππούδων μας. Κρυμμένοι στις κουμαριές παίζαμε κλέφτες και αστυνόμοι, τρώγαμε κούμαρα, στήναμε πλακοπαϊδες, πιάναμε τους τσιπουργιάννους του στα σκίνα, στα πουρνάρια με τις θηλιές αιχμαλωτίζαμε τσίχλες και κοτσύφια. Στα σπίτι το λιόγερμα ξαπλωμένοι στο ντιβάνι παίζαμε ξερή, γράφαμε στίχους, διαβάζαμε καζαμία και μαθαίναμε τα παρατσούκλια του: «καλαντάρης, μαγαλομηνάς, κρυαρίτης, γατομηνάς, ψοφόμηνας, χειμωνιάρης, ξυλιάρης». Έπειτα το ρίχναμε στο θρησκευτικό και μελετούσαμε τις άγνωστες γιορτές του. «Γορδίου μάρτυρος, Σιλβέστρου Ρώμης, Μαλαχίου προφήτου, Ερμίλου και Στρατονίκου μαρτύρων, Βαβύλα ιερομάρτυρος, Αγνής Οσίας, Άμμωνα μάρτυρος.
Πάει εκείνος ο Γενάρης ο παιδικός, ο εφηβικός, ο φιλικός. Έγινε μπαλωματής που ράβει τα κουρέλια μας. Αλί! Οι αστροφεγγιές του ξέθωρες σκιές, οι τρελές ομορφιές του πνιγμένες από το βρόχι ενός κρυφού μαραζιού. Μόνο στα όνειρά μας τον βλέπουμε και για λίγο. Χάνεται σαν αστραπή και στη λήθη ρίχνει τις μνήμες σαν λιθάρια.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
]]>
– Να μας ξυπνήσεις κι εμάς, μάνα, να τ’ ακούσουμε, της λέγαμε τ’ αδέλφια μου κι εγώ.
Μας υποσχόταν πως θα μας ξύπναγε και το πρωί που ανοίγαμε τα μάτια μας, της γκρινιάζαμε που δε μας ξύπνησε να ακούσουμε κι εμείς τους καλικάτζαρους που έφευγαν.
– Σας ξύπνησα, παιδιά μου, σας μίλησα πολλές φορές, αλλά εσείς πού να σηκωθείτε. Δεν ανοίγατε τα μάτια σας, νυστάζατε έλεγε η μάνα.
Στο χωριό μου τους καλικάντζαρους τους λένε και γκατζιώνια. Κι έλεγε η μάνα πως, τα γκατζώνια είναι ξωτικά που έχουν μαλλιαρό κορμί και μούρη άσχημη σαν των ζώων. Άλλα έχουν μούρη σαν της μαϊμούς, άλλα σαν των γουρουνιών και άλλων είναι σαν των τραγιών. Κάποια από αυτά έχουν από τη μέση και κάτω κορμί ζώων κι όλα έχουν ουρές.
Περνούσαν οι καλικάτζαροι όταν έφευγαν, έξω ακριβώς από το σπίτι μας, στη δημοσιά που ενώνει το χωριό μου με το Ψάρι.
Οι καλικάτζαροι μένουν στον κόσμο ένα δωδεκαήμερο. Έρχονται την παραμονή των Χριστουγέννων και φεύγουν πριν ξημερώσει η παραμονή των Φώτων. Τη νύχτα μπαίνουν στα σπίτια ανακατεύουν τα τεντζέρια και τις στάχτες, κατουράνε και μαγαρίζουν όπου φτάνουν. Και πράγματι το πρωί βλέπαμε τη στάχτη ανακατωμένη και τόπους – τόπους βρεγμένη. Φρόντιζε η μάνα γι’ αυτό. Ανακάτωνε τη στάχτη με τη μασιά κι έριχνε σε δυο-τρία μέρη νερό με το κύπελλο για να μας πείσει πως είχαν επισκεφτεί τη γωνιά μας τα καλικατζάρια. Αν τύχαινε κι έβρισκαν οι καλικάτζαροι άνθρωπο που είχε ξεμείνει τη νύχτα έξω από το χωριό, στα χωράφια και στους δρόμους τον βασάνιζαν, πάθαινε νήλα.
– Και τον άλλο χρόνο πού βρίσκονται, μάνα; ρωτούσα.
– Α! ευτυχώς κι έρχεται, παιδάκι μου, το δωδεκαήμερο κι ανεβαίνουν στη Γη. Όλο το χρόνο, αυτοί οι εξαποδώ, μένουν κάτω από τη Γη και πριονίζουν τη μεγάλη κολόνα που κρατάει, που στηρίζει τη Γη. Την πριονίζουν, την πριονίζουν τα δαιμόνια κι επάνω που κοντεύει, λίγο θέλει να κοπεί και να γκρεμοτσακιστεί η Γη μας στα τάρταρα και να χαθούμε κι εμείς μαζί της έρχονται τα Χριστούγεννα. Τότε παρατάνε τα ξωτικά τα πριόνια τους κι έρχονται να βασανίσουν τους ανθρώπους. Στις δώδεκα ημέρες που κάθονται τα γκατζώνια εδώ, η κολόνα που κρατάει τη Γη ξαναθρέφει με θέλημα Θεού, κι όταν κατεβαίνουν οι ζελζεβούληδες τη βρίσκουν πάλι ατόφια και ξαναρχίζουν, φτου κι απ’ την αρχή το πριόνισμα.
Έχει πλάκα ν’ ακούει κανείς τους καλικατζάρους στο φευγιό τους. Είναι όλοι σαστισμένοι από το φόβο τους. Αλλοι πεζοί κι άλλοι με τα γαϊδουράκια τους φεύγουν με σπουδή. Φοβούνται μην τους προλάβει η μέρα και έχουν συναπάντημα με τον παπά που γυρίζει σπίτι σε σπίτι, όλα τα σπίτια του χωριού κι αγιάζει. Αν τους προλάβει και τους ραντίσει με αγιασμό παθαίνουν μεγάλο κακό, μέχρι να πεθάνουν μπορούν. Γι’ αυτό φεύγοντας φωνάζουν ο ένας καλικάτζαρος στον άλλο:
Άντεστε να φύγουμε
τι έρχεται ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη μαγκούρα του.
Αυτά και άλλα πολλά μας έλεγε η μάνα σαν είμαστε μικρά, μπροστά στη φωτιά που έκαιγε στη γωνιά κι εμείς κρεμόμαστε από το στόμα της με μάτια ορθάνοιχτα από απορία και θαυμασμό. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για τα παιδιά, από το να μεγαλώνουν με την έγνοια και τη ζεστή ανάσα των , γονιών τους και με όμορφα παραμύθια.
Αγύρτες αισχροί, έφεραν μετά το εξήντα μια Πρωτοχρονιά, κορδωτή καουμπόισσα, που ’κανε μπούλμπερη τη φτωχή χαρά μας. Ούτε κουραμπιέδες μας έφτιαξε και κείνο το κοκοράκι στο πιάτο μας ήταν άγευστο, χωρίς κρέας και όλο κόκαλο.
Εμείς του αδελφάτου της γειτονιάς θέλαμε να φάμε. Δεν μας άρεσε να τρώνε μόνο οι κλέφτες. Γι’ αυτό διώξαμε με την αυγή τη σγουμπή διακονιάρα κατήφεια και με το τρίγωνο στο χέρι, πήραμε σβάρνα τους δρόμους να πούμε τα κάλαντα στην ασήκωτη φτώχεια.
Περπατώντας ονειρευόμουνα την Αστρούλα. Γιατί δεν ήρθε; Πάντα μ’ ένα πεθαμένο χαμόγελο, χλομούλα, αδύνατη, νηστική με μπουτάκια γεμάτα από καψαλήθρες, έτρωγε τη λεξούλα «καλημέρα» σαν μου την έλεγε, πότιζε τους υάκινθους της αυλής της κι άφηνε πάνω μου ένα βλέμμα φύλακα και προστασίας μου. Ο πατέρας της κάλιασε στο βουνό, πολέμησε τους φονιάδες του Χίτλερ, ύστερα μπήκε φυλακή, η μάνα της γαζωμένη με της φτώχειας τις ριπές στου δοσίλογου στρατηγού ξέπνοη καθάριζε κι έπλενε.
«Θα φτύνει φαρμάκι η έρημη» σκέφτηκα και πήγα στο σπίτι της. Κόλλησα το μάτι μου στην τρύπα του παραθυρόφυλλου και κοίταξα μέσα. Κοιμόταν κοντά στο παραγώνι. Ένα κουτσουράκι ήταν το μαξιλάρι της, μια χιλιομπαλωμένη κουρελού το σκέπασμά της. Φλογίτσες με τις σκιές τους στα μαγουλά της, λεξούλες ζωγράφιζαν ακατανόητες και γραμματάκια αιμόφυρτα σαν περιστέρια.
Της μίλησα: «Δε θα ’ρθεις για τα κάλαντα;» Κουνήθηκε, σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε με ύφος θλιμμένο, ψέλλισε άηχα: «Ψήνομαι στον πυρετό! Όχι!»
Ξεμύτισε μια Πρωτοχρονιά με σχισμένο χιτώνα, χοτζάδες να ψέλνουν στις εκκλησίες, ένα λαό Παπούα να κρύβεται στις αφάνες να μη βλέπει το φαγοπότι που έριχναν οι ντοπαρισμένοι πλούσιοι. Πήγα πάλι στο σπίτι της Αστρούλας. Της έδωσα μελομακάρονα, της έδειξα έξω ένα μπλε κομμάτι τ’ ουρανού κι άρχισα: «… Τρέχουν τα παιδιά μέσα στο χιονιά, ήρθαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά μες στη σιγαλιά άνοιξ’ η αγκαλιά κι έκανε η αγάπη την καρδιά φωλιά…» και της γέμισα τη χούφτα δραχμούλες. «Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά, ήρθ’ ο νέος με τα δώρα, ήσουν κακός χωρίς χαρά…» τραγούδησε, τα μάτια της έβγαλαν κόκκινα δάκρυα, ο χώρος γέμισε ξερά ροδοπέταλα και έξω ακούστηκε ένα παλιό λησμονημένο τραγούδι λύπης.
]]>Το βιβλίο σου, ναι, το διάβασα εν μια νυκτί, που λένε. Μου άρεσε! Οι περιγραφές του ζωντανές, ο διάλογος παραστατικός, εικόνες με έντονα χρώματα κρατούν τον αναγνώστη σε αδιάπτωτο ενδιαφέρον ως την τελευταία του σελίδα. Οι αναδρομές στα περασμένα, στολίδι και εμπλουτισμός του όλου έργου, αλατοπίπερο νοστιμιάς. Έχεις την τέχνη να κεντρίζεις την περιέργεια για το τι θα γίνει τελικά.
Στο κείμενό σου κυριαρχεί το βιωματικό και τ’ ανθρώπινα μηνύματά σου συγκινούν βαθιά με τη νίκη της ηρωίδας γυναίκας του μυθιστορήματός σου που αν και κυλίστηκε στο βούρκο της ακολασίας, δάμασε την αγάπη της για να μείνει πιστή στο μοναδικό άντρα που της φέρθηκε με ανθρωπιά, από καθήκον κι ευγνωμοσύνη. Τι υπέροχο αυτό! Και μαζί της είναι τόσο υπέροχοι οι ήρωές σου, ζωντανοί και ανεπανάληπτοι, τόσο, που τους ζεις, τους αισθάνεσαι, τους γνωρίζεις και τους αγαπάς.
Για όλα αυτά τα ωραία που μου χάρισες, σ’ ευχαριστώ ολόψυχα και σε συγχαίρω. Σου εύχομαι να είσαι πάντα γερός και δημιουργικός στην προσφορά σου στα γράμματα».
Δίπλωσε το γράμμα σαν τελείωσε την ανάγνωση ο συγγραφέας και το έβαλε με μια επιπόλαιη βιασύνη στο αρχείο του. Κι αφού στάθηκε για λίγο να κοιτάζει το φάκελο με την αποστολέα του, μουρμούρισε ενώ είχε γίνει χλωμός σαν πεθαμένος με μια έξαλλη περιφρόνηση για τη γυναίκα που του το έστειλε: «Ω, Θεέ μου! Ούτε μια ερωτική λέξη για τους δυο μας. Ενώ τα τόσα φλύαρα και συνηθισμένα λόγια για το βιβλίο μου να περισσεύουν! Κρίμα!» Και με το πρόσωπό του κόκκινο από την ένταση, ετοιμάστηκε να σηκωθεί και να κάνει έναν περίπατο στον κήπο του, έτσι για να ξεφύγει από τη σκληρή της αχαριστία.
Το δυνατό όμως χτύπημα του τηλεφώνου τον ξάφνιασε και τον έκανε να σταματήσει. Κι αφού το κοίταξε για λίγο αναποφάσιστος, το πλησίασε κι αφού σήκωσε το ακουστικό το έφερε στο αυτί του.
«Καλημέρα, αγαπημένε μου!» η φωνή της που ακούστηκε σαν κελάηδημα πουλιού εκείνη τη στιγμή τον έβγαλε από τη μοναξιά και τη δυστυχία του. Κι εκτιμώντας πως έπρεπε μέσα στη χαρά του να της σερβίρει δυο τρεις όμορφες κουβέντες, της είπε με μια μεγαλόφωνη επιδοκιμασία: «Τώρα μόλις τελείωσα το γράμμα σου! Χίλια ευχαριστώ για όσα μου γράφεις και για τη μαεστρία σου να συνθέτεις αξιαγάπητες και ζωντανές εκφράσεις που λειτουργούν σαν βάλσαμο στην κουρασμένη μου καρδιά. Ωστόσο με λύπη έχω να επισημάνω κάτι αξιοσημείωτο που έλειπε από τη μεγαλοπρέπεια του γράμματός σου».
«Χωρίς αμφιβολία αυτό θα σου έκανε κακό αγάπη μου και θα πρέπει να μου το πεις» του ψιθύρισε από την άλλη μεριά του τηλεφώνου η γυναίκα κι έδειξε μια υποχωρητικότητα που φανέρωνε φόβο.
«Ωραία!» έκανε εκείνος κι έβαλε πιο καλά το ακουστικό στ’ αυτί του. «Δεν είναι τίποτα σοβαρό, αλλά πρέπει να στο αναφέρω πριν δειλιάσω και σιωπήσω».
Η φωνή του φάνηκε πως έσβησε λες και χάλασε η διάθεσή του.
«Ακούω, αγάπη μου! Τι είναι αυτό που σε πείραξε στο γράμμα μου και σ’ έκανε φαντάζομαι τόσο μελαγχολικό;» επέμεινε η γυναίκα δίνοντας μια παρακαλεστική χροιά στη φωνή της.
«Ω, μα αυτά συμβαίνουν και θα συμβαίνουν ανάμεσα στους ερωτευμένους» ψιθύρισε αυτός σαν αισθάνθηκε την ανάγκη να ξεγλιστρήσει και να μην πει τίποτα.
«Α, όλα κι όλα! Μη μου φέρεσαι έτσι; Γιατί όσο με ερεθίζεις άλλο τόσο και με προβληματίζεις με την αμηχανία σου αυτή. Πες μου τέλος πάντων τι συμβαίνει;»
Ο συγγραφέας σιώπησε για λίγο και του φάνηκε πως την είδε κοντά του να περπατάνε βουβοί έξω στον κήπο του δίπλα στον πίδακα που κελάρυζε και την πανύψηλη καρυδιά. Και με μιας ετοιμάστηκε να κατεβάσει το ακουστικό ονειρεμένος στην απόμακρη αλλά γι’ αυτόν τόσο έντονη φωτεινή της ακτινοβολία. Ωστόσο δεν το έκανε γιατί η ανάσα της που ακούστηκε να ξεσπά σε λυγμούς τον έκανε να την ακούσει με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό.
«Μιλάς λυπημένα, αγαπημένε μου, πολύ! Γι’ αυτό άνοιξε την καρδιά σου σε παρακαλώ και πες μου τι ήταν αυτό που παρέλειψα να γράψω στο γράμμα μου και σε βασανίζει φριχτά;»
«Ναι, γλυκιά μου θα το κάνω, αφού τόσο το επιθυμείς. Να, δεν το φανταζόμουν πως θα ξεχνούσες το πιο σημαντικό. Τον έρωτά μας τον υψηλό θέλω να πω. Τίποτα γι’ αυτόν δεν αναφέρεις πουθενά».
Η γυναίκα τώρα ξέσπασε στα γέλια. Τίποτα απ’ ότι της έλεγε δεν ήταν σωστό. Έτσι με μια ελαφρά κι εύθυμη διάθεση που έδειχνε πως ήθελε να κάνει χιούμορ του αποκρίθηκε:
«Κρίμα! Σ’ έβαλα σε μπελάδες! Εγώ φταίω! Εγώ με την απερισκεψία μου». «Εγώ» επανέλαβε μ’ έναν αναστεναγμό «που ξέχασα να σου ταχυδρομήσω μαζί και τη δεύτερη σελίδα του γράμματός μου! Την έχω εδώ στο γραφείο μου! Αχ, αυτή η βλακεία μου!»
Ο άντρας γέλασε κι αυτός με την καρδιά του και σαν σταμάτησε της είπε με ανάλαφρο τόνο: «Τότε δεν απομένει να μου την ταχυδρομήσεις. Δεν ξέρεις πόσο την περιμένω!»
«Την Κυριακή έρχομαι και θα στην φέρω! Θα διασκεδάσεις έτσι πιο πολύ σαν τη διαβάσεις εκεί μπροστά μου!»
«Ω! ευχάριστο!» ξεφώνισε και η φωνή του ακούστηκε σαν τραγούδι.
«Ναι, ναι, μωρό μου» του ψέλλισε λίγο πριν κατεβάσουν και οι δυο τα ακουστικά τους.
***
Η Τάνια χωρίς να δημιουργεί σκάνδαλο, άφηνε το φίλο της κι έφευγε. Βέβαια της το επέτρεπε και ο ίδιος χωρίς να θεωρεί πως γελοιοποιούταν. Απεναντίας ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να ανανεώσουν τον έρωτά τους και να ξυπνήσουν πιο πολύ τα αίματα της επιθυμίας του ενός για τον άλλον στις φλέβες τους. Έτσι η Τάνια εκμεταλλευόταν θαυμάσια την ελευθερία της να κινηθεί άμετρα σαν γυναίκα με τις όσες προκλήσεις αλλά και να φροντίσει την γκαρνταρόμπα της στα πολυτελή κι ακριβά μαγαζιά της πρωτεύουσας. Στον ίδιο δε το συγγραφέα δινόταν η ευκαιρία να ασχοληθεί πιο άνετα με το τελευταίο του μυθιστόρημα, που, σαν το θεωρούσε σαν ένα από τα πιο σπουδαία του, ήθελε να είναι μόνος και μέσα στην απόλυτη μοναξιά του να έχει μια πιο αποτελεσματική διάρκεια απόσβεσης της προσωπικότητάς του.
Βέβαια ήταν και τα βιβλία. Εκείνη ήξερε λογοτεχνία εξίσου καλά όπως κι αυτός. Μόνο που δεν έγραφε. Είχε διαβάσει τους πάντες και τα πάντα. Και η κριτική της γνώμη αρίστη. Έτσι όσο κι αν φαίνεται εξωφρενικό αυτή του αγόραζε τα βιβλία που διάβαζε! Τελευταία του είχε φέρει δυο κλασικά που με λύπη τής εξομολογήθηκε πως τα γνώριζε μεν αλλά δεν τα είχε διαβάσει.. Και ήταν καταπληκτικά. Το ένα ήταν το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Προυστ και το άλλο το «Ουτς» του Τσάτουιν.
«Πού πας και τα ξετρυπώνεις;» της είχε πει με θαυμασμό εκείνος σαν τα διάβασε κι έδειξε από τότε μια άπειρη λατρεία στο πρόσωπό της και μια απροκάλυπτη εμπιστοσύνη στις επιλογές της.
***
Ο άντρας μετά το μεσημεριανό φαγητό της Κυριακής, φρόντισε το σπίτι. Ήθελε να το βρει «σινιαρισμένο στην πένα» για να αποφύγει τυχόν δυσαρέσκειά της. Έτσι έπεσε με τα μούτρα στο συγύρισμα με μια ασυγκράτητη διάθεση και χωρίς να το καταλάβει η ώρα πέρασε κι έφτασε πέντε το απόγευμα. Τότε ήταν που κάθισε κοντά στο τζάκι για να ξεκουραστεί ενώ δεν έδιωχνε ούτε λεπτό τα μάτια του από τις φλόγες που ξεπηδούσαν σαν μικρές εκρήξεις μέσα από τα στόματα των ξύλων. «Ωραία!» ψιθύρισε κάποια στιγμή ευτυχισμένος. «Τώρα μπορώ να είμαι σίγουρος ότι σαν έρθει θα τα βρει όλα στην εντέλεια όπως της αρέσει» και με μια ευθεία ματιά κοίταξε έξω από το μικρό ορθογώνιο παράθυρο. Κάποια μπόρα έδειχνε πως θα ξεσπούσε αλλά προς το παρόν αργούσε ακόμα. Μπορεί και καταιγίδα. Αλλά αυτό λίγο τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Η έλευση της γυναίκας ήταν στην προτεραιότητα της σκέψης του και μόνο.
Και να που η πόρτα άνοιξε και η γυναίκα πέρασε μέσα. Πέταξε σαν πουλί μ’ ένα ανάερο πήδημα κοντά του σαν τον είδε μπροστά της κι έπεσε στην αγκαλιά του με μια τρυφερή κίνηση. Κι αμέσως εκείνος την έσφιξε πάνω του σαν κάποιο μακρινό κι άπιαστο όνειρο. Κι αφού τη γέμισε με τα φιλιά του, της ψιθύρισε με μια απερίγραπτη συγκίνηση που τον έκανε να τρέμει: «Αχ, λαγουδάκι μου πόσο σε ποθώ! Έλα μου, κάθισε» και πιάνοντάς την τώρα από τα όμορφα λευκά της χέρια την έβαλε να καθίσει δίπλα του.
Φορούσε ένα κοντό κομψότατο μπλε φουστάνι που της έδινε μαζί μια αρχοντιά και μια πρωτοφανή φρεσκάδα σε όλη της την εμφάνιση. Τα πλούσια κατάμαυρα μαλλιά της έπεφταν με χάρη στους ώμους της κάνοντας την έκφρασή της πιο σοβαρή απ’ ότι στην πραγματικότητα ήταν. Τα βλέφαρά της πυκνά διέγραφαν δυο τοξοτές γραμμές πάνω από τα όμορφα μάτια της κι έμοιαζαν σαν δυο αιωρούμενα καλλίγραμμα μεταλλικά κομψοτεχνήματα. Και τα χέρια της μακριά και καλοσχηματισμένα μέσα στα ρεβέρ των μανικιών κινούνταν με τόση μαεστρία και χάρη που δε χόρταινες να τα κοιτάζεις.
«Σε βρίσκω πολύ λαμπερή!» της ψιθύρισε ο άντρας ύστερα από λίγο και την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με θαυμασμό.
«Ευχαριστώ!» του είπε εκείνη με ανάλαφρη φωνή κι άφησε μ’ ένα φτερούγισμα το μπράτσο της να πέσει στον ώμο του.
Στη θαλπωρή του τζακιού είπαν πολλά και διάφορα κι άφησαν ελεύθερες τις σκέψεις τους για να φανεί η λιακάδα στις συννεφιασμένες τους ψυχές εξαιτίας της πολύμηνης μοναξιά τους. Και σ’ εκείνο το σημείο της κουβέντας τους ο άντρας σηκώθηκε και αφήνοντας ένα χαριτωμένο «συγγνώμη» απ΄ τα χείλη του τράβηξε για το μπαρ. «Ένα ποτό είναι ότι πρέπει για να κάνει την ατμόσφαιρα πιο θερμή» συμπλήρωσε κι έβαλε πάνω σ’ ένα αργυρό δίσκο ένα μπουκάλι ουίσκι και δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Κι αφού τα έφερε και τα ακούμπησε μπροστά τους στο μικρό οβάλ τραπεζάκι της ψιθύρισε τρυφερά σαν να συνωμοτούσε με τον εαυτό του: «Θέλουμε την ελευθερία μας δε θέλουμε; ε, τότε ας πιούμε να την αποκτήσουμε!» και πιάνοντας το μπουκάλι γέμισε με μια κίνηση γεμάτη νόημα τα ποτήρια.
Το ένα ποτήρι έφερε τ’ άλλο κι όλα έδειχναν πως σε λίγο θ’ άρχιζε η διάλυση. Κι αυτό φαινόταν στα μάτια και των δυο που είχαν πάρει το χρώμα μιας υπνηλίας λάμψης και μιας απροκάλυπτης ανταρσίας. Έξω ο χειμωνιάτικος ήλιος είχε δύσει και το χλομό βυσσινί του δειλινού στόλιζε με μια γλυκιά απαλότητα τη θάλασσα, τον κάμπο και το βουνό. Οι άνθρωποι στους δρόμους και τα χωράφια λιγοστοί ενώ τα πουλιά στα σύρματα με ανασηκωμένα τα φτερά τραμπαλίζονταν βιαστικά και αποχαιρετούσαν τη μέρα πότε με ρυθμικά και πότε με φάλτσα σφυρίγματα.
Η Τάνια μέσα σ’ εκείνη τη χειμωνιάτικη στιγμή ήταν εκπληκτικά όμορφη. Τρυφερή σαν γαζέλα και με πρόσωπο φωτισμένο από απαλές ανταύγειες κι ελαφρά σκιώδη παιχνιδίσματα από τις φλόγες της φωτιάς. Και τα χέρια της τόσο λεπτά και τόσο εξαιρετικά όμορφα.
Την κοιτούσε ο άντρας και τη θαύμαζε. Και θα την κοιτούσε ακόμη αν δε σηκωνόταν εκείνη να πάει μ’ ένα θορυβώδες βήμα προς τον ταξιδιωτικό της σάκο και να βγάλει από μέσα δυο βιβλία με κίτρινα εξώφυλλα και να του πει σαν του τα έδινε: «Είναι το αριστούργημα του Γκαρσία Μάρκες, Έρωτας στα χρόνια της χολέρας, σε δυο τόμους».
Εκείνος σαν τους πήρε στα χέρια του, έλαμψε από χαρά και ξεφυλλίζοντας τον ένα τόμο, της ψιθύρισε με φωνή τρομακτική: «Το έχω διαβάσει πιο μικρός και με συνεπήρε. Κι εκείνο το τέλος του τι υπέροχο και συναρπαστικό! Για όλη τους τη ζωή, ηλικιωμένοι όντες ο Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα θα μπορούσαν να συνεχίσουν τον έρωτά τους! Αυτό το πήγαινε έλα του διαβόλου!»
Γέλασε η γυναίκα και κάθισε δίπλα του. Εκεί λίγο ανήσυχη και με μια υπέρμετρη ένταση έψαξε την τσάντα της και αφού βρήκε αυτό που ήθελε του πρότεινε το χέρι της δείχνοντάς του το λευκό ορθογώνιο φάκελο. «Να και το υπόλοιπο γράμμα!» του είπε σιωπηλή και πρόσθεσε: «Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα γι’ αυτό που έκανα η ανόητη! Ακούς να σου στείλω μισό γράμμα! Φαντάζομαι τι θα σκέφτεσαι για μένα!» και πλησιάζοντάς τον έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του.
«Τίποτα!» της είπε εκείνος και άπλωσε το χέρι του. «Απλώς προσεύχομαι για σένα» και με μια απονήρευτη διάθεση, ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει το φάκελο.
«Μόνο που θα το διαβάσεις μόνος σου!» του είπε μ’ ένα τρυφερό γελάκι και σηκώθηκε. «Θέλω να κάνω ένα μπάνιο και να φρεσκαριστώ για να νιώσω καλύτερα» συνέχισε και χάθηκε σαν οπτασία στο βάθος του διαδρόμου.
«Ας είναι έτσι» ψέλλισε εκείνος και σκίζοντας το φάκελο πήρε από μέσα το χαρτί και άρχισε να διαβάζει: «Σου έρχομαι την Κυριακή σαν αχτίδα κίτρινη και γλυκιά. Θα μπω από τη σχισμάδα του παραθύρου σου και θα σταθώ στο κρεβάτι σου σαν ένας ζωντανός οργασμός ενθυμήσεων. Εκεί θα έρθεις κι εσύ ξωτικός Θεός με το κοφτερό σου ξυράφι να κόψεις και να πετάξεις ότι άχρηστο και σάπιο έχω πάνω και μέσα μου! Κι αφού γυμνωθούμε και οι δυο χαμένοι στη νυχτερινή σιωπή θα αγκαλιαστούμε σφιχτά μέσα στη θέρμη των κορμιών μας και θα παίξουμε με τη φωτιά τους, την αιώνια κι ασίγαστη φωτιά του πάθους και της ηδονής τους. Κι αφού περάσει στις φλέβες μας και οι ευαίσθητες ζώνες των κορμιών μας πυρποληθούν θα αποζητήσουμε την πλήρη εξουθένωσή τους από τον ίλιγγο που θα μας συνεπάρει σαν έρθει εκείνη η γλυκιά κι έντονη ηδονή. Κι αυτό θα γίνει όταν μπεις μέσα στους ζεστούς γλουτούς μου και θα μείνω ανυπεράσπιστη στη δύνη του ερωτικού σου νήματος και της πλήρους εξαφάνισής μου. Και ύστερα γλυκέ μου σαν φοβισμένο κουνελάκι από την καταιγίδα θα σου ψιθυρίσω στ’ αυτί με την τρομερή εισβολή της φωνής μου: «Το βέλος που μου τρύπησε την καρδιά, φταίει για όλα! Αυτό μ’ έκανε ανυπεράσπιστη και τρελή! Καλή αντάμωση!»
Δίπλωσε το χαρτί και το έβαλε στο φάκελο. Ύστερα μ’ ένα χαμόγελο που έδειχνε τη θετική επίδραση που είχε στην ψυχή του το γράμμα, κοίταξε στο βάθος του διαδρόμου να δει τη γυναίκα. Και τότε με το πνεύμα του δυναμωμένο την είδε να στέκεται μέσα στο ολόλευκο διάφανο νυχτικό της στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Ανατρίχιασε ως το κόκαλο. Και ύστερα μ’ ένα σπασμωδικό κούνημα του κεφαλιού του και μ’ ένα χαριτωμένο «αχά» που έβγαλε απ’ τα χείλη του για να δείξει την καλή του διάθεση στη γυναίκα, φτερούγισε κι έφτασε κοντά της.
]]>Ταράζουν τη συνείδησή της κατά καιρούς κλύδωνες που την αγριεύουν, σκοτεινιάζουν το πρόσωπό της και την κρατούν σε απόσταση από τους συνανθρώπους της, σαν με καταναγκασμό σε έναν παραδαρμό άωτης απόγνωσης. Όταν λείπω στην Αμερική – δουλεύω βιβλιοθηκάριος σε μια βιβλιοθήκη στο Μίτσιγκαν και αυτό την αναπτερώνει –, μου στέλνει τακτικά γράμματα και μου τηλεφωνεί συχνά, για να κρατάει, λέει, ζωντανό το λώρο της αδελφικής μας αγάπης, για να μην αφήνει να κρυώνει το κοινό ζεστό αίμα. Πάντα μου επαναλαμβάνει με θέρμη: «Ντόρη, θέλω να πεθάνω, ας είσαι μεγαλύτερος από μένα, πρώτα εγώ και έπειτα εσύ. Δε θα αντέξω με την απουσία σου, ας ζεις στα ξένα. Δεν έχω κανέναν άλλο δικό μου άνθρωπο. Οι γονείς μας έχουν φύγει και οι συγγενείς μας είναι σαν άγνωστοι. Θα μείνω έρημη στον κόσμο». Οι ανασφάλειές της, βλέπετε… Δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά. Έμεινε για πάντα εγκλωβισμένη στις ραγισματιές ενός απολιθωμένου έρωτα… Είναι φιλόλογος – η επιστήμη της, οι γνώσεις της και η διδασκαλία της είναι το οξυγόνο της στην πνιγηρή ζωή – και έχει υπηρετήσει σε σχολεία της Θεσσαλίας, της Αττικής, της Μεσσηνίας…
Εσείς, κύριε Δημηρέφη, μου είπατε ότι γνωρίσατε την Πέπη στην Αθήνα, στην πλατεία Βικτωρίας, και την ξέρετε…
─ Ναι, έχουμε γνωριστεί σε ένα πολιτισμένο στέκι, όπου συχνάζουν καλοί άνθρωποι της αθηναϊκής κοινωνίας, επιστήμονες, συγγραφείς, καλλιτέχνες, αθλητές και άλλοι αξιόλογοι άνθρωποι. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Μίμης Δομάζος, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Ανέστης Βλάχος, ο Αλβέρτος Λεβάντης, γιατρός μαιευτήρας, ο Σήφης Ριζάκης, εθνολόγος, που ξεχωρίζουν ως συντροφιά για συζητήσεις με ποιοτικό ενδιαφέρον. Με την Πέπη και αυτά τα συγκεκριμένα πρόσωπα έχουμε γίνει μια ομάδα σαν πνευματικό εργαστήριο.
─ Και εδώ στη Μακρινίτσα, όταν έρχεται προπάντων τα καλοκαίρια η Πέπη και έρχομαι και εγώ από την Αμερική, ζούμε με τους ντόπιους φίλους μας στιγμές ανεπανάληπτες. Γινόμαστε το Κέντρο του Πηλίου, το Κέντρο του κόσμου… Το μεγάλο καφενείο της πλακόστρωτης πλατείας το έχουμε βαφτίσει «Θεόφιλος», προς τιμήν του φουστανελά ζωγράφου από τη Λέσβο, που δόξασε παντού την Ελλάδα. Η Πέπη απογειώνεται και μας μιλάει σαν εισηγήτρια Σεμιναρίων ή καλύτερα Συνεδρίων για τους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας, για τους Κενταύρους, ιδιαίτερα τον Χείρωνα και τον Νέσσο, για τον Ηρακλή και τη σύζυγό του Δηιάνειρα που είχαν τραγικό τέλος εξαιτίας του δόλου του Νέσσου, για τον Φοίνικα, τον Παιδαγωγό του Αχιλλέα, για τον Μελέαγρο της Καλυδώνας, που ρίχτηκε στη μάχη με τους Κουρήτες, όπως και ο Πηλείδης με τους Τρώες, αργά, σε οριακή στιγμή, αποσυρμένοι και οι δυο από τον πόλεμο, οργισμένοι λόγω βαριάς προσβολής τους, για την Άλκηστη που δέχτηκε να πεθάνει για να ζήσει ο σύζυγός της ο Άδμητος, αφού ο πατέρας του ο Φέρης και η μάνα του, ηλικιωμένα γεροντάκια στη βασιλική αυλή αρνήθηκαν, για το Σεφέρη που «όπου και να ταξιδέψει η Ελλάδα τον πληγώνει», για τον ασθματικό του ανήφορο μέσα από τις πυκνές καστανιές του Πηλίου, προκειμένου να γλιτώσει από το φάντασμα του δηλητηριασμένου κενταύριου χιτώνα και για τόσα άλλα πολλά και ποικίλα θέματα. Η Πέπη είναι μια κινητή βιβλιοθήκη και όταν συγκρίνει τον Θεόφιλο με τον Μακρυγιάννη, αυτούς τους δυο αγράμματους στυλοβάτες του λαϊκού μας πολιτισμού, υμνεί και μεγαλύνει τον ίδιο το λαό μας, που δημιούργησε δαιδάλματα και παλλάδια. Η αδερφή μου είναι η τέταρτη Χάρις, η τέταρτη Ώρα… Την περασμένη Πρωτοχρονιά, όταν είχε έρθει για τις γιορτές στο πατρικό μας στη Μακρινίτσα – την παρακολουθούσα με την φαντασία μου από το Μίτσιγκαν – έκαμε κάτι πρωτότυπο. Ντύθηκε Αϊ – Βασίλης, κάλεσε την παραμονή το βράδυ στη μεγάλη σάλα μας για τραπέζι, δεν το λένε ακόμη οι Έλληνες «ρεβεγιόν», τους γνωστούς ντόπιους φίλους μας με τα παιδιά τους και μετά την ευωχία τούς έπαιξε σε δική της διασκευή και εκδοχή τον Σκρουτζ του Ντίκενς. Τέτοια διδαχή δεν ξαναείχε ακουστεί σε πρωτοχρονιάτικο φαγοπότι – θέαμα για μικρούς και μεγάλους. Όλο το Πήλιο βούιζε τις μέρες που ακολούθησαν, με την καινούργια χρονιά να κάνει ποδαρικό στα χιόνια, στο κρύο, στα τζάκια με όλα τα “έχει” τους, στους στερημένους, στους χορτάτους, στους πεινασμένους, στους τσιφούτηδες, στους βασανισμένους. Η επινοητικότητα της Πέπης υπακούει στην Ανάγκη, που ήταν ανώτερη και από τους θεούς της Αρχαίας Ελλάδας, που ο Ουγκό την αναγνωρίζει ως άρχουσα Δύναμη στην «Παναγία των Παρισίων» και ο Τσόμσκι την προβάλλει ως Ιερό Κανόνα της καθημερινής χρείας στο Γραφείο του.
Εσείς, κύριε Δημηρέφη, ποια εικόνα έχετε διαμορφώσει για την αδερφή μου από τη συναναστροφή σας και τη γνωριμία σας μέσα από τις συζητήσεις σας με τη φιλική σας ομάδα στο στέκι της πλατείας Βικτωρίας;
─ Θα σας αναφέρω κάποιες εντυπωσιακές περιπτώσεις από τους διαλόγους μας στη «Διοτίμα», όπως είχαμε προσονομάσει το ζεστό εκείνο χώρο των συναντήσεών μας.
Μια φορά η Πέπη άνοιξε το θέμα για τα Ελευσίνια Μυστήρια. Μας μίλησε για τη θεά Δήμητρα που γύριζε όλη τη γη αναζητώντας τη χαμένη κόρη της, την Περσεφόνη, και που μια μέρα καταπονημένη και θλιμμένη έφτασε στο Θριάσιο Πεδίο. Κάθησε σε μια πέτρα, που την έλεγαν «Αγέλαστη Πέτρα», για να ξαποστάσει. Εκεί την πλησίασε μια ηλικιωμένη γυναίκα, μια γριά, η Βαυβώ, που της πρόσφερε ζουμί από κριθάρι, τον «κυκεώνα», καιη θεά αρνήθηκε, που της αποκάλυψε την τύχη της κόρης της – την είχε αρπάξει ο Πλούτωνας – και η πονεμένη μάνα πικράθηκε ακόμη περισσότερο, που της διηγήθηκε αστείες ιστορίες και η Δήμητρα παρέμενε σταθερά ασάλευτη, βαριά σκυθρωπή μέσα στη μεγάλη λύπη της, που στο τέλος η Βαυβώ, σηκώνοντας το φόρεμά της και ανοίγοντας τα γόνατά της έδειξε τη μήτρα της, από όπου ξεπρόβαλλε γελαστό ένα βρέφος, ο Ίακχος, και η θεά τότε γέλασε. Η πέτρα από εκείνη τη στιγμή πήρε τη μετονομασία «Γελαστή Πέτρα». Η Πέπη μάς είπε ότι όλο αυτό το βαθμιδωτό γεγονός ήταν η μεγάλη αφετηρία των Ελευσινίων Μυστηρίων και ότι ο Ίακχος ήταν μια άλλη μορφή του θεού Διονύσου, του Βάκχου, του μεγάλου συμβόλου της γέννησης και της αναγέννησης του ανθρώπου και της φύσης. Δεν παρέλειψε η αδερφή σας να μας ενημερώσει ότι ο Άγγελος Σικελιανός, που ιερουργούσε στα αρχαία μυστήρια και οιστρήλατος σηματοδοτούσε στην ανθρωπότητα την πνευματική αναγέννηση και την ψυχική αναπαρθένευση, αυτοαποκαλούνταν Ίακχος. Ο Αλβέρτος Λεβάντης, ο γιατρός ο μαιευτήρας, θετικός επιστήμονας αλλά και μελετητής των θρησκειών, είδε στο γελαστό βρέφος της μήτρας της Βαυβώς, με προοικονομία και προεικόνιση, το θείο βρέφος της Βηθλεέμ, το βρέφος των Χριστουγέννων…
Μια άλλη περίπτωση σοβαρού θέματος της συζήτησής μας ήταν η περίπτωση του Άδωνη. Ο Σήφης Ριζάκης, ο εθνολόγος μας, αναφέρθηκε στον ανατολικό μύθο αυτού του έκπαγλης ομορφιάς νέου, του κατοπινού εραστή της θεάς Αφροδίτης, και εστίασε το λόγο του στη γέννησή του από ένα δέντρο, τη Μύρρα ή Σμύρνα. Αυτό το δέντρο, μας είπε, ήταν πρώτα με το ίδιο όνομα η θυγατέρα του βασιλιά της Κύπρου Κινύρα, που ερωτεύτηκε παράφορα τον πατέρα της, τον μέθυσε και έσμιξε μια νύχτα μαζί του. Ο πατέρας, όταν ανακάλυψε την αιμομιξία, καταδίωξε την κόρη του για να τη θανατώσει, αλλά οι θεοί λυπήθηκαν το αλαφρόμυαλο κορίτσι, που εν τω ματαξύ βαρυνόταν και με κυοφορία, και το μεταμόρφωσαν στο δέντρο που κλαίει με τα αρωματισμένα δάκρυα, με το ρετσίνι του, τον καρπό του μέσα από τον κορμό του. Αυτός ο καρπός της Μύρρας ή Σμύρνας είναι σε ζωντανή ενύλωση ο Άδωνης. Η ουσία του μύθου, μας διευκρίνισε ο φίλος μας ο εθνολόγος, είναι η προέκταση του συμβολισμού του δέντρου, που στην Ανατολή ψηλώνει και γίνεται το βουνό Λίβανος του προφήτη Ιεζεκιήλ ή το βουνό του Δάσους των Κέδρων του ασσυριακού – βαβυλωνιακού έπους «Γκιλγκαμές». Ακόμα, γίνεται ο άξονας του κόσμου, ο axismundi, που μας παραπέμπει στο όνειρο του Ιακώβ της «Παλαιάς Διαθήκης», στην Άτρακτο του σύμπαντος της «Πολιτείας» του Πλάτωνα, στη ρήση του Ηράκλειτου «οδός άνω κάτω μια και εωυτή», στον πίνακα του Ραφαήλ «Η Σχολή των Αθηνών» και στο «Παραμύθι του Αδάκρυτου» του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» του Παλαμά. Η Πέπη πρόσθεσε: …Και στο δημοτικό μας τραγούδι «Τ’ Αγι-Θοδώρου το βουνό», και ανέφερε μάλιστα και τους πρώτους στίχους: «Τ’ Αγι-Θοδώρου το βουνό κανείς δεν τ’ ανεβαίνει, / μόνο μια Κόρη ανέβαινε πλέκοντας το γαϊτάνι, / πλέκοντας, γορδελώνοντας και λιανοτραγουδώντας», επισημαίνοντας με νόημα ότι αυτή η Κόρη είναι η Ποίηση. Ο Ριζάκης έκλεισε το θέμα υπογραμμίζοντας ότι αυτό το δέντρο του ανατολικού μύθου, που γίνεται ο άξονας του σύμπαντος, είναι ίσως η αφετηρία της ιδέας, με όλες τις μεταβολές και προσθήκες που ακολούθησαν μέσα στους αιώνες, του δέντρου που στολίζουμε για τα Χριστούγεννα. Και ενίσχυσε την άποψή του επιστρατεύοντας το ογκώδες έργο του Παναγή Λεκατσά «Η Ψυχή».
Η Πέπη ήταν πολύ διακριτική στις παρεμβάσεις της στις συζητήσεις μας και ήξερε ακόμη με πολλή ευγένεια να σιωπά και να εκφράζεται ιδιαίτερα πειστικά και με τη σιωπή της. Ένα πρωινό, όταν ο Δομάζος μίλησε για την αυτογνωσία στον αθλητισμό – ποτέ δεν μιλούσε για το ποδόσφαιρο ή για άλλα συγκεκριμένα αθλήματα – και αναφέρθηκε στο δοκίμιο του Καμί για τον Σίσυφο για να υπογραμμίσει ότι η αυτοσυνειδησία του ήρωα είναι το όπλο του, αυτό τον οπλίζει με δύναμη για να συνεχίσει τον αγώνα του, ενώ η Μοσχολιού υπερθεμάτισε με την αγάπη, με τη “σπίθα” της ψυχής που γίνεται πυρκαγιά κατάκτησης και με τη “στάλα” της βροχής που μετουσιώνεται σε πέλαγος ευτυχίας, η Πέπη, αν και γνώριζε τόσα για τον Σίσυφο και τον Καμί, δεν είπε απολύτως τίποτε, αλλά άνοιξε διάπλατα τα μάτια της σαν να ταξίδευε εντυπωσιασμένη πέρα από τους στενούς ορίζοντες… Έχει τη θαυμαστή ικανότητα να προεκτείνει πάντοτε με τον τρόπο της στο φως τα σημαινόμενα…
Μια φορά, ας προσθέσω ένα ακόμη αξιοσημείωτο θέμα της συζήτησής μας, ο Ανέστης Βλάχος, που ήταν συνήθως λιγομίλητος, μας εξηγούσε σε ρέοντα λόγο γιατί στις ταινίες του υποδύεται σχεδόν πάντοτε το ρόλο του κακού. Μας είπε ότι σύμφωνα με το σενάριο και το σκηνοθέτη προβάλλεται το κακό, για να αναδειχθεί το καλό, που είναι το ζητούμενο στην κοινωνία. Μας διευκρίνιζε, βέβαια, ότι δεν είναι ηθοποιός του θεάτρου, αλλά του κινηματογράφου, αυτό όμως, επέμενε στην επισήμανσή του, δεν τον εμπόδιζε να έχει άποψη και για το θέατρο. Ήταν καταπληκτικό, κύριε Ντόρη, να ακούμε όλοι μας τον Ανέστη Βλάχο να αναφέρεται στην «κάθαρση» της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, στον Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, στον Ίψεν, στον Άρθουρ Μίλερ, στον Τένεσι Ουίλιαμς, στον Λόρκα, στον Καμπανέλλη, στον Κεχαΐδη, στον Μάτεσι και άλλους θεατρικούς συγγραφείς, ξένους και Έλληνες, για να υποστηρίξει την άποψή του ότι γενικά η τέχνη αναμφίβολα δεν διδάσκει, αλλά συγκινεί και προβληματίζει και μέσα από τη συγκίνηση και τον προβληματισμό διαμορφώνει ενάρετους και χρηστούς πολίτες στην κοινωνία. Όλοι συμφωνήσαμε με το σκεπτικό του Ανέστη Βλάχου και επιδοκιμάσαμε με ενθουσιασμό την εξέλιξη του λόγου του, η Πέπη όμως τώρα, εξαιτίας της ατμόσφαιρας που είχε δημιουργηθεί, πρόσθεσε ως επικύρωση συγκεκριμένες αναφορές για την πάλη του κακού με το καλό, όπως αυτή παρουσιάζεται στον «Μάκβεθ», στον «Βασιλιά Ληρ», στον «Άμλετ», στον «Ριχάρδο Γ’» του Σαίξπηρ, στον «Φάουστ» του Γκαίτε, στον «Θάνατο του Εμποράκου», στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Μίλερ, στην «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη.
Η αδερφή σας κύριε Ντόρη, για να απαντήσω με όλη μου την ειλικρίνεια στο ερώτημά σας, δεν εξαντλείται με τα λίγα λόγια της αναφοράς μου στο πρόσωπό της. Είναι μια Ίριδα, μια Λαμπετώ. Εκπέμπει, μεταδίδει μηνύματα. Στην συντροφιά μας έχουμε δυο γυναίκες, την Πέπη και τη Βίκυ, που ομορφαίνουν με την παρουσία τους, το λόγο τους και τα συναισθήματά τους τα πνευματικά μας ταξίδια στην ποικιλότητα της ζωής και του κόσμου. Αν τώρα με ρωτάτε και για τις αβεβαιότητες της αδερφής σας, για τις ανασφάλειές της, όπως εσείς ο ίδιος τις επισημάνατε στην κουβέντα μας με την γνωριμία μας σήμερα εδώ στην Μακρινίτσα, σας βεβαιώνω ότι όσο καιρό συναντιόμαστε στο στέκι μας, στη «Διοτίμα» της πλατείας Βικτωρίας, η Πέπη ποτέ δεν μας έδειξε κάποια συμπεριφορά που να μας ανησυχήσει. Είναι πάντοτε ήρεμη, ευγενής, στοχαστική, κοινωνική, ανθρώπινη, ένα περιβόλι για όλους, για όλους μας.
─ Κύριε Δημηρέφη, έσκυψε ο Ντόρης ελαφρά προς το μέρος μου και είπε με χαμηλή φωνή: «Μακάρι να είναι όπως το λέτε… Όμως αλλιώς εξομολογούνται τα αδέρφια μεταξύ τους και αλλιώς συμπεριφέρονται οι άγνωστοι, που γίνονται φίλοι ευκαιριακά αλλά στην ουσία συνεχίζουν να παραμένουν άγνωστοι…». Σηκώθηκε αργά, με μια αχνή θλίψη στο πρόσωπό του, με αποχαιρέτησε, και δεν τον ξαναείδα ποτέ.
Ήταν τα τελευταία λόγια του συνομιλητή μου, που μια τυχαία συνάντηση ένα καλοκαιρινό απόγευμα σε εκείνη τη μαγική πλαγιά του Πηλίου τον είχε προσφέρει ευεργετική δωρεά στην άγνοιά μου και τον είχε αποκαλύψει μηνυματοφόρο Ερμή στις προεκτάσεις μου. Η Μακρινίτσα θα χανόταν σε λίγο στην Ιστορία της, στους μύθους της και στους θρύλους της, θα ξεμάκραινε από την εποπτεία μου με τα ιστορικά ενδιαιτήματά της σκαλωμένες περιστεροφωλιές στους δαρμούς του χρόνου. Θα γινόταν εικόνες, ηχώ, καζαντζακικές αισθήσεις, συναισθησία.
Σήμερα – κοντεύουν οι μεγάλες γιορτές – έχω αποδράσει ύστερα από χρόνια στο γνώριμο στέκι των πάλαι ποτέ ανθηρών συζητήσεων. Κάθομαι σε μια γωνιά απομονωμένος στη σιωπή μου, με όλους τους άλλους θαμώνες εντελώς άγνωστους, και βυθομετρώ τη ζωή, δορυφορώ στο μάγμα της, αιθεροβατώ στο δέον. Ο καφές μου αχνίζει τις ώσεις μου, ζωντανεύει τις μνήμες, περιδινεί τις σκέψεις, φτερώνει τις υπερβάσεις. Από τη Μακρινίτσα ως την πλατεία Βικτωρίας, από τον «Θεόφιλο» ως τη «Διοτίμα» η απόσταση είναι μολόχες, λάπατα, φλόμοι, ασφόδελοι, αγριάδες, λυγαριές, κίτρινα φύλλα, αρμακάδες. Πού είναι ο Ντόρης, η Μοσχολιού, ο Λεβάντης, ο Ριζάκης; Έγιναν εμπεδόκλεια ριζώματα, χώμα, νερό, αέρας, φωτιά. Ο Δομάζος ονειρεύεται γεώδης Σίσυφος, μυώδης τροπαιούχος – και ελπίζει ακόμη αμετάκλητα ότι θα το κατορθώσει – να κυλήσει ως την κορυφή το μολυβένιο βράχο. Ο Ανέστης Βλάχος γυρίζει με ένα οιδιπόδειο μπαστούνι, το τρίτο πόδι του, στις φτωχογειτονιές των Πατησίων και μοιράζει χωρίς φενάκη, με μενάνδρειο χαμόγελο, στους οδυνωμένους την καλή ψυχή του, τον καλό λόγο του, τις αναλλοίωτες αξίες. Εγώ ο Δήμης Ρέφης, όπως με αποκαλούσατε, καλοί μου φίλοι, για να διασπάσετε… τη συνοχή μου, για να «λιανίσετε», και γελούσατε, στα «δυο» την ασημαντότητά μου, συνεχίζω ακόμη, δόξα τω Θεώ, να ορθοποδώ, να κλέβω από τους άλλους, όπου βρω, γνώσεις, να τις μεταλαμπαδεύω, να βοηδρομώ… Χρωστάω σε όλους τροφεία.
─ Και εσύ Πέπη, σολωμική Γνώρα και αθέατη Σελήνη, Αυξώ των Χριστουγέννων και Θαλλώ της Πρωτοχρονιάς, Μεγιστώ Λύπη, πού ανεμίζεις, καημένη, δαρμένη στην πένθιμη απουσία, στη βαρυχειμωνιά; Σε βλέπω στα όνειρά μου. Περιπλανάσαι λευκοντυμένη στη Μεσσηνία, όπου ιέρευες χρόνια…, δένεις στους ελαιώνες με τον Αριστομένη αινίγματα, στεφανώνεσαι στη Μεσσήνη από τον Επαμεινώνδα Ηγεμόνη, αναγορεύεσαι σε χλωρό γήλοφο από τον Θέμελη Σταφυλή Ηριγόνη ,γίνεσαι με τον άνεμο αιώρα, ταλαντώνεσαι. Αμαύρωσε τον ορθρισμό μου η αγγελία της εκδημίας σου. Δεν άντεξες τον χαμό του Ντόρη. Όταν η ψυχή θλίβεται, το σώμα σήπεται στου Τολστόι, στου Πακούμ τα δυο μέτρα. Οι γιορτινές όμως καμπάνες, Φάεννα Ευδώρα, των τόπων που ιέρωσες και μύρωσες θα σημαίνουν στη διάρκεια μεγαλυναρικά και τον Ντίκενς σου. Είχες φως, μοίραζες ευφροσύνη, ανακούφιζες, άνοιγες δρόμους ελπίδας. Δεν άξιζες την βίωση της ερημιάς. Σε πενθεί σήμερα σιωπηρά ο καφές μου, αλλά στις ρεματιές η τρυγόνα θα σε θρηνεί πάντοτε βογγώντας, θα το λέει το μοιρολόι. Είσαι για τη μνήμη το χάρμα και η λύπη, η χαρμολύπη. Είσαι για το όραμα το στολισμένο δέντρο και η νίκη, η υποθήκη. Καημένη Πέπη, είσαι το «Πρέπει»!
]]>
Μακράν της πόλης, εφτά ώρες ποδαράτο, χωρίς πολιτισμό και με τους λύκους να σε κοιτάνε σαν χίτες να σε κατασπαράξουν. Θεονήστικος, άφραγκος, το χρόνο μου σπαταλούσα στο αδελφάτο των χαρτοπαικτών, μαζί τους άκουγα το ίδιο τραγούδι: «Ληστή μου, πιες κρασί στης ερημιάς την κρήνη κι εσύ, φονιά μου, εσύ, παντρέψου την ειρήνη».
Γλίστρησαν οι μήνες, σκυθρωπή γεροντοκόρη η Παραμονή των Χριστουγέννων μ’ ένα χαμόγελο μου ‘δειξε το δρόμο να φύγω. Πώς να φύγω; Ένας φαρισαίος καιρός είχε χιονίσει, γεφύρι δεν είχε αφήσει, τους σπίνους και τις καρδερίνες είχε ενταφιάσει, τον ουρανό είχε μαυρίσει με μονόφθαλμα γεράκια σαρκοβόρα.
Αλλιώτεψα, φοβήθηκα, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη. Όλο το άγριο μ’ έζωσε, ανάσα δεν μ’ άφηνε να πάρω. Ο νόμος της ζούγκλας μ’ έσφιγγε στο λαιμό, το κορμί μου ένιωθα να γίνεται κομμάτια, δωρεά θυσία υπέρτατη στην πατρίδα. Ένας ξενομερίτης, είχα μπατάρει από την κατάθλιψη, την οργή μου είχα κάνει καραμπίνα μακρύκανη και πυροβολούσα.
Κοκαλωμένος, κοιτούσα έξω από το τζάμι, τη λιθοβολημένη πορεία μου σκεφτόμουν, τους προϊσταμένους μου που με αλυσόδεσαν εκεί στα βράχια, φανταζόμουν ριγμένους με μια γροθιά στους ασφόδελους, από το ίδιο μου το χέρι. Χωρίς φάτνη, χωρίς Χριστό, κουφός στην ποίηση του Ρωμανού του Μελωδού, με τα παιδικά κάλαντα να πέφτουν σαν ξερά ροδοπέταλα στην πόρτα του σχολείου.
Το χλωμό της φθοράς ήρθε να μου φωτίσει ένας κοκκινολαίμης. Ηρωικός, χρωματισμένος, καλιασμένος στο κλαδί, άρχισε τις τρίλιες του, «Καλήν ημέρα άρχοντες…» τιβι τιβι και τσιου τσιου, «αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας…» τι τι τι και τι τι τι τι τσιριτρό και τσιριτρί.
Σηκώθηκα και πήγα στο χάρτη. Να δω ήθελα σε ποιο χαρτογραφημένο μέρος, Παραμονή Χριστουγέννων, φύλαγα θερμοπύλια της γνώσης. Και εντόπισα πως ήμουν στην άκρια της πατρίδας, με άδειο στομάχι, με βίον διάγοντα τσουβαλάτο, πεταμένος από τους διοικούντες ευπατρίδες όπως το χαρτοκούτι στ’ άχρηστα.
Όταν ξημέρωσε τα Χριστούγεννα ήταν μαύρα. Ο χιτλερίσκος έξω καιρός έσφαζε αθώους, εγώ έτρεμα ξυλιασμένος, η λόρδα μ’ έκοβε. Έφαγα μια μουχλιασμένη φέτα ψωμί, τσίμπησα ένα σκουληκιασμένο ζαμπόν, και κάθισα στην καρέκλα να διαβάσω τις «Μεγάλες προσδοκίες» του Ντίκενς. Προσδοκίες! Αστεία πράγματα. Για μένα προσδοκίες ήταν να λιώσει το χιόνι, να στηθεί το γεφύρι, ν’ ανοίξει ο δρόμος, να πάω στην πολιτεία, να φύγω από τους λύκους και τη βασιλεία των σφελάχτρων.
Μητρυιά πατρίδα! Όσα μελομακάρονα κι αν φάω τα φετινά Χριστούγεννα δε θα με γλυκάνουν! Όσο θα σκέφτομαι τις διακονιάρες στιγμές που μου χάρισες εκείνα τα Χριστούγεννα κι αυτές που μου προσφέρεις σήμερα, τη μασταρού μπάσταρδη ζωή μου ρουφιάνα θα βαφτίζω.
Ήρθε έλεγαν οι φήμες για να αναστήσει τη νεκρή Παράδοση που τον ενταφιασμό της είχε προκαλέσει βάναυσα η φωσφορίζουσα χλιδή και η φθορά των αξιών της παραπαίουσας και διεφθαρμένης σύγχρονης κοινωνίας. Οι ακροατές στην αρχή ήταν λίγοι, αλλά σαν περνούσε ο καιρός και η αφηγηματική ικανότητα της γριάς καταγοήτευε τους πάντες, το ακροατήριο πύκνωνε αλλά παράλληλα αυξανόταν και η καχυποψία για το σκοπό και το έργο της.
Όσο ακόμη ήταν μικρή αγαπούσε τη φιλομάθεια και την ανάγνωση μύθων. Της άρεσε πολύ όμως και να τους διηγείται, προσθέτοντας στοιχεία άκρατης φαντασίας και τρόμου. Για να θεωρηθεί έτσι από το εκκλησιαστικό και οικογενειακό της περιβάλλον «άκρως επικίνδυνη για τη διανοητική της κατάσταση» και κλείστηκε σε μοναστήρι. Κάθισε εφτά χρόνια για να αποδράσει με έντονη ροπή στη μυθοπλασία και την αγάπη της για αιμοσταγείς μύθους. Ταξίδεψε ύστερα σε πολλά μέρη, πήρε πολλά από τη σοφία των ανθρώπων τους, πρόσθεσε και τα δικά της στοιχεία τρόμου και γερασμένη σοφή πια γύρισε στο ερειπωμένο πατρικό της σπίτι για να μεταδώσει τα πολιτιστικά προϊόντα που έφερε, προσαρμοσμένα στα σημερινά δεδομένα της πνευματικής ζήτησης.
Αν και ο λόγος της τρόμαζε, όμως άρεσε. Το είχε καταλάβει και γι’ αυτό σκέφτηκε να οργανώνει εκτός από τις καθημερινές αφηγήσεις της κι άλλες ξεχωριστές, αφιερωμένες στις μεγάλες γιορτές και να προσκαλεί ακροατές. Έτσι επέλεξε να κάνει την παραμονή των Χριστουγέννων μια ειδική αφηγηματική βραδιά, αφιερωμένη στη Λαογραφία με ήρωες και πρωταγωνιστές τους καλικάντζαρους, που τόσο υπέροχα είναι συνδεδεμένοι με τους θρύλους του λαού. Έτσι έφερε από την πόλη τους καλύτερους διακοσμητές και τους έδωσε εντολές για τη διαμόρφωση της αίθουσας. Πιστοί αυτοί στις ακραίες επιθυμίες της έκαναν ότι τους είπε, χωρίς ν’ αλλάξουν τίποτα από το σχεδιασμό που τους έδωσε.
Έβαλαν έτσι το κατάμαυρο Χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα και δεξιά από το βήμα που θα μιλούσε, στολίζοντάς το ανορθόδοξα με κακόγουστα στολίδια, νεκροκεφαλών, σκελετών και ακρωτηριασμένων σωμάτων! Οι φαρδιές μοβ λουρίδες που τα βάσταζαν, έμοιαζαν με νεκρά φίδια κι έτσι περιπλεγμένα που φαίνονταν ανάμεσα στα ξεραμένα κλαδιά, έδιναν την εντύπωση πως ξεκινούσαν όλα από κάποια κρυφή φωλιά που υπήρχε στο εσωτερικό του δέντρου. Στις άκρες αυτών των εκτρωμάτων οι μικρές κίτρινες ταμπελίτσες που κρέμονταν, προκαλούσαν τις μνήμες εκείνων που τις διάβαζαν, αφού αναφέρονταν στα πιο φριχτά κι αποτρόπαια εγκλήματα που είχαν γίνει και είχαν συγκλονίσει τον κόσμο. Τέλος η παράξενη αυτή εικόνα του δέντρου ολοκληρωνόταν με το ματωμένο αστέρι που έφεγγε στην κορυφή του και σκόρπιζε το κόκκινο σαν αίμα φως του στα κατάμαυρα κλαδιά του.
Στη δεξιά πλευρά της αίθουσας ένας τεράστιος πίνακας που στην κορνίζα του είχε σκαλισμένες τέσσερις γιγαντόσωμες σαύρες, τρόμαζε αλλά κι ευχαριστούσε αυτόν που ανίχνευε από περιέργεια την ιδιόρρυθμη και σουρεαλιστική του παράσταση. Έτσι σαν το μάτι διάβαζε τη λεζάντα στο κάτω μέρος, που έγραφε με μεγάλα κεφαλαία γράμματα «τα βιβλία της Παράδοσης» έπεφτε ύστερα κατ’ ευθείαν πάνω σ’ αυτά, που έμοιαζαν σαν κουρελόχαρτα με τις σκονισμένες και αραχνιασμένες σελίδες τους. Ένα τεράστιο ύστερα πολυτελές βιβλίο με κακόγουστο εξώφυλλο τα πατούσε γερά με τα σιδερένια πόδια του, δείχνοντάς τους την πανίσχυρη θέλησή του για τον αιώνιο ενταφιασμό τους.
Από τ’ αριστερά τώρα της αίθουσας το τεράστιο πορτρέτο μιας γριάς γυναίκας, με το δικό του φριχτό τρόπο ζωγραφισμένο στον τοίχο, συμπλήρωνε την ιδιόρρυθμη αυτή διακόσμηση, αυξάνοντας ακόμη πιο πολύ την ένταση των δυσάρεστων συναισθημάτων που ένιωθε ο κάθε καλεσμένος. Τα μαλλιά της κάτασπρα και κολλημένα σαν περούκα, έπεφταν πίσω και κατέληγαν σε μικρούς ολοστρόγγυλους βοστρύχους που έμοιαζαν σαν συρμάτινα δαχτυλίδια. Οι βαθιές της ρυτίδες στο γερασμένο πρόσωπό της σου έδιναν την εντύπωση πως έβλεπες ένα ξεφτισμένο παλιόρουχο, ενώ τα ολοστρόγγυλα μικρά ματογυάλια της που κατέβαιναν ως τη γαμψή κι άσχημη μύτη της, θύμιζαν τη στρίγγλα και κακή μάγισσα των παραμυθιών. Στόμα και πηγούνι τέλος, δεν ξεχώριζαν κι έδειχναν πως κάποια ανίατη και φοβερή αρρώστια τα κατάτρωγε.
* * *
Η αφηγηματική αυτή ακρόαση της γριάς που θα γινόταν και φέτος τη μέρα της παραμονής των Χριστουγέννων, ανησύχησε τον Έπαρχο που έβλεπε το περιεχόμενό της γεμάτο ύποπτα δαιμόνια, επικίνδυνα για τη δημόσια ζωή της επαρχίας του και για την ψυχική υγεία των κατοίκων της. Και τούτο γιατί, οι καταγγελίες έρχονταν η μία μετά την άλλη στο γραφείο του και μιλούσαν για πτώχευση της αγοράς, αδυναμία καταβολής των φόρων κι έλλειψη ενδιαφέροντος για δουλειά και προκοπή του πληθυσμού, αφού η παμπόνηρη γριά, είχε καταφέρει να τον μαζεύει στο σπίτι της και να τον υπνωτίζει με τις σαπουνόπερες της αφήγησής της! «Η αγορά είναι νεκρή, τα μαγαζιά δεν πουλάνε και οι καταστηματάρχες είναι χρεωμένοι και σε απόγνωση» του είπε στην τελευταία τους συνάντηση ο εκπρόσωπος των καταστηματαρχών και του άφησε να εννοηθεί πως ετοίμαζαν κάποια ύποπτη κίνηση. Έτσι ο Έπαρχος κάλεσε τους εκπροσώπους όλων των φορέων της επαρχίας στο επαρχιακό μέγαρο για να συζητήσουν και να πάρουν αποφάσεις στο θέμα που προέκυψε με τις αφηγήσεις της γριάς.
Πρώτος μίλησε ο Έπαρχος και με έντονη την ανησυχία του στα μάτια για το μέγεθος του κινδύνου που έκρυβαν οι αφηγήσεις της, είπε με λίγα λόγια: «Η επαρχία μας, κύριοι, βάλλεται τούτες τις άγιες μέρες από το δαίμονα της Κολάσεως που μεταμορφώθηκε σε εκφραστή της Θείας Παράδοσης και με τις ανεκδιήγητες αφηγήσεις της από θρύλους και μύθους του λαού μας, προσπαθεί να ευνουχίσει το Πνεύμα του και να το εθίσει σε νέα μοντέλα ακρόασης και διαστροφής του Λόγου, που μόνο από Σατανιστές μπορούν να πηγάζουν. Θεματοφύλακες τόσο εγώ όσο κι εσείς της κληρονομιάς των προγόνων μας, σας καλώ να αντισταθούμε σύσσωμοι σ’ αυτήν την πρόκληση και να σταματήσουμε τον κατήφορο που μας οδηγούν οι παράφορες διηγήσεις της κολασμένης γριάς γυναίκας». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Θα παρακαλέσω έναν γενναίο από σας, να την επισκεφτεί το βράδυ της παραμονής και να της ανακοινώσει την απόφασή μας, που λέει, να σταματήσει αμέσως τις κακόγουστες διηγήσεις της».
Τη σιωπή που ακολούθησε για λίγο, τη διέκοψε η παρέμβαση του γραμματέα του, σκληρού κι ασυμβίβαστου, που κι άλλες φορές είχε δείξει την αφοσίωσή του στον Έπαρχο και του είχε διεκπεραιώσει δύσκολες αποστολές. Έτσι του ζήτησε να είναι αυτός που θα επισκεπτόταν τη γριά και θα της ανακοίνωνε την απόφαση. Σαν πήρε και τις τελευταίες συμβουλές του Έπαρχου, η συνεδρίαση διαλύθηκε με την ευχή όλων για μια καλή και αποτελεσματική διαιτησία.
* * *
Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων η γριά καταπονημένη από την αφηγηματική δραστηριότητα της μέρας, κάθισε κοντά στο αναμμένο τζάκι και ξάπλωσε στο μικρό ράντζο που υπήρχε πάντα εκεί για να ξεκουραστεί. Έξω φυσούσε δυνατά, ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα και το χιόνι έπεφτε πυκνό, θάβοντάς τα όλα κάτω από το ολόλευκο σεντόνι του. Η γριά έδειχνε να απολαμβάνει την άγρια νύχτα γιατί σαν άκουγε τη βουή του ανέμου που λυσσομανούσε στα παράθυρα, σήκωνε το κεφάλι της και γελούσε χαρούμενη. Κι ακόμη όταν κάποιες νιφάδες του χιονιού έμπαιναν μέσα απ’ την καπνοδόχο κι έκαναν τις φλόγες της φωτιάς να τρεμοσβήνουν, έλεγε ζωηρά: «Κακιά νύχτα και η αποψινή! Ποιος ξέρει τι δαίμονες να κουβαλά στο σακί της!».
* * *
Ο γραμματέας του Έπαρχου, στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα και πριν χτυπήσει, επιθεώρησε για τελευταία φορά τη στολή του κι αφού τη βρήκε τέλεια προσαρμοσμένη πάνω του, έπιασε το ρόπτρο και το χτύπησε τρεις φορές. Η γριά άκουσε τα χτυπήματα και σηκώθηκε. Έφτασε στην πόρτα, τράβηξε το σύρτη και του άνοιξε. Ο μεταμφιεσμένος γραμματέας μπήκε μέσα και πλησίασε στο τζάκι. Εκεί πήγε και στάθηκε κοντά στο βορινό τοίχο, με τα νώτα του στραμμένα σε μια έξοδο που οδηγούσε έξω στο χείμαρρο. Η γριά έκλεισε την πόρτα και σαν τον πλησίασε, τον κοίταξε για λίγο με θαυμασμό και απορία μαζί και χωρίς να δείξει τον παραμικρό φόβο, έσκασε στα γέλια και τον ρώτησε με την τραχιά φωνή της: «Ένας καλικάντζαρος νυχτιάτικα στο σπίτι μου! Τι να θέλει άραγε;».
Αμέσως εκείνη τη στιγμή ο μεταμφιεσμένος, έβγαλε από την τσέπη της στολής του ένα χαρτί με μια μεγάλη μαύρη σφραγίδα στο κάτω μέρος κι άπλωσε το χέρι του να της το δώσει. Σαν άπλωσε η γυναίκα και το δικό της χέρι να το πάρει κι έσμιξε με το δικό του, τινάχτηκε πέρα γιατί ένιωσε τα νύχια του να της σχίζουν το δέρμα και να τρέχει το αίμα στην παλάμη της ακατάσχετα. «Τι θες, τέλος πάντων τέρας, από μένα;» του φώναξε κι άφησε το χαρτί να πέσει κάτω. Έβαλε ένα μακρόσυρτο γέλιο ο καλικάντζαρος και της αποκρίθηκε με σκληρή σαν το ατσάλι φωνή του: «Να σταματήσεις, τις διηγήσει!». «Γιατί; Ποιος τις φοβάται;» τον ρώτησε νευριασμένη η γριά και πλησίασε το σκαμνί που πάνω του άστραφτε η λάμα ενός εντυπωσιακού μαχαιριού. «Κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει!» συνέχισε κι έκανε ένα βήμα προς το σκαμνί. Σαν κοίταξε το μαχαίρι, πρόσθεσε: «Συνεισφέρω στην ιστορική συνέχεια της πνευματικής μας Παράδοσης κι έχω την πλήρη αποδοχή του κόσμου γι’ αυτό. Σαν έρχεται εδώ, ακούει τα ξεχασμένα παραμύθια και τους ξεχασμένους θρύλους του και ξαναγεννιέται. Χρωματίζεται ο χρόνος του και καταγράφεται στη συνείδησή του το μενεξεδί χρώμα της ελπίδας!».
Έσκυψε λίγο πάνω από το σκαμνί με το μαχαίρι και συμπλήρωσε: «Δεν κατανοώ γιατί θέλετε σ’ αυτό το οργανωμένο πνευματικό χάος που’ χετε φτιάξει να υποταχτώ κι εγώ!».
Ο μεταμφιεσμένος γραμματέας την άκουγε και σιωπούσε. Ήταν ανήσυχος και φοβισμένος κι έδειχνε να ψάχνει κάτι με τα μάτια του. Φαίνεται γρήγορα πως το βρήκε γιατί κινήθηκε με απαράμιλλη δεξιοτεχνία προς το τζάκι κι έσκυψε να πάρει το σιδερένιο φτυαράκι και να της το φέρει στο κεφάλι. Η γριά όμως διάβασε τη σκέψη του, τον πρόλαβε κι άρπαξε το μαχαίρι απ’ το σκαμνί. Το ‘στρεψε με αποφασιστικότητα πάνω του και του φώναξε δυνατά: «Πίσω, γιατί θα πέσεις κάτω νεκρός! Πίσω!».
Ο μεταμφιεσμένος έντρομος παραπάτησε και κινήθηκε όπως του είπε, προς τα πίσω. Η γριά συνεχίζοντας να κρατά το μαχαίρι στο ύψος του προσώπου του, τον ανάγκασε να περάσει ένα στενό διάδρομο βγάζοντάς τον έξω, στη βορινή πλευρά του σπιτιού. Εκεί τον διέταξε ν’ ανεβεί την ξύλινη γέφυρα του μικρού χειμάρρου που ένωνε το σπίτι με την απέναντι μεριά. Στη μέση της γέφυρας ο μεταμφιεσμένος δείλιασε να προχωρήσει μέσα στο πυκνό σκοτάδι και σταμάτησε.
Πλησίασε ύστερα τα ξύλινα προστατευτικά κάγκελα της γέφυρας κι αφού στηρίχτηκε σ’ αυτά με τα νώτα, προσπάθησε με μια δυνατή κλωτσιά ν’ αποσπάσει το μαχαίρι απ’ το χέρι της γριάς. Το πόδι του βρήκε την άκρη της λάμας, αλλά το σφιχτό κράτημα της γριάς, δεν του έδωσε τη χαρά της απόσπασης. Και σαν να μην του έφτανε αυτή του η αποτυχία, άλλη μία δυστυχώς που του ήρθε απροσδόκητα, τον έκανε να χάσει τη ζωή του. Τα σάπια κάγκελα, δεν άντεξαν την μεγάλη πίεση που τους ασκήθηκαν με το σώμα του σαν έδωσε την κλωτσιά κι έσπασαν! Ανήμπορος πια να κάνει οτιδήποτε για να σωθεί ο μεταμφιεσμένος καλικάντζαρος της Άγιας Νύχτας, έπεσε με πάταγο στο χείμαρρο και παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του!
«Ουφ! το δαίμονα! Τον ξεφορτώθηκα το μασκαρά!» μουρμούρισε τρομοκρατημένη κι ανακουφισμένη μαζί η γριά κι έκανε το πρώτο της βήμα για να μπει στο σπίτι.
]]>Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Έτσι σαν πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει από το σοκ που πέρασε, άφησε πίσω του τη ρουλέτα και τους παίχτες της και σαν μανιακός κατευθύνθηκε στο μπαρ του καζίνου.
«Και το μόνο που μπορώ να θυμηθώ» σιγοψιθύρισε σαν κάθισε «είναι ότι στην αρχή και για μια ώρα, μάζευα χιλιάδες ευρώ, έχοντας την τύχη μαζί μου και στο τέλος μέσα σε τρία λεπτά, έπαθα καταστροφή! Αν το μαύρο… Αν το μαύρο λέω, ξανάβγαινε δε θα ήμουν έτσι τώρα! Και το κόκκινο; Είχε αργήσει να βγει… Έπρεπε να το προσέξω… Αχ, αυτά τα καπρίτσια της τύχης, κανείς δεν μπορεί να τα προβλέψει…»
Έκανε ύστερα μια κουρασμένη κίνηση με το χέρι του και δείχνοντας στο γκαρσόνι ένα από τα μπουκάλια με το ουίσκι του ζήτησε ένα ποτήρι.
«Τι να ‘κανα; Δέκα τρεις φορές είχε έρθει το μαύρο, έπρεπε να το προτιμήσω» ψιθύρισε μετά από λίγο κι έφερε το ποτήρι στα χείλη. «Πρώτη μου φορά, έπαιζα; Αλλά και με τους αριθμούς δεν τα πήγα καλά! Σ’ αυτούς που επέμενα, τους άφηνα που και που και ποντάριζα στην τύχη σ’ άλλους. Πρέπει να ήμουν πολύ αφηρημένος, πολύ…»
Η είσοδος όμως της νέας γυναίκας που μπήκε εκείνη τη στιγμή στο μπαρ και διέγραψε με το εντυπωσιακό σώμα της ένα ημικύκλιο στο διπλανό τραπέζι τον έβγαλε απ’ τις βασανιστικές του σκέψεις και τον έβαλε στην πραγματικότητα που παρουσιαζόταν μπροστά του.
Έτσι θωρώντας σπουδαία τη στιγμή αυτή, μονολόγησε σιγανά: «Φαίνεται, σπουδαία γυναίκα! Θα μου την έστειλε ο Θεός του κέρδους Ερμής για συμπαράσταση στην αποψινή μου οικονομική αποτυχία! Ας φανώ φιλικός μαζί της κι ας της ζητήσω μια σοβαρή προσέγγιση με τον προσήκοντα σεβασμό που της αξίζει!» και με μια ασυνήθιστη τρυφερότητα, σηκώθηκε απ’ τη θέση του και αφού υποκλίθηκε σαν την πλησίασε μ’ ένα μεγάλο βήμα, της είπε με εγκαρδιότητα στη φωνή του: «Σε βρίσκω πολύ ευχάριστη! Θα ‘θελες να καθίσεις μαζί μου και να τα πούμε, πίνοντας ένα ποτό;»
Η γυναίκα ξαφνιάστηκε αλλά δεν πτοήθηκε. Απλά ζάρωσε τα φρύδια και τον κοίταξε με μεγάλη ευγένεια κι αβρότητα. Και αφού άνοιξε ανεπαίσθητα τα σαρκώδη χείλη της, του ψιθύρισε: «Πόσο γοητευμένη είμαι που σε συναντώ!»
«Πώς είπες;» της ψιθύρισε απορημένος και την κοίταξε με υπερβολική ζωντάνια. «Αυτό, που άκουσες!» του επανέλαβε τρυφερά εκείνη και ακουμπώντας τη δερμάτινη τσάντα της πάνω στο τραπέζι, κάθισε κοντά του.
«Η αλήθεια είναι πως στο πρόσωπό σου, βλέπω μια χαριτωμένη γυναίκα» συμπλήρωσε με λίγο τρακ εκείνος «αλλά πριν δεχτώ ν’ ασχοληθώ με την σπουδαιότητά σου θα ήθελα να σε ρωτήσω: με γνωρίζεις;»
Τον κοίταξε με αγωνία και η αλλαγή της στην έκφραση των ματιών της, τον γέμισε ικανοποίηση. Έτσι με μια ευχάριστη διάθεση και προφορά του είπε: «Καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι της ρουλέτας αλλά η παθιασμένη σου επιθυμία στο κέρδος, προκαθόρισε φαίνεται την άγνοιά σου για μένα! Έτσι ούτε με είδες, αλλά και ούτε κάποιο έστω και ανεπαίσθητο χαμόγελό σου δε μου τάραξε το αναπόφευκτο ενδιαφέρον μου, για σένα! Εσύ εκείνη τη στιγμή το μόνο που σκεφτόσουν ήταν πως θα πάρεις τα λεφτά… Ενώ εγώ…»
«Ενώ εσύ, τι;»
«Ενώ, εγώ σε παρακολουθούσα και σε θαύμαζα!» Η φωνή της ήταν τόσο συγκινημένη και χλιαρή που μόλις ακούστηκε.
Ο άντρας άπλωσε τα δυο του χέρια πάνω στο τραπέζι και φανερά ερεθισμένος φώναξε με ανοιχτό το στόμα: «Μια στιγμή! Μια στιγμή! Θες να πεις πως εγώ δεν ενδιαφέρθηκα για το θαυμασμό σου;»
«Αφού ούτε καν με είδες;»
«Και θαυμάζοντάς με θα πρόσεξες θαρρώ και την καταστροφή μου!»
«Ναι! Τα ‘χασες όλα! Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν το περίμενα ποτέ! Αλλά δυστυχώς έγινε!»
«Γιατί δεν το περίμενες;»
«Ως εκείνη την ώρα έπαιζες καλά! Δεν είχες ατυχίες και η τύχη ήταν μαζί σου. Το μαύρο ήταν το γούρι σου και σου ‘δωκε πολλά λεφτά. Στο τέλος όμως η τύχη σ’ άφησε και τα ‘χασες όλα! Το παιχνίδι θέλει τύχη. Μην ξεχνάς πως κι εγώ καταστράφηκα!»
<<Χα!» έκανε με το πρόσωπό του κόκκινο από την αγωνία ο άντρας. «Πες μου, πώς; πόσα; Το μαύρο σ’ έφαγε κι εσένα;»
«Ναι, το μαύρο που έφαγε και εσένα. Πήρε μια καλύτερη θέση, και συνέχισε: «Σαν έφυγες, πήγαιναν όλα καλά κι ωραία. Είχα μαζέψει σαράντα χιλιάδες ευρώ που μου τα ‘δωσε δυο φορές το δεκατρία και υποσχέθηκα να ποντάρω πάλι σ’ αυτό αφού με πήγαινε τόσο καλά. Δεν ξέρω όμως πως, μια βλακώδη σκέψη μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη και να επιλέξω το κόκκινο! Έβαλα είκοσι χιλιάδες και τα ‘χασα με την πιο σκληρή χυδαιότητα της τύχης. Και το λέω γιατί και το κόκκινο ως εκείνη τη στιγμή έβγαινε συνέχεια. Μένοντας με είκοσι χιλιάδες ευρώ, σκέφτηκα να τα παίξω και πάλι στο δεκατρία, πέντε, πέντε χιλιάδες, ώστε να ‘χω περισσότερες πιθανότητες να μου βγει, αλλά δυστυχώς η αρπακτική αίσθηση της τύχης πως το μαύρο μου είχε δώσει ως εκείνη τη στιγμή πολλά, μ’ έκανε ν’ αλλάξω και πάλι γνώμη και να ποντάρω σ’ αυτό όλες τις είκοσι χιλιάδες μία κι έξω! «Κόκκινο!» φώναξε ο κρουπιέρης κι εγώ σχεδόν λιποθύμησα. Και μέσα στη ζωντανεμένη μου αίσθηση πως είχα μείνει ταπί, αποφάσισα κουβαλώντας όλη τη φρίκη της οικονομικής μου γύμνιας εκείνης της στιγμής, να φύγω. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω!»
Ο άντρας σταύρωσε τα χέρια και κοιτάζοντάς την κατάματα, της είπε με μια κατεργάρικη συμπεριφορά: «Αυτή η νύχτα δε μας πάει καθόλου. Θα μπορούσαμε όμως να την κάνουμε πιο χαρούμενη και πιο γιορταστική… φυσικά αν το θες κι εσύ…»
Η γυναίκα του ‘ριξε μια κλεφτή ματιά κι άφησε τα μάτια της να πλανηθούν πάνω του, δείχνοντάς του πως της άρεσε πολύ η πρότασή του. Έτσι αφού ένιωσε μέσα της μια συγκρατημένη ευφορία, είπε στον άγνωστο και φιλικό άντρα που είχε μπροστά της: «Σε παρακαλώ μη μου μιλάς με γρίφους. Πες ότι θες με ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια κι εγώ να είσαι σίγουρος πως θα το κρίνω με επιείκεια! Δεν μπορώ να σκεφτώ πως θες να με παρασύρεις χωρίς τη θέλησή μου σε κάποιο μέρος βυθισμένο στο ημίφως!»
O άντρας γέλασε και με πολλή θέρμη στα λόγια του, άρχισε να διηγείται: «Η νύχτα είναι όμορφη απόψε γιατί έχει πανσέληνο. Σου ζητώ λοιπόν να κάνουμε έναν περίπατο στην ακτή της Αγίας Κυριακής και να δούμε την παλίρροια και την άμπωτη. Ύστερα σαν η παραλία θα κρατήσει στην αγκαλιά της κάποιο μαργαριτάρι που θ’ αφήσει η κατεβασμένη στάθμη των νερών να το συλλέξουμε! Η αξία του ξέρεις είναι πολύ μεγάλη και σαν το πουλήσουμε θα βγάλουμε τα χαμένα!»
Η γυναίκα φάνηκε να χάρηκε, αλλά έδειξε και κάποια δυσπιστία. «Παρακαλώ να μη μου σερβίρεις τέτοια ψέματα, δεν είμαι παιδί!» του είπε σιγανά κι έδειξε να τον κοιτάζει με φοβισμένο βλέμμα.
Ο άντρας όμως επέμενε: «Είναι μαργαριτάρια, σφαιρικά σαν βότσαλα, αλλά λευκά κι άλλα ρόδινα που τα μαζεύουν ή τα αλιεύουν βουτηχτές ή ψαράδες και θησαυρίζουν σαν τα πουλούν. Αν πετύχουμε και κάποια σπάνια που έχουν έντονο ιριδισμό και λάμψη, μπορεί και να γίνουμε πάμπλουτοι».
«Μα τι λες, τώρα;» του είπε με μια ανήσυχη ματιά και κοίταξε μ’ ενδιαφέρον την όμορφη και χαριτωμένη όψη του που έλαμπε μέσα στο ανοιχτό καφέ κουστούμι του.
«Πάμε!» της ψιθύρισε τότε με έναν ελαφρύ αναστεναγμό και της έδειξε την πολυτελέστατη κομπρέσσο που ήταν παρκαρισμένη έξω από την τζαμόπορτα και άστραφτε. «Είναι δική μου κι έχω την υποχρέωση να σε πάω και να σε φέρω ασφαλή» συμπλήρωσε ύστερα και με μια παιδιάστικη ειλικρίνεια της έσφιξε το χέρι.
«Δεν μπορώ να σου το αρνηθώ!» του είπε με αυστηρότητα στη φωνή της και σηκώθηκε.
Σε λίγο η κομπρέσσο κυλούσε ανάλαφρη στον επαρχιακό δρόμο που κατέληγε στην ακτή της Αγίας Κυριακής, με το ζευγάρι να καπνίζει και να κουβεντιάζει σε γιορταστική ατμόσφαιρα.
«Κοίτα!» του ψιθύρισε κάποια στιγμή η γυναίκα συνεπαρμένη απ’ την ομορφιά του φεγγαριού, που τους ακολουθούσε όση ώρα ταξίδευαν «πόσο φωτεινό είναι και πόσο μεγαλόπρεπο φαίνεται καθισμένο στο μαργαριταρένιο άρμα του. Και το φως του; Πόση μαγεία κρύβει;»
Ο άντρας έστρεψε το κεφάλι του αριστερά και μ’ ένα λοξό βλέμμα κόλλησε για λίγο τα μάτια του, πρώτα στον ουρανό και ύστερα στη γη. Κι αφού τα βρήκε όλα υπέροχα, είπε με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του: «Δεν ξέρω πως, αλλά θυμήθηκα λίγους στίχους του Καρυωτάκη. Με όλο μου το σεβασμό που τρέφω προς τον ποιητή, θα μπορούσα να σου τους αφιερώσω;»
Η γυναίκα γέλασε, του έσφιξε το χέρι και είπε:. «Ας τους ακούσουμε, λοιπόν! Θα έχουν ενδιαφέρον στην κατάσταση που βρισκόμαστε!»
Ήρεμα τότε εκείνος και μ’ ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, απάγγειλε: < < … και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες, τη νύχτα την αστρόφεγγη, που θα ‘πρεπε η αγάπη να την έπινε και παίζουν οι λατέρνες>>.
«Ωω!» του έκανε τότε αυτή, ενθουσιασμένη. «Μιλάει για αγάπη! Εγώ όμως έτσι σφηνωμένη που είμαι ανάμεσα στο κάθισμά μου και τη ζώνη, πώς να ανταποκριθώ, δε μου λέει;» και με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού της έγειρε πάνω του
«Και τώρα ας ρίξουμε μια ματιά στη φεγγαρόλουστη θάλασσα!» της είπε σε λίγο ο άντρας σαν ένιωσε μια υπερδιέγερση στο σώμα του από τη ζεστασιά του κορμιού της και μ’ ένα ανεπαίσθητο φρενάρισμα σταμάτησε το αυτοκίνητο κι έσβησε τη μηχανή του. «Εδώ» συμπλήρωσε αμέσως, «θα δούμε την παλίρροια και θα μαζέψουμε τα στρογγυλά της μαργαριτάρια».
Εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς τη θάλασσα κι αφού την παρατήρησε για λίγο και φάνηκε να ένιωσε σαν μικρό παιδί που του χαρίζεις τον κόσμο ολόκληρο, του είπε με μια δυσπιστία που διαγράφηκε και κινήθηκε πέρα δώθε στο πρόσωπό της: «Δε βλέπω καμιά παλίρροια και καμιά άμπωτη! Μήπως έπεσες έξω;»
»Μπα;» της έκανε εκείνος και μια ανησυχία φάνηκε να διαπέρασε τα φωτεινά του μάτια. «Συμβαίνει που και που να έχει κάποια καθυστέρηση κι αυτό οφείλεται όταν τα υπόγεια ρεύματα συναντιούνται με τα αντίθετα και εμποδίζουν την έξοδό τους στην ακτή. Κι αυτό συμβαίνει σαν λείπει από την πανσέληνο μια μέρα για να ολοκληρώσει τον κύκλο της. Γιατί τότε το τρελό πέρασμα των νερών μέσα από τους υπόγειους αγωγούς διέλευσης, χάνουν την ισχύ τους κι αποδυναμώνονται. Έτσι καθυστερούν ώσπου να επανακτήσουν τη δύναμή που χρειάζονται για να τα σπρώξει με ορμή έξω».
Κοίταξε τη γυναίκα με μια απλανή ματιά και σαν την είδε σκεφτική, συμπλήρωσε για να μη δώσει την εντύπωση πως υπερέβαλε: «Καμιά φορά όμως έχω την εντύπωση πως μας δουλεύει η φύση! Έτσι μπορεί κι απόψε να μη δούμε ούτε παλίρροια ούτε άμπωτη!»
Η γυναίκα εννόησε τον υπαινιγμό του και με μια ερεθισμένη έκφραση του είπε: «Μου είπες ψέματα! Το ξέρω! Ωστόσο νιώθω ένα ήρεμο ενθουσιασμό για την επινόησή σου να με παγιδεύσεις!» και με το πρόσωπό της φωτισμένο από χαρά τον αγκάλιασε με ευλαβική λατρεία.
Ο άντρας πάτησε ένα κουμπί και τα δυο καθίσματα, έπεσαν πίσω, παίρνοντας το σχήμα του κρεβατιού. Η γυναίκα βρέθηκε αμέσως ξαπλωμένη και βουτηγμένη θαρρείς στην ομορφιά του ονείρου. Κι αμέσως ανατρίχιασε γιατί αισθάνθηκε το χέρι του άντρα ανάμεσα στα ρούχα της να της χαϊδεύει το κορμί. Κι αφού ξεπέρασε ένα μικρό φόβο αφέθηκε ύστερα χωρίς αντίσταση στην επιδεξιότητα του άντρα που με μια τρυφερή απαλότητα άρχισε να την ξεντύνει. Κι ως το έκανε και βρέθηκε ολόγυμνη, πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της και την ανάγκασε με μια χαλαρή κίνηση του ποδιού του ν’ ανοίξει τους γλουτούς της και να εισχωρήσει μέσα της. Και αμέσως αφού έγινε αυτό η τέλεια γαλήνη απλώθηκε και στα δυο σώματα που τα κράτησε για αρκετή ώρα σφιχταγκαλιασμένα.
Σαν ηρέμησαν, πρώτη η γυναίκα μίλησε για να του πει με μια γοητευτική έκφραση τρυφερότητας στα λόγια της: «Είναι ανεκτίμητο αυτό που μου προσέφερες! Δεν το περίμενα έτσι!» και γελώντας ρίχτηκε και πάλι στην αγκαλιά του.
Ο άντρας τη φίλησε με θέρμη στα χείλη και της ψιθύρισε εύθυμα κι αβίαστα: «Στην αλαζονική συμπεριφορά της ρουλέτας τα χρωστάμε όλα! Χωρίς αυτή τα συναισθήματά μας τώρα θα ήταν πολύ διαφορετικά!»
Και σαν την κοίταξε με μια σπινθηροβόλα ματιά έσκυψε και της έκλεισε το στόμα μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο ευτυχίας.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
]]>
Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Αλλά όμως αυτά αποδείχτηκαν ψέματα αφού ζούσε και βασίλευε όπως το ήθελαν οι καινούριες φήμες στο εργαστήριό του στην «κοιλάδα του θανάτου» και πειραματιζόταν στη μετάλλαξη ζώων σε νέες ανθρώπινες μορφές που τις ήθελε απαλλαγμένες από τα άγρια ένστιχτά τους και προσαρμοσμένες σε μια και μόνο κυρίαρχη συμπεριφορά, αυτή του πειθήνιου και άβουλου οργάνου. Στα πειράματα που έκανε, με ποντίκια όσο ακόμη ήταν στο Τσερνομπίλ, που είχαν προσβληθεί από ραδιενέργεια, διαπίστωσε με τρόμο και φρίκη μια καινούρια μεταλλαγμένη ζωή που ο ίδιος την είχε βαπτίσει» μεταλλακτική τερατογέννηση ανθρώπινης μορφής».
Από τότε που ο δόκτορας Γουόλς πάτησε το πόδι του στο σπίτι του στην «κοιλάδα του θανάτου» και οι φήμες τον ήθελαν» δημιουργό ανθρωπίνων τεράτων» η πόλη είχε αναστατωθεί και ο φόβος με την αγωνία κυρίεψαν τους κατοίκους της, που, απεγνωσμένα ζητούσαν να μάθουν πιο πολλά για το μυστηριώδη επισκέπτη που τους χάλασε τη ζωή και τους έκανε να ζουν μαζί με εφιάλτες. Κι εκεί που η σύγχυση γύρω από τις δραστηριότητες του δόκτορα μεγάλωνε, μια πληροφορία που ήρθε από το Εργαστήριο του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας του νοσοκομείου της πόλης, σκόρπισε νέο πανικό στους κατοίκους της κάνοντας πια τη ζωή τους πραγματική Κόλαση. Η πληροφορία αυτή έλεγε πως εκεί εργαζόταν μια νέα γυναίκα, φίλη και συνεργάτιδα του δόκτορα που συζούσαν και την είχε φέρει από τη μακρινή Ουκρανία. Την χαρακτήριζε ενδοστρέφεια, έλλειψη επικοινωνίας και ιδιόρρυθμη συμπεριφορά. Τελευταία δε, αντιμετώπιζε και προβλήματα υγείας αφού ένα κόκκινο έκζεμα που είχε πετάξει στο αριστερό της μάγουλο την ταλαιπωρούσε αφάνταστα κι όλα έδειχναν πως έτσι που είχε αφορμίσει τόσο επικίνδυνα γρήγορα θα της απλωνόταν σε όλο το μάγουλο. Η ίδια απόφευγε να μιλά για τη ζωή της και σε κανέναν δεν είχε αναφέρει τη σχέση της με το δόκτορα Γουόλς. Μια σχέση χαλαρή από τότε που διαφώνησε μαζί του για τις μεταλλάξεις του, βλέποντας με δέος και φρίκη τα ανθρωποειδή του. Γι’ αυτό τώρα πειραματιζόταν σ’ ένα μεταλλαγμένο σκίουρο προσπαθώντας να τον επαναφέρει στη φυσική του μορφή. Είχε βρει το κατάλληλο ένζυμο, το είχε δοκιμάσει στο δύστυχο ζώο και περίμενε τα αποτελέσματά του. Ο σκίουρος εφτά μέρες από τότε που ο δόκτορας έβαλε στο αίμα του το ένζυμο της μετάλλαξης, άρχισε να μεταμορφώνεται παράξενα, αργά μεν αλλά σταθερά, δείχνοντας έτσι πως η πλήρη μετάλλαξη θα ολοκληρωνόταν σύντομα αν κάποιος ισχυρός παράγοντας που θα δρούσε σαν αντίδοτο δεν τη σταματούσε. Έτσι το ανθρωποειδές που θα εμφανιζόταν δε θα ήταν τίποτα άλλο παρά ένας τερατογεννημένος οργανισμός που θα σκόρπιζε χωρίς αμφιβολίες τον τρόμο και τη φρίκη.
Η μετάλλαξη είχε αρχίσει να διακρίνεται πρώτα στο κεφάλι και το πρόσωπο. Το κεφάλι διογκωνόταν από μέρα σε μέρα, ενώ το τρίχωμά του που παράλληλα έπεφτε, αντικαθίστατο από ένα άλλο πυκνό και ακανθώδες που μύριζε άσχημα κι έδειχνε λιπαρό και υγρό. Η μουσούδα του χανόταν σιγά -σιγά αφήνοντας να ξεχωρίζουν αδρά αλλά φανερά τα άγρια κι ακατέργαστα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που η θέα τους προξενούσε δυσάρεστα κι επώδυνα συναισθήματα. Ύστερα ερχόταν το κίτρινο χρώμα στο πληγιασμένο πρόσωπο να το κάνει πιο απαίσιο και φριχτό. Κι αν πρόσθετες και τα δυο του πυρακτωμένα μάτια που φάνταζαν σαν ιοβόλες εστίες βυθισμένες στις κόγχες τους, συμπέραινες εύκολα τον τρόμο που επαγγελόταν η μεταλλακτική μέθοδος του δόκτορα Γουόλς.
Βλέποντας όλη αυτή την αδίστακτη κι εγκληματική συναίνεση στην τερατογενή εξέλιξη των ειδών του δόκτορα, η γυναίκα αυτή, αναρωτιόταν για το μέγεθος της απειλής που απειλούσε την ανθρωπότητα, ενώ δεν παρέβλεπε και την πλήρη απορύθμιση που θα εσυντελείτο στις σχέσεις και τη λειτουργία των έμβιων όντων. Γι’ αυτό ανήσυχη, έκανε ότι μπορούσε για να σταματήσει αυτόν τον εφιάλτη της μετάλλαξης κι επέμενε στο πιο κρίσιμο σημείο της μεταλλαγής να τη σταματήσει, δίνοντας έτσι κι ένα δυνατό ράπισμα στην αλλόφρονη σκέψη του δόκτορα Γουόλς, εκτοπίζοντάς τον ανεπιτρεπτί από το κακόγουστο εγχείρημά του, με τη δική της υγιή θέληση και δύναμη.
Ένα βράδυ παρέτεινε την εργασία της κι έμεινε ως αργά στο εργαστήριό της να συνεχίσει την έρευνά της πάνω στη διακοπή της μεταλλακτικής δραστηριότητας. Κι εκεί που σκυμμένη είχε απορροφηθεί στις μελέτες και στα αποτελέσματα ενός πειράματος, μια σκιά που πέρασε μπρος από το παράθυρο την έκανε να τρομάξει και να δείξει ανήσυχη. Φοβισμένη άφησε τη δουλειά της και σηκώθηκε, πλησιάζοντας με βήμα αργό στο παράθυρο. Τράβηξε την άκρη της κουρτίνας και με κάθε επιφύλαξη, κοίταξε έξω. Το πυκνό χειμωνιάτικο σκοτάδι σκέπαζε ανελέητα τα διάσπαρτα μικρά θεραπευτήρια που πολλά απ’ αυτά τα πιο μακρινά με το λιγοστό φως της ηλεκτροδότησης που τα φώτιζε, έπαιρναν πότε κωμικές και πότε τραγικές μεταμορφώσεις. Τα λιγοστά γυμνά δέντρα στις άκρες των κτιρίων, δαρμένα λυσσαλέα από τη μανία της καταστροφής του αέρα, έμοιαζαν θα ‘λεγε κανείς με πιστά αντίγραφα από δυστυχισμένες ανθρώπινες φιγούρες. Τότε η γυναίκα με μια γρήγορη κίνηση δυσφορίας για ότι έβλεπε, έδιωξε τα μάτια της από τον έξω κόσμο και τα ‘στρεψε στη φωλιά του σκίουρου. Το καημένο το ζώο, λες και συναισθάνθηκε το φόβο της, σύρθηκε λίγο προς το μέρος της, θεωρώντας το πολύ σημαντικό φαίνεται να δείξει εκείνη τη δύσκολη στιγμή που περνούσε η ευεργέτης του τη συμπαράστασή του. Και καθώς η γυναίκα το κοίταζε με αγάπη και στοργή, ένιωσε πάλι την παρουσία τής σκιάς να περνά έξω από το παράθυρο.
Στράφηκε τότε και κοιτάζοντας με έντονη την προσοχή της όσο της επέτρεπε κιόλας το σκοτάδι, μπόρεσε και διέκρινε μια ανθρώπινη μορφή λίγα μέτρα μόνο από το εργαστήριό της. Κόλλησε τότε το πρόσωπό της στο τζάμι και κοίταξε με περισσότερο ενδιαφέρον το νυχτερινό επισκέπτη αλλά και με μεγάλη περιέργεια και επιμονή. Σαν την πρόσεξε κι εκείνος, σήκωσε το ραβδί του και της έκανε νεύμα ν’ ανοίξει το παράθυρο. Δε δίστασε κι εκείνη να υπακούσει κι αμέσως σύροντας το σύρτη το άνοιξε και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τότε κατάλαβε η γυναίκα από την κομψή κι εντυπωσιακή εμφάνιση του άντρα πως επρόκειτο για σημαίνον πρόσωπο κι αναρωτήθηκε αν το είχε ξαναδεί. Πριν προλάβει όμως να βασανίσει κι άλλο τη σκέψη της, ακούστηκε η βραχνή φωνή του επισκέπτη που της είπε με τόνο συγκαταβατικό: «Είμαι ο δήμαρχος της πόλης και θέλω κάτι σημαντικό να κουβεντιάσουμε!» Τον κοίταξε για λίγο με δυσπιστία η γυναίκα και του αποκρίθηκε με φωνή που ‘δειχνε ταραχή:» Δε σε ξέρω και μου λες να σου ανοίξω ! Να φύγεις, γρήγορα!» Έκανε ένα βήμα ο δήμαρχος και πλησίασε. Ένα αδρό χαμόγελο φύτρωσε στα παχιά του χείλη και της ψιθύρισε: «Η ταυτότητά μου που σου αποκάλυψα σου εγγυάται πως δεν ήρθα να σε βλάψω! Οι φήμες για όσα κακά κάνει στην»κοιλάδα του θανάτου» ο δόκτορας Γουόλς, μ’ έφεραν ως εδώ! Σαν μου δώσεις τις πληροφορίες που θέλω, θα φύγω!» Έδειξε να ξαφνιάζεται η γυναίκα και τον ρώτησε με έντονη ζωηρότητα: «Και τι σχέση έχω εγώ με το δόκτορα; Αν θέλεις αυτόν όπως λες, γιατί δεν πας στο σπίτι του, στην «κοιλάδα του θανάτου» να τον συναντήσεις;» «Πρέπει να μου εμπιστευθείς κάποια πράγματα πρώτα και μετά θα τον επισκεφτώ. Η πόλη ξέρεις έχει φθάσει στα πρόθυρα της τρέλας για όσα ακούγονται πως κάνει ο δόκτορας κι οφείλω να πάρω μέτρα για να προστατέψω τους πολίτες της! Κι απ’ ότι ξέρω κι εσύ βλέπεις με καχυποψία τις μεταλλάξεις του!»
Αργά και με δισταγμό τότε η γυναίκα πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Τον άφησε με ευγένεια να περάσει μέσα και του ‘δειξε μια μαύρη σιδερένια καρέκλα να καθίσει. Η ίδια τότε στάθηκε όρθια κοντά στο παράθυρο κι αφού τράβηξε την κουρτίνα να νιώσουν ασφαλείς, τον ρώτησε με χαμηλό τόνο στη φωνή της:» Ώστε οι φήμες μιλούν για τα τέρατα που φτιάχνει ο δόκτορας Γουόλς;» Ο άρχοντας της πόλης δεν της απάντησε γιατί απορροφημένος όπως ήταν να κοιτάζει το χώρο του εργαστηρίου που τον έβρισκε κακόγουστο, φάνηκε πως δεν την άκουσε.
Η προσοχή του εστιάστηκε πρώτα στο απέναντι μέρος από εκεί που καθόταν όπου πλήθος από γυάλινα και σιδερένια όργανα χημείας και μικροβιολογίας κατάσπαρτα ή ταχτοποιημένα στα ράφια και στα τραπέζια, έδειχναν πως κάποιο πολύπλοκο πείραμα ήταν σε εξέλιξη. Κι αυτό φαινόταν να το επιβεβαίωνε και η βιτρίνα στα δεξιά που είχε φορτωμένα στα ράφια της διάφορα ταριχευμένα ζώα, όλα μεταλλαγμένα που η θέα τους τρόμαζε και τον πιο ψύχραιμο θεατή. Αηδιασμένος απ’ αυτό το θέαμα ο δήμαρχος έστρεψε τα μάτια του προς στα αριστερά μήπως δει κάτι πιο συμβατικό κι ανάλαφρο. Αλλά κι εδώ τα ίδια και χειρότερα! Μέσα σ’ ένα σιδερένιο κλουβί ο μεταλλαγμένος σκίουρος, καταφοβισμένος έτρεμε ολόκληρος. Και τότε το μάτι του επισκέπτη αποτραβήχτηκε μ’ ένα έντονο τακτ από το αποτρόπαιο αυτό θέαμα για να πέσει με τρυφερότητα πάνω στην όρθια γυναίκα. Αυτή συναισθανόμενη το φόβο και την ανησυχία του επισκέπτη της, και, για να τον απαλλάξει από τα άσχημα συναισθήματά του, τον ξαναρώτησε με φιλική διάθεση: «Ώστε οι φήμες για τα τέρατα του δόκτορα Γουόλς, σ’ έφεραν εδώ, δήμαρχε;» « Όπως σου είπα, ναι!» της αποκρίθηκε ζωηρά και με φιλική διάθεση εκείνος και την κοίταξε με συμπάθεια.» Κι αν ξέρω κάτι» συνέχισε η γυναίκα»δε νομίζεις πως έχω ηθική υποχρέωση να μη το πω;» «Ηθική υποχρέωση έχεις να το πεις, και να μιλήσεις» επέμενε και ο δήμαρχος «γιατί ο δόκτορας κάνει επώδυνες μεταλλάξεις και πρέπει να τον σταματήσουμε! Το μέγεθος του κακού που κυοφορεί όλη του η πειραματική μέθοδος της μετάλλαξης, το ξέρεις θαρρώ εσύ πολύ καλύτερα, από μένα!»
Πλησίασε τότε η γυναίκα στο πάγκο του εργαστηρίου, πήρε ένα νυστέρι από μια μεταλλική θήκη και το κράτησε σφιχτά από τη λαβή του με αρκετή κυνικότητα και δεξιοτεχνία, στρέφοντας με αρκετή προκλητικότητα την κοφτερή του κόψη προς το μέρος τού επισκέπτη. Εκείνος έδειξε να φοβήθηκε, αλλά γρήγορα η γυναίκα τον καθησύχασε, ψιθυρίζοντάς του με αυτοπεποίθηση: «Μπορούμε να τον απειλήσουμε οι δυο μας, αν το θες!»
Η ένταση και το πάθος για εκδίκηση που έδειχνε η φωνή της, επέδρασαν άσχημα στην ψυχή του και το ‘δειξε με μια δυσφορία που απλώθηκε στα μάτια του. Συνηθισμένος όμως να ξεπερνά εύκολα τέτοιες δυσάρεστες στιγμές και ξαναβρίσκοντας τη διάθεσή του σαν της αναγνώρισε κάτι καλό στην πρόθεση που έκρυβαν τα λόγια της, της είπε με οίκτο και δείχνοντας την ανησυχία του:»Η απειλή θα φέρει όμως την απειλεί! Και ποιος μπορεί να προβλέψει τα αποτελέσματά της;»
Έκανε τότε ένα βήμα προς το μέρος του η γυναίκα και σαν σταμάτησε, πάτησε γερά στα δυο της πόδια, πλησίασε ύστερα το κοφτερό νυστέρι στο δείχτη του αριστερού της χεριού και χάραξε μια μικρή πληγή. Οι δυο σταγόνες αίμα που έτρεξαν κι έβαψαν κόκκινο το δάχτυλό της, φάνηκαν να φόβισαν τον επισκέπτη της που έδειξε μ’ ένα του αδρό χαμόγελο την πλήρη υποταγή του στη γυναίκα αυτή. Και πριν καλά – καλά της το ανακοινώσει πως δέχεται να τον απειλήσουν άκουσε τη μεταλλική φωνή της να του λέει:»Φεύγω για την»κοιλάδα του θανάτου»θες να με ακολουθήσεις;»Αποφασισμένος πια να την ακολουθήσει ο επισκέπτης, σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο, κοιτάζοντας με κάποια επιφύλαξη έξω το πηχτό σκοτάδι. Ύστερα από μια μικρή σιωπή κι ενώ η γυναίκα πήγαινε προς το ξύλινο τραπέζι της ψιθύρισε χαριτολογώντας: «Μεσάνυχτα; Δε φοβάσαι;» «Τι να φοβηθώ;» του αποκρίθηκε με αποφασιστικότητα εκείνη.»Ίσα- ίσα που θα απολαύσω μια βραδινή ομορφιά μυστηρίου!»
Χαμογέλασε μ’ ένα ύφος υπεροχής και άρχισε να βάζει και να γεμίζει το σακίδιό της με τα προσωπικά της είδη. Έτσι αφού έσυρε το φερμουάρ και τα ασφάλισε, έριξε το σακίδιο στον ώμο της και τραβώντας προς την πόρτα, παρακάλεσε τον επισκέπτη της να την ακολουθήσει, λέγοντάς του σιγά –σιγά και αργά: «Έλα, πάμε! Δε σε τρώει η περιέργεια να δεις τα τέρατα του δόκτορα Γουόλς;»
* * *
Περπατούσαν δίπλα – δίπλα, τυλιγμένοι στο πηχτό σκοτάδι, γρήγορα κι αμίλητοι. Το τσουχτερό κρύο τούς ήταν ανυπόφορο και η υγρασία τούς δυσκόλευε την όραση και την αναπνοή. Η σιωπή που απλωνόταν παντού, τους μεγάλωνε το φόβο, ανεβάζοντας το συναίσθημα ανασφάλειας που ένιωθαν κατακόρυφα. Κι εκεί που φύλλο δε σάλευε, τα ξαφνικά και δυνατά ουρλιαχτά των λύκων που ξεσπούσαν ανελέητα μέσα από τα θεόρατα δέντρα, έκαναν τις καρδιές τους να χοροπηδούν και να χτυπούν σαν τρελές από το φόβο τους. Σε λίγο όμως τα βάσανά τους θα έπαιρναν τέλος αφού κοντοζύγωναν στο σπίτι του δόκτορα, έχοντας όμως να περάσουν πρώτα το γεφύρι του αφιλόξενου ποταμού που κυλούσε ορμητικά τα νερά του στις άγριες όχθες του και που εθεωρείτο ένοχος για πολλούς και μυστηριώδεις πνιγμούς. Έτσι σαν άφησαν πίσω τους το ποτάμι φάνηκε το σπίτι μπρος τους με τη βαριά του σιδερόπορτα κλειστή να τους περιμένει. Η γυναίκα τότε αφού την πλησίασε, πληκτρολόγησε τον κωδικό εισόδου στο μέρος της κλειδαριάς κι αφού την άνοιξε, πέρασαν και οι δυο μέσα, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς.
Μπήκαν σ΄ ένα μεγάλο και φαρδύ διάδρομο διακοσμημένο με νωπογραφίες που παρίσταναν άγρια σαρκοβόρα ζώα και δηλητηριώδη φίδια. Τον πέρασαν γρήγορα για να φτάσουν σ’ ένα μικρό καθιστικό με παλιές πολυθρόνες και μαύρες κουρτίνες κρεμασμένες στους τοίχους του. Αριστερά της εισόδου και στη μέση του τοίχου μια τετράγωνη οθόνη έδειχνε το δόκτορα Γουόλς, καθισμένο στην πολυθρόνα του να κρατά στα χέρια του ένα καταπράσινο φίδι και με πρωτοφανή βία να προσπαθεί να του ανοίξει το στόμα.
Απόρησε ο δήμαρχος με τις μεσονύκτιες «φιλοζωικές δραστηριότητες» του δόκτορα και ρώτησε τη γυναίκα που έδειχνε νευρικότητα και ανησυχία: «Έτσι φέρεται στα ζώα του ο δόκτορας; Πώς τον ανέχονται και δεν τον κομμάτιασαν ακόμη;» Πλησίασε κοντά στην οθόνη η γυναίκα κι αφού έδειξε με το χέρι της το δόκτορα, του είπε, έξαλλη: «Με είχε στο χέρι του το τέρας! Με εκβίασε και υπέγραψα τη συνεργασία μαζί του! Τώρα δε μου απομένει παρά να τον εκδικηθώ!»
Η εικόνα εκείνη τη στιγμή στην οθόνη άλλαξε, δείχνοντας μια ψεύτικη συμφιλίωση του δόκτορα με τα μεταλλαγμένα ζώα του. Κάτω από το βάρος του χρόνου και με εμφανή τα σημάδια της φθοράς του στο άσχημο πρόσωπό του, καθισμένος στην ίδια δερμάτινη πολυθρόνα του, πειραματιζόταν τώρα με τα ανθρωποειδή του! Όλα με φανερά τα συμπτώματα της μετάλλαξης στα σώματά τους, παραμορφωμένα και πληγιασμένα, χοροπηδούσαν γύρω του σαν τρελές μαζορέτες καθώς ο ήχος που εξέπεμπε ένας πομπός και τον χειριζόταν ο δόκτορας τους ερέθιζε τ’ αυτιά.
Απορροφημένος να κοιτάζει τον παρανοικό Γουόλς και τα πειθήνια ανθρωποειδή του, ο δήμαρχος δεν αντιλήφθηκε την απομάκρυνση της γυναίκας και συνέχισε για αρκετή ώρα μόνος του να βλέπει τα κακόγουστα πειραματόζωα. Κι εκεί που μύριες σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό του, αντιλαμβάνεται έντρομος την εικόνα ν’ αλλαζει και να διαδραματίζεται ένα θρίλερ άνευ προηγουμένου. Ένα θρίλερ που πρωταγωνιστούσε η γυναίκα και είχε σαν θύμα το δόκτορα Γουόλς. Αφήνοντας τα άγρια ένστιχτά της να εκδηλωθούν τον έπνιγε με τα δυο της χέρια και αποζητούσε πάση θυσία το θάνατό του που ήταν ζήτημα λεπτών. Η αντίσταση του δόκτορα στην αρχή ήταν λυσσαλέα, για να καμφθεί όσο περνούσε η ώρα και να υποκύψει στο μοιραίο μέσα σε ξέφρενες κραυγές υστερίας και πόνου! Και τότε όλα τα ανθρωποειδή του με ένα παραλήρημα παραλογισμού έπεσαν πάνω στο κουφάρι κι αφού το ξέσκισαν με νύχια και με δόντια σκόρπισαν ύστερα τις σάρκες του γύρω τους με πρωτοφανή αγριότητα.
Και σαν ο θάνατος βρήκε το δόκτορα και ολοκληρώθηκε ο τεμαχισμός του, αποτραβήχτηκαν όλα από το ματωμένο πεδίο του καννιβαλισμού και αποχαυνωμένα από ένα αίσθημα ικανοποίησης, περιτριγύρισαν τη φοβισμένη γυναίκα που τα αγκάλιασε και τα κοιτούσε με οίκτο και ενοχή μαζί.
]]>ΤΗΝ ΑΣΚΕΨΙΑ, τον κυνισμό, τον αμοραλισμό, τη μικρόνοια και την πελατειακή σχέση των κυβερνώντων τα πλήρωσα νέος εύελπις όταν διορίστηκα γραμματοδιδάσκαλος σε χωριό λασπότοπο και σκαπετημένο στην κορφή του βουνού.
«Συγκοινωνία δεν υπάρχει, κόφτο με τα πόδια τώρα που είναι ο καιρός καλός γιατί αν βρέξει και φουσκώσει ο χείμαρρος θ’ αποκλειστείς αν δεν πνιγείς» μου είπε ο επιθεωρητής, ο σκουριασμένος αυτός κρίκος της εκπαιδευτικής αλυσίδας και με βλέμμα «Γοργόνειο» με τυράννησε με τη νερώνεια ψυχική του βλάβη.
Το σχολείο ερείπιο, οι σοβάδες πεσμένοι, οι τοίχοι γκρεμισμένοι, πόρτες και παράθυρα σάπια, στέγη τρύπια, εσωτερικοί και βοηθητικοί χώροι βομβαρδισμένοι από τον υπερφίαλο δυνάστη χρόνο. Ο βίος μου κόλαση, φαμελίτης της παρέας της τράπουλας, πότης δεινός του ούζου, σύντροφος των λύκων, φίλος των εριφίων, ένας μοιραίος πεταμένος σαν σκουπίδι σε χωματερή.
Την ψήφο την τιμωρητική της εξορίας μου, διασκέδασαν δυο παλιά βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη που μια θεία τύχη μου μοίρασε σαν αντίδωρο. «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» ήταν το ένα, η «Ασκητική» το άλλο. Η φρίκη της ερημιάς τα είχε μουχλιάσει, ένα σάλιο μίσους από τους ολίγιστους μικρονοϊκούς εχθρούς του τα είχαν νοτίσει. Δεμένα με σύρματα τη «βλάσφημη γλώσσα τους» πιθανόν κάποιοι ήθελαν να φιμώσουν.
Πέντε χρόνια σ’ εκείνο το κολασμένο ασκηταριό τα είχα στο μαξιλάρι μου. Πεινούσα, διάβαζα λίγες σελίδες και χόρταινα. Με τρυπούσε η ψυχική παγωνιά, μερικές σειρές ιερής παιδείας της «Ασκητικής» με ζέσταιναν.
Ο επιθεωρητής τύραννος, δεν έφτανε που με φυλάκισε στα όρη στα άγρια βουνά ήρθε και να με επιθεωρήσει. Όταν τελείωσε, οι μαθητές φορτώθηκαν ένα μπαούλο βιβλία και σχόλασαν, εμείς καθίσαμε στο γραφείο. Στην κουβέντα όταν η ματιά του έπεσε στα βιβλία, ο κόσμος χάθηκε γι’ αυτόν, τα πόδια του ένιωσε να πατάνε σε λιωμένες σιδερένιες βέργες, ένα μίσος άρχισε να βγαίνει από μέσα του με μια οσμή ιδεολογικής αποσύνθεσης.
«Διαβάζεις τον Καζαντζάκη;» με ρώτησε με θυμό και οι λέξεις έγδερναν τον αέρα.
«Τον διαβάζω! Αυτός με κρατά όρθιο σ’ αυτή τη ματωμένη γωνιά της γης που μ’ έστειλε η πατρίδα!»
«Αυτός έχει αγαστή συναναστροφή με το σατανά, είναι δηλητηριασμένος από την αθεΐα, γράφει εφιαλτικά ψεύτικα όνειρα, εγκλωβίζεται να ερμηνεύσει το Πρώτο Κινούν και δε βλέπει το ανώτερο νοούν που υπάρχει μέσα και γύρω μας. Τον θεωρώ ακίνητο συγγραφέα, παραισθητικό και άτολμο. Το δε πνευματικό του οικοδόμημα είναι χωρίς βάθρο, ένα ασήμαντο ποιητικό γεγονός χωρίς θεμέλια που αποφέρει μόνο ψυχική και ηθική απογύμνωση στον αναγνώστη. Είναι ένας αμοραλιστής που του ‘πρεπε γιαταγάνι!».
Γέλασα με τον ολίγιστο λόγο του και για να τον αποδιαλύσω τελείως έτσι διαλυμένος που ήταν, του είπα απέξω μια παράγραφο από την «Ασκητική», που την επαναλάμβανα κι έπαιρνα θάρρος όταν κινδύνευε η βιοτική μου συντήρηση στην υπανάπτυκτη κοινωνία του χωριού. «Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και την χαιρόμαστε όλη. Καλή η ζωή, καλός ο θάνατος, η γης στρογγυλή και στέρεη, σα στήθος γυναικός, στις πολυκάτεχες παλάμες μας».
Δεν μου είπε ούτε «γεια» ο χρυσοπληρωμένος διαφημιστής της μιζερόφιλης παιδείας και της στέρφας κοινωνίας, το ‘βαλε στα πόδια, πίσω του άφησε τη μικρόνοια και την ανικανότητα μιας άρρωστης άρχουσας τάξης που ελισσόμενη περπατούσε σε δρόμους εθνικού τυχοδιωκτισμού.
Μετά από μια βδομάδα έλαβα δέμα με τρία βιβλία, που είχαν τους τίτλους: «Συμβουλές για έναν άριστο σχολικό κήπο», «Περί του Σχολικού Συνεταιρισμού», «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου». Στο ιδιόχειρο σημείωμα που τα συνόδευε, σημείωνε ο σκουριασμένος κρίκος: «Η πνευματική τους τροφή θα σας ωφελήσει εθνικά και εκπαιδευτικά τα μέγιστα».
Με τον καιρό να χάνεται και να πηγαίνει φλύαρος πήρα μετάθεση για την πόλη. Εκεί μου άρεσε το λιμάνι, η αρμύρα μου ‘φερνε πνευματική διέγερση, το χρώμα της θάλασσας με γαλήνευε, η συντροφιά με σκυφτούς ψαράδες και ανθρώπους που βασάνιζε η στέρηση και η φτώχεια με συνάρπαζε. Πιάναμε κουβέντα ζεστή και η γλώσσα θαλασσινή.
Οπότε μια μέρα δίπλα στους ροφούς είδα το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο καπετάν Μιχάλης». Υπέρλαμπρο άστρο μου φάνηκε, πλησίασα, το πήρα στα χέρια μου, το άνοιξα και στην πρώτη σελίδα διάβασα τη χειρόγραφη σημείωση κάποιου φανατικού αναγνώστη: «Αυτόν με την μπερξονική ορμή και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία που σήμερα είναι οικουμενικός συγγραφέας πήρε στις σφαγές του 1889, εξάχρονο τότε, ο πατέρας του από το χέρι τα ξημερώματα της πρώτης αιματοβαμμένης νύχτας, τον πήγε στην πλατεία και τον έβαλε να προσκυνήσει τα παγωμένα πόδια των κρεμασμένων από τους Τούρκους παλικαριών, στο θεόρατο πλάτανο. Η Κρήτη τότε ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη και τα ‘δινε όλα για τη λευτεριά. Ό,τι είδε τα μετουσίωσε σε πνοή δημιουργίας».
Ρώτησα τον ψαρά: «Εσύ το διαβάζεις;» «Ναι! Αυτά τα βιβλία διαβάζω που νέγροι, μανιακοί, αγριάνθρωποι, φιλάργυροι, έμποροι, αυτοκράτορες, παπάδες, δάσκαλοι, παλιές φαγούρες πολιτικοί, τα βρίζουν και τα καίνε! Όλοι τους έχουν ρουφήξει αφορολόγητο ποτό απ’ το εργοστάσιο του Σατανά! Τι ξέρουν; Είναι όλοι τους ολίγιστοι και μικρόνοες!
]]>Τα Χριστούγεννα που ξημέρωσαν είχαν βουρκωμένη ψυχή κι ένα σκονισμένο πένθιμο δέντρο σε κάθε σπίτι. Χωρίς στολίδια και με τα λαμπάκια του σβηστά. Για να μη δυσαρεστήσω το μικρό Χριστό, και, για να τον ευθυμήσω, στο δικό μου δέντρο κρέμασα τρία βελανίδια, δυο τσαμπιά κούμαρα κι ένα ματσάκι λεμονανθούς. Ένα αστεράκι από τσιγαρόχαρτο στην κορυφή του και για φάτνη, έβαλα ένα κομμάτι δέρμα από τα παλιά τρύπια παπούτσια μου. Και στη φωλίτσα της σκόρπισα νοτισμένα άχυρα βουτηγμένα στο δάκρυ της φτώχειας. Μια Μέγαιρα φτώχεια που μας είχε του κλότσου και του μπάτσου. Νηστικά, ανυπόδητα και δίχως ρουχαλάκια. Χωρίς βιβλία, μολύβια και μπογιές. Με τα στομάχια μας άδεια και τις κουπίτσες μας στεγνές. Τη χαρά μας να μας τρυπά σαν αγκάθι και τα κορμιά μας τσουβαλιασμένα σε ραμμένα αποφόρια.
Η Τέρψη η γειτονοπούλα μου, έφτιαχνε ζωγραφιές με αγγέλους σε χοντρό χαρτί περιτυλίγματος. Ζούσε όπως κι εγώ σε σπίτι μικρό, σ’ ένα καμαράκι με κουζίνα από σανίδες, χωρίς φωτιά, χωρίς λεφτά κι έτρωγε ρύζι και όσπρια που της έστελνε το φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας. Ο πατέρας της εργάτης στους δρόμους και η μητέρα της πλύστρα στους πλούσιους. Χαράματα σκορπούσαν και μεσάνυχτα γύριζαν.
Μια μέρα μου ήρθε μ’ ένα κόκκινο λινό φουστανάκι. Κι όπως είχε σκορπισμένες λευκές μαργαρίτες πάνω του, έμοιαζε σαν μικρούλα άνοιξη. Μου θάμπωσε το μάτι το απαλό της το κορμί και μ’ έρανε απαλά το άρωμα του κόρφου της. Ένα χάρμα αφής με περόνιασε. Νύχτες από τότε έμενα άυπνος. Όλο στο όνειρό μου ερχόταν κι όλο άφηνε το στίγμα της σαν μελτέμι στην ψυχή μου. Της ζήτησα, όταν δεν είχε δουλειά, να φτερώνει την ύπαρξούλα της και να έρχεται. Με άκουσε. Ερχόταν πάντα μ’ ένα λευκό γιασεμί στο χέρι κι ένα αμαρτωλό φιλί στο μέταλλο των χειλιών της. «Μου το ‘δινε. «Μη !» της ψιθύριζα «Μη! Μην κάνεις κατάχρηση! Είμαστε πολύ μικροί ακόμα!» και τσαλάκωνα τη μαρμάρινη περηφάνια της.
Στη γιορτή της την επισκέφτηκα. Εξοικονόμησα λίγα ψιλά και το πουγκί μου είχε τη σφραγίδα της αφθονίας. Καιρός να της κάνω ένα δωράκι, είπα και να της δώσω τις ευχές μου για υγεία και μακροζωία. Της αγόρασα ένα ροζ νυχτικό κι ένα βιβλίο, «Το μικρό πρίγκιπα». Μ’ έπνιξε στην αγκαλιά της όταν της τα ‘δωσα, αφήνοντας ένα χρυσό δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της. Τα μάτια της είχαν μαργαριταρένιο χρώμα κι ένας μικρός ήλιος, λες, ανέτειλε στο τριανταφυλλένιο στόμα της. Άνοιξε τα δώρα με τα λευκά χεράκια της να τρέμουν σαν ξερά χαχαλάκια στον άνεμο. Πρώτα έβγαλε το βιβλίο με το χρωματιστό εξώφυλλο. Το ‘φερε στα μάτια και κοίταξε την εικόνα με τις κόρες τους να πηγαινοέρχονται σαν γαλάζιες χαντρούλες από σταγόνες θάλασσας. Έδειχνε ένα κοριτσάκι στην ηλικία της με πράσινο φόρεμα και δυο φιόγκους στα σγουρά του τα μαλλιά να στέκεται πάνω σ’ ένα αστέρι. Γύρω του πολλά άλλα μικρά και μεγάλα αστέρια με χρυσές αχτίδες σαν μεταξένιες κλωστές. Κι όσο έφτανε το μάτι σου, σκορπισμένα στο φως, κομήτες, διάττοντες και μετεωρίτες να συγκρούονται μέσα σε σκόνη που είχε τη μορφή του σκιάχτρου.
«Εσύ είσαι αυτή! Η βασίλισσα των άστρων!» της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά. Αυτή σφιγγόταν. «Και το σκιάχτρο; Τι είναι; Τι θέλει εκεί;» «Τίποτα δεν είναι! Μην το φοβάσαι!» της ψιθύρισα και πρόσθεσα: «τώρα σαν σε δει θα σκορπίσει!» και τη φίλεψα ένα τρυφερό γέλιο.
Σαν γέλασε κι αυτή άνοιξε το δώρο με το νυχτικό. Το ξετύλιξε με μια καλοσύνη σεμνή. Το έριξε πάνω στο λιγνό κορμάκι της κι έδειχνε να κολυμπούσε στα ροδιά του χρώματα. Ύστερα χοροπήδησε στα γυμνά ποδαράκια της και μου είπε με τη γλυκιά φωνή της: «Ωχ, τι μου ‘φερες! Λουλουδάκι, βρε, θέλεις να με ντύσεις στο νυχτερινό κοιτώνα μου; Πονηρούλη! Καλά το ‘λεγα εγώ πως είσαι τρελός, τρελούτσικος, τρελάρας!» Ύστερα μ’ ένα χαριτωμένο βήμα ήρθε κοντά μου και με ευχαριστούσε, σφιχταγκαλιάζοντας. Μετά η δεσποινίδα των δέκα πέντε ετών έπιασε απλή κουβεντούλα με μένα το συνομήλικό της αντράκι που το ροδόφυλλο προσωπάκι της μου είχε φέρει σκοτούρα στο μυαλό.
= = =
Και ήρθε ο Δεκέμβρης ανέκφραστος και στοιχειωμένος. Ο φτυμένος από τους καλικάντζαρους. Ο ματωμένος από το φονικό σπαθί του Ηρώδη. Ο αμαρτημένος από τη σφαγή των νηπίων. Ο κουρελιασμένος και ταπεινωμένος από το χνώτο των βοδιών που ζέσταναν το μωρούλι Χριστό στο στάβλο με τα άχυρα. Στην κρύα αγκαλιά του η Τέρψη, η Τερψούλα, αρρώστησε από οξεία κοιλιακά. Παραμονή των Χριστουγέννων η κοιλίτσα της έγινε θηρίο, οι ιοί αγρίεψαν και κολυμπούσαν στα αντεράκια της σαν πιράνχας τρώγοντας τα λεπτά τους τοιχώματα. Το γαληνεμένο πρόσωπό της στο λεπτό πήρε την έκφραση της Μέδουσας. Οι πόνοι την έσφιξαν σαν φίδια, η ψυχή της πετάρισε και λιποθύμησε. Άρον- άρον την πήγαν στο νοσοκομείο. Τής έκαναν εξετάσεις. Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια σαν διέγνωσε, εντερική σηψαιμία με ιστολογική ανεπάρκεια όλου του πεπτικού συστήματος. Χτύπησε συναγερμό και όλο το ιατρικό τιμ βρέθηκε πάνω από το κεφάλι της Τερψούλας. «Κατάσταση κρίσιμη!» ψιθύρισε στον πατέρα κι ετοιμάστηκε να περάσει το σωληνάκι στη μύτη της. Η μάνα έπεσε στο διπλανό κρεβάτι μ’ ένα τσιριχτό «ποπό Χριστέ μου!» και δε σάλεψε ώσπου να τη συνεφέρουν με μια ένεση. Στριφογυρνούσε, έκλαιγε και φιλούσε το Χριστό σ’ ένα εικονισματάκι που βαστούσε μέσα στις χούφτες της.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα και η Τερψούλα πάλευε με το θάνατο ως τις πέντε το πρωί. Όταν νικήθηκε, πειθάρχησε στο κάλεσμά του και του παρέδωσε την ψυχή της, λευκή σαν κρίνο και φωσφορίζουσα σαν Άγιο Πνεύμα. Στα μάτια της πάγωσε η αγωνία και το ξέχειλο από ομορφιά ως πριν πρόσωπό της βάφτηκε με το ωχρό χρώμα της φθοράς. Η γλώσσα της κρέμασε στην άκρη των χειλιών της, όπως ένας μαύρος χωματένιος σβώλος. Το αναμαλλιασμένο κεφάλι της έμοιαζε σαν κουβαράκι από κρόσσια στην πύλη του Άδη. Την ίδια ώρα που η Τερψούλα πήγαινε στον παράδεισο, στο στάβλο με τα άχυρα, γινόταν το θαύμα των θαυμάτων. Γεννιόταν ο μικρός Χριστός! Είχε γύρω του, μάγους, γονείς και ζώα κι ένα ξύλινο σταυρό φτιαγμένο από μίσος και θάνατο.
= = =
Την έφεραν στο σπίτι μέσα σε λευκό φέρετρο. Άνθρωποι με σταφιδιασμένα πρόσωπα, φόρτσαραν από τα δρομάκια και απόθεσαν στο λείψανό της, λευκούς ανθούς, κεράκια λειψά και δάκρυα πνιγμένα στο θρήνο και τις οιμωγές.
Γυμνός στην ψυχή, κοντά στο παράθυρο, θρηνούσα κι εγώ το μαραμένο λουλουδάκι, την Τερψούλα. Την ανάσα μου και θεά μου! Τη γαλάζια θάλασσά μου! Την πασπαλισμένη με ερωτική γύρη ανοιξούλα, την ανεμώνη του κήπου μου, που ανακάτευε τα χρώματα στις δροσοσταλίδες του κάθε μου Μάη.
Η μάνα μου με είδε πνιγμένο στους λυγμούς και άπλωσε τα χέρια της να με στηρίξει ενώ με ρώτησε: «Τι θα κάνεις;» Εγώ ακροάστηκα για λίγο τα φυλλοκάρδια μου και της είπα: «Αυτό θα κάνω! Θα πάω στον κήπο και θα της πλέξω ένα στεφάνι από λεμονανθούς και θα τη στέψω βασίλισσα! Αυτό θα κάνω!» Έφυγα. Γύρισα μ’ ένα ισχνό ροδαλό στεφάνι κρατώντας το σφιχτά στο χέρι μου. Ύστερα πήγα στο δωμάτιό μου. Σ’ ένα χαρτάκι έγραψα δυο στίχους κοφτερούς σαν νυστέρι. Έβαλα το χαρτί στην τσέπη και κίνησα για το σπίτι της νεκρής.
Πάνω από το αγγελικό νεκρό κορμί της μ’ έπιασε ταραχή! Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. Ο χτύπος της ακουγόταν σαν κρότος ξύλινος. Στα μάτια μου χοροπηδούσε η σκιά από τα πεθαμένα της χαμόγελα. Σφραγίστηκε η γλώσσα μου και ο λόγος μου νεκρώθηκε. Ούτε «Θεός σχωρέσ’ την» δεν ψέλλισα στους οικείους της. Τη στεφάνωσα και της έβαλα στη νεκρή χούφτα της το διπλωμένο χαρτάκι. Κι όταν μου φάνηκε πως άνοιξε τα μάτια της κι έλαμψε μια φλογίτσα, τής ψιθύρισα τους γραμμένους στίχους μου: «Πού διάης, περιστεράκι μου, να φτιάσεις τη φωλιά σου, κ’ εμάρανες τα χείλη μου κ’ έκαψες την καρδιά μου;»
Την άλλα μέρα στις τρεις η ώρα έγινε η κηδεία της. Το κορμί της σαν κατέβαινε στον τάφο, έδειχνε βασανισμένο. Στο κάτω χειλάκι της οι δυο ελίτσες έμοιαζαν σαν παγωμένες σταγόνες ιδρώτα. Στα κλειστά ματάκια της το κλάμα ξέφευγε ακόμα. Και στο μέτωπό της δυο μαραμένα φυλλαράκια από γιασεμί, έγραψαν το «ταυ» το αρχικό της.
Σαν τη σκέπασαν το χώμα σπαρτάρισε κάτω από τα πόδια μου. Στον ουρανό ένα μπλάβο σύννεφο σκίστηκε στα δυο κι έσταξε τα δάκρυ του πάνω από τον τάφο της. Στον ορίζοντα του Ιονίου μια σπαθιά ολοπόρφυρη από φως έγραφε: «Τέρψη! Τερψούλα! Αιωνία σου η μνήμη!»
]]>Φιοριτσούρες στημένες με μωρία και εξωφρενικές αυθαιρεσίες που κάνουν το λειψό καφεδάκι του Έλληνα να γίνεται δηλητήριο που όταν το ρίχνει κάτω τον πεθαίνει. Γιατί κανείς από τούτους τους μικρονοϊκούς Νέρωνες επισκέπτες δεν τον θυμάται, ούτε ένα λόγο παρηγορητικό δε του λέει να του συμπαρασταθεί στα δεινά του. Και ο ραγιάς με στομάχι άδειο κάτω από την απονιά του ουρανού και στο δικό του άγριο τόπο, θυμάται κι όλο θυμάται.
Μετά την καταστροφή, πόσα παλάτια χάθηκαν, πόσα ωραία σπίτια φτώχυναν, πόσες αριστοκρατικές επαύλεις πουλήθηκαν, πόσα νοικοκυριά διαλύθηκαν, τι δουλευτάδες έγιναν υπηρέτες, τι αφεντάδες κρεμάστηκαν, τι κυρίες είδαν το μάγειρά τους να χάνεται, τι επιφανείς οικογένειες έμπασαν τους αρουραίους στα αρχοντικά τους, πόσες περιουσίες περιωπής χάθηκαν, πόσοι γενναίοι άντρες λιποψύχησαν, πόσες ωραίες γυναίκες δυστύχησαν, πόσοι χαριτωμένοι νεαροί στης καφετέριας τη τέντα τη βρίσκουν, πόσες χυμώδεις καλλονές έσκισαν το πιστοποιητικό της ρωμαλέας υγείας τους και κλείστηκαν σε μοναστήρια και τρελάδικα.
Γίνανε τα σπίτια μας «μπάτε, σκύλοι, αλέστε» και χάσαμε ακόμη και τις συνήθειες τιμής για τους νεκρούς. Πεθαίνουν πολλοί λόγω ανυπαρξίας υγειονομικής περίθαλψης και η ευλάβεια γι’ αυτούς έχει ατονήσει. Συνήθισε ο κόσμος τις κηδείες, δεν τον ενδιαφέρει ποιος ζει και ποιος πεθαίνει, το ξόδι το συνοδεύουν είκοσι τριάντα, με τους πεθαμενατζήδες να αδράχνουν όπως – όπως το φέρετρο, να το μεταφέρουν τρέχοντας και πριν ο παπάς τελειώσει το τροπάρι της νεκρώσιμης ακολουθίας το κατεβάζουν στα γρήγορα στον τάφο. Πολλές φορές και στον πρώτο άδειο τάφο ή σ’ άλλο νεκροταφείο. Οι φτωχοί τους θάβουν πάνω σε σανίδες, ακόμη και δυο-δυο μπαίνουν στον ίδιο λάκκο.
Στα νοσοκομεία να δεις μηχανισμό περίθαλψης! Μια κωλονοσκόπηση γίνεται μετά από τρεις μήνες, η αξονική στο εξάμηνο, η κυτταρολογική ανάλυση σε μισό χρόνο. Στα κέντρα υγείας δεν έχει ειδικευμένο γιατρό, DEPON ούτε για δείγμα. Ο καρδιογράφος χαλασμένος, με το τσόκαρο της νοσοκόμας παίρνει μπροστά αφού φάει δυο τρεις σκουντιές.
Και μετά απ’ όλα αυτά ο κόκκινος Αρμαγεδδών θέλει να συνεχίσει να δειπνίζει στο Μαξίμου, ο Κούλης να κυβερνήσει τρομάρα του και το παιδί της αμύνης να μαλώνει τους άλλους μπέμπηδες των κομμάτων να καθίσουν στ’ αυγά τους.
Με τέτοιο κατακάθι πολιτικό, μέρισμά μας η επιβολή του μηδενισμού! Τι άλλο;
]]>Ερχόταν τακτικά εδώ κι ένα μήνα από τότε που αποφάσισε να μείνει στη στεριά και να σταματήσει τα ταξίδια. Η θάλασσα τον είχε κουράσει αφήνοντάς του πολλά κουσούρια και κυρίως ψυχικές διαταραχές, επίμονους εφιάλτες και άκρατο εθισμό στον αλκοολισμό.
Ωστόσο παρέμενε ο ζιγκολό για τις ωραίες και αφελείς γυναίκες που πλήρωναν την ικανότητα της μυθοπλασίας του να τις τέρπει και να τις πιάνει στα δίχτυα του, με το αζημίωτο.
Του άρεσε στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε να τις πλησιάζει στα μπαρ και στα μπορντέλα και ν’ ανοίγει μαζί τους ατέλειωτη κουβέντα. Αραχτός ύστερα στην καρέκλα, σαν τις έβαζε στη φωτιά του λόγου του, κάπνιζε το χοντρό του πούρο και καμάρωνε για τη μαστοριά του, να τις ανάβει και να τις αναστατώνει! Τα επόμενα βήματα ήταν τα γνωστά ! Ποτήρια γεμάτα με σαμπάνια, καπνοί από ακριβά τσιγάρα και άγριος έρωτας μέχρι το πρωί !
Εδώ στο «Ντόλτσε» που ερχόταν κάθε βράδυ και τα έπινε το ήθελε πολύ να γνωρίσει καμιά και να δεθεί μαζί της. Κι αυτό γιατί του’ χε λείψει πολύ το κορμί και η συντροφιά της γυναίκας!
Κι αν τις πρώτες μέρες η παρουσία των θαμώνων που τους γνώριζε όλους αλλά και του ήταν άγνωστοι, και, το ποτό που το αγαπούσε πολύ, τον συντρόφευαν και του κοίμιζαν τα ένστιχτα, όσο περνούσε όμως ο καιρός ένιωθε τις λανθάνουσες επιθυμίες του να τον σφίγγουν και να τον πνίγουν!
Έτσι αφού έμεινε σαστισμένος από την ακινησία που ‘δειχνε η είσοδος της πόρτας, άπλωσε ύστερα από λίγο αμήχανα το χέρι του στο ποτήρι κι αφού το ‘πιασε το ‘φερε στα χείλη. Αφού το άδειασε μονορούφι, έστρεψε τα εκφραστικά και λαμπερά του μάτια, έξω, κοιτάζοντας μέσα από την τζαμαρία τη νυχτερινή ομορφιά της πόλης.
Η μαγεία κάτω από το χρυσαφένιο φως της πανσέληνου ήταν ονειρώδης. Η διάχυσή του σε σπίτια και δέντρα απειρόχρωμη με μια ανεξίτηλη στιλπνότητα που θύμιζε πίνακα του Γκόγια.
Παραδόξως όμως αυτή η νυχτερινή παραδεισένια εικόνα του προξένησε φόβο. Και ενστικτωδώς έφερε το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς κι άγγιξε το περίστροφο. Αμέσως μια αίσθηση ασφάλειας τον κυρίεψε και μια παράφορη ηρεμία τον γαλήνεψε. Έτσι μπόρεσε και είδε ψύχραιμα την είσοδο της κομψής γυναίκας με το μαύρο ταγιέρ που μπήκε μέσα και κάθισε στο διπλανό τραπέζι.
Στον άντρα που την κοίταξε με ανακριτικό βλέμμα, του ‘κανε εντύπωση το άριστο συνταίριασμα σώματος και ρούχων. Και χωρίς ενδοιασμό σκέφτηκε «πως δε θα ήταν και καμιά αγία, ούτε και η ζωή της θα ήταν ασκητική, αφού ερχόταν εδώ μέσα στην Κόλαση, αλλά κάποια με βατώδη δρόμο που της άρεσαν οι προστυχιές που άφηνε πάνω της το κορμί του άντρα!»
Σκέψη που την έκανε για κάθε γυναίκα που σύχναζε σε τέτοια κακόφημα μπαρ και που πάντα τον δικαίωνε. Έτσι αποφάσισε σαν το αρπακτικό πουλί που ορμά στο θύμα του να κάνει κι αυτός το ίδιο! Κι αμέσως με μια αστραπιαία κίνηση στράφηκε και είπε στη γυναίκα:
«Επιτρέψτε μου, το πρώτο σας ποτό να είναι από μένα! Το ζητά η ευγένειά μου!»
Η γυναίκα τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που ‘σταζε μέλι! Ύστερα αφού τον έφαγε με τα μάτια από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, του αποκρίθηκε, τρυφερά:
»Μου είσαι άγνωστος, πώς να το δεχτώ;»
Ο άντρας συνέχισε να την πολιορκεί ασφυκτικά με τα γοητευτικά του μάτια και μόνο σαν η γυναίκα έκανε μια κίνηση να βγάλει τα τσιγάρα από τη μαύρη δερμάτινη τσάντα της, της είπε με μια μουσικότητα στη φωνή του:
«Δεν είναι άσεμνο και κακό να δεχτείς το κέρασμά μου! Το θεωρώ υπέροχο και ανθρώπινο να πιούμε μαζί!»
Τα λόγια του είχαν κάτι το επιτακτικό και της αφόπλισαν τις όποιες αμφιβολίες της. Και τότε χωρίς δισταγμό σηκώθηκε και με μια χορευτική κίνηση βρέθηκε να κάθεται κοντά του.
Ο άντρας ένιωσε πολύ ευτυχής. Προσπάθησε να το κρύψει αλλά δεν μπόρεσε. Έτσι χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση εξεδήλωσε τα ευχάριστα συναισθήματά του, λέγοντάς της, χαμηλόφωνα και γλυκά:
«Είσαι ευπρεπής! Είσαι ένα κομμάτι χρυσός που λάμπει!»
Στην αρχή ο καθωσπρεπισμός ήταν ψεύτικος. Σαν όμως τα γεμάτα ποτήρια επαναλήφθηκαν πολλές φορές, το χτήνος που ζούσε μέσα τους, άρχισε να μιλάει ελεύθερα. Έτσι είπαν πολλά και διάφορα, Άλλα ενδιαφέροντα κι άλλα φθηνά. Ώσπου ο άντρας της αποκάλυψε την ιδιότητα του ναυτικού.
«Ώστε είσαι, ναυτικός;» του έκανε με έκπληξη η γυναίκα και κρέμασε στα σαρκώδη χείλη της το τσιγάρο, έτοιμη να το ανάψει. Εκείνος της έγνεψε <<ναι» κι έπιασε σφιχτά το ποτήρι του.
«Τότε θα ΄χεις γνωρίσει πολλές γυναίκες;» τον ρώτησε με χαμηλή κι απαλή φωνή κι άναψε το τσιγάρο.
«Έχω, αλλά δε μου λέει, τίποτα αυτό!» της έκανε αδιάφορα κι απόμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός. Και σε λίγο με μια ρομαντική κίνηση, ακούμπησε τα δάχτυλά του στο μπράτσο της και την άγγιξε με την ίδια τρυφερότητα που δείχνει ο μουσικός στα πλήκτρα του πιάνου του.
«Γιατί;» τον ρώτησε με περιέργεια και τον κοίταξε με κυνικότητα σαν να τον μισούσε που ψευδόταν.
«Γιατί, θέλω να τις ξεχάσω λίγο πριν γίνω εραστής σου!» της σιγοψιθύρισε και της έσφιξε το μπράτσο.
Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε η γυναίκα ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τις πύλες της καρδιάς και του κορμιού της και να τον βάλει μέσα. Για τον άντρα η είσοδος ήταν ζήτημα χρόνου. Ήδη το γλυκό του τραγούδι που της είχε πει και την είχε μαγέψει, κάνοντάς την να τον ποθήσει αυτό το σκοπό είχε.
«Θα γίνεις εραστής μου, αλλά τους κανόνες του παιχνιδιού θέλω να τους ορίσω εγώ!» του ‘κανε η γυναίκα, τονίζοντας την εγωιστική της διάθεση.
Ρόδισε το πρόσωπο του άντρα και χαμογέλασε. «Με τύλιξε με ατόφιο χρυσάφι, έτσι που μου μίλησε» σκέφτηκε και αυθόρμητα άφησε να φύγει από τα χείλη του ένα άτονο «εντάξει».
«Η κάμαρά μου, στο σπίτι, είναι άδεια και με πληγώνει η μοναξιά. Έτσι το αγκάθι της κάθε βράδυ αγγίζει το κορμί και την καρδιά μου και μου τα τρυπάει. Υποφέρω! Χάρισέ μου, σε παρακαλώ μια όμορφη βραδιά να βγάλω έστω και για λίγο τη ζωή μου από τα συντρίμμια».
Η χαρούμενη μουσική που έπαιζε εκείνη τη στιγμή, έδρασε σαν ηρεμιστικό στην ψυχή του άντρα που τον έκανε να προσέξει ακόμη πιο πολύ τη γυναίκα. Έτσι πριν της απαντήσει, την κοίταξε πιο επίμονα, πράγμα που δεν είχε κάνει ως εκείνη την ώρα για να την βρει αρκετά θηλυπρεπή και του γούστου του.
Τα μαλλιά της μαύρα και σγουρά, τα χείλη της κόκκινα σαν του ροδιού το χρώμα και τα μάτια της λαμπερά κι ονειροπόλα. «Είναι κι αυτή η λευκή της επιδερμίδα που με αναστατώνει και δεν μπορώ να αντισταθώ» μονολόγησε και σύρθηκε κοντά της. Εκεί αφού την κοίταξε κατάματα, τη ρώτησε:
»Ποιοι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού; Δε μου τους λες;»
«Το σπίτι μου, είναι μια μονοκατοικία στα Ανατολικά και στην άκρη της πόλης με κήπο και περίφραξη. Δύσκολα θα μας αντιληφθεί ανθρώπινο μάτι και η είσοδός μας θα είναι ασφαλής. Σαν μπούμε μέσα και κλειδώσουμε την πόρτα θα σερβιριστούμε ένα δυνατό ποτό και θα το πιούμε καθισμένοι στον καναπέ του σαλονιού, ο ένας απέναντι στον άλλο. Το πικάπ ύστερα θα μας παίξει μια ρομαντική χαβανέζικη μουσική κι εμείς θα σηκωθούμε και θα χορέψουμε σαν να είμαστε σε πάρτι. Έτσι ξετρελαμένη απ’ τα στριφογυρίσματα που θα κάνει το κορμί μου σπρωγμένο απ ΄τα απαλά και τρυφερά σου χέρια, θα σε παρασύρω στο τέλος σε μια γλυκιά κι ερωτική κουβέντα».
«Είναι σαφείς οι κανόνες σου και δε συγχωρούν απόκλιση» της ψιθύρισε ο άντρας και της ζήτησε να συνεχίσει.
«Κι αφού σε πάω και καθίσουμε στην άκρη του κρεβατιού, λόγο το λόγο, κουβέντα την κουβέντα, θα ξυπνήσουμε τα άγρια ένστιχτά μας και με τη φωτιά τους που θα ‘ναι έτοιμη να μας κάψει τα κορμιά, θα ξαπλώσουμε σαν γνώριμοι από παλιά να ονειρευτούμε !»
«Και μετά;»
«Μετά σαν το μελένιο φεγγάρι θα κρέμεται στον σκουρόχρωμο ουρανό, θ’ αρχίσεις να με γδύνεις με επιδεξιότητα, χωρίς να μ’ αγγίζεις, ρούχο το ρούχο, σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως ακριβώς να ξεφλουδίζεις κρεμμύδι ! Κι αφού το κάνεις τότε, θα πάρεις αυτό που θέλεις ! Την ασύλληπτη ευχαρίστηση του κορμιού μου!»
* * *
Το ρολόι της πόλης χτύπησε πέντε το πρωί σαν περπατούσαν αγκαζέ στον κεντρικό δρόμο με τον πλούσιο φωτισμό που θα τους οδηγούσε στο σπίτι της γυναίκας. Στη νυχτερινή σιωπή ακούγονταν μόνο ο μονότονος και άχρωμος ήχος που άφηναν πάνω στη σκληρή άσφαλτο τα βήματά τους. Στον ουρανό η σελήνη δεν είχε ακόμη τελειώσει το ταξίδι της και το συνέχιζε καθισμένη μεγαλόπρεπα στο μαργαριταρένιο άρμα της.
Σαν έφτασαν κάτω από τους πέντε ευκαλύπτους, η γυναίκα έκανε μια χαριτωμένη γκριμάτσα σαν κοίταξε το μικρό δασάκι που απλωνόταν μπροστά τους και του είπε:
«Εδώ στρίβουμε! Λίγο πιο πέρα είναι το σπίτι μου» και τραβώντας τον με μια μεγαλόπρεπη κίνηση τον πήρε μαζί της στο χωματόδρομο.
Περπάτησαν άλλα δυο λεπτά κι έφτασαν στην εξώπορτα. Ο λιγοστός φωτισμός τους προφύλαξε αρκετά έτσι που η είσοδός τους έγινε απαρατήρητη.
Διάβηκαν ύστερα το λιθόστρωτο διάδρομο ανάμεσα από τις πυκνές και φροντισμένες πορτοκαλιές και σταμάτησαν κάτω απ’ το βορινό ξύλινο χαγιάτι. Η θέα του όμορφου κατάλευκου σπιτιού που φάνηκε σαν πίνακας ζωγραφικής μπροστά τους, έκανε τον άντρα να βγάλει ένα έντονο επιφώνημα θαυμασμού. Ύστερα αγκάλιασε τη γυναίκα και την έσφιξε τρυφερά πάνω του.
Κι εκείνη τότε κούρνιασε για λίγο στην αγκαλιά του όπως το κυνηγημένο πουλί στη φωλιά του κι ανάσαινε γρήγορα, δείχνοντας φοβισμένη. Ανάγειρε σε λίγο το κεφάλι της προς τα αριστερά και κοίταξε το παράθυρο της κάμαράς της. Και τότε έκπληκτη είδε αυτό που φοβόταν μέσα της . Το παράθυρο να φωτίζεται από άπλετο φως! Έτσι απεγνωσμένα κι ασυναίσθητα, ρώτησε:
«Βλέπω φως μέσα! Εγώ το άφησα;»
Ο άντρας ξαφνιασμένος γύρισε και κοίταξε. Δυστυχώς είδε κι αυτός το ίδιο πράγμα. Το δωμάτιο, πραγματικά πλημμυρισμένο φως!
Πέρασε λίγος χρόνος αμηχανίας και σιωπής. Κανένας τους δεν έπαιρνε την απόφαση για την παραμικρή πρωτοβουλία. Στήλη άλατος και οι δυο κάτω από τον σκουρόχρωμο ουρανό.
Κι όσο συνέχιζαν να κοιτάνε το φωτισμένο παράθυρο, μέσα από χρώματα, παραστάσεις και φως, μια σκιά κάτι σαν φιγούρα ανθρώπου, φάνηκε να στέκεται στο φόντο της κουρτίνας !
«Δεν είναι δυνατόν!» ψεύδισε ταραγμένη η γυναίκα κι άρχισε να τρέμει, ολάκερη. «Είναι ο άντρας μου! Είναι ναυτικός και γύρισε!»
Ο άντρας σαν βεβαιώθηκε πως η ανθρώπινη φιγούρα είχε ζωή και οντότητα και πως δεν επρόκειτο για ψευδαίσθηση της στιγμής, έφερε το δεξί του χέρι στο όπλο του και το άγγιξε. Σκέφτηκε να πυροβολήσει
τον ακάλεστο επισκέπτη, αλλά το μετάνιωσε. Πώς να ‘κανε έρωτα δίπλα σ’ ένα πτώμα ;
«Δεν είμαστε τυχεροί!» ψιθύρισε κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, αφήνοντας τη γυναίκα από τα χέρια του.
«Δεν είμαστε!» του είπε και η γυναίκα χαμηλόφωνα και κάνοντας δυο βήματα, έφτασε στην πόρτα κι ετοιμάστηκε να την ανοίξει.
]]>Κάνω αγώνες δρόμου, αθλοθετώ φιαλίδια με ελληνικό οίνο, στην είσοδο του σταδίου διαφημίζω τη νίκη του πνεύματος επί της ύλης.
Το ξέρω, εμβάλλω πληγές στην αγραμματοσύνη, οι εύσχημοι με χειροκροτούν, τα δόντια τους μου τρίζουν οι αισχροί δολοπλόκοι, κατάρες ακώ και ύβρεις από τους σκράπες και τους μαθητές του πέντε. Όμως δεν πτοούμαι, αλωνίζω τους δρόμους και παντού φωνάζω και κηρύσσω το καλό που έχει το Πνεύμα.
Έζησα δυο χρόνια στο Μαίναλο, βύζαξα το χυμό των ελάτων του, έγινα θεόδενδρος, ιέρειές μου ήταν οι δρύες χιλίων ετών, άκουσα το σουραύλι του Πάνα, πήδησα κορφές, έντυσαν με σκαλτσούνια τα πόδια μου οι φυλλωσιές και άγριοι μενεξέδες και κρίνοι στεφάνωσαν τις μέρες μου και τις ημέρεψαν στις χούνες και στα φαράγγια του. Λίγο πιο κάτω στα πόδια του ο οίκος της Σοφίας με πρόσμενε και μέσα στους τέσσερις τοίχους του, το κάλλος της γνώσης συνάντησα.
Φαιδρά τα πράγματα στο θρανίο, κωμικά και αστεία. Οι καθηγητές ολίγιστοι, τύραννοι, πρωτόγονοι των σπηλαίων. Ο μουσικός σκληρός, ασκούσε το συγκεντρωτισμό της εξουσίας του βίαια πάνω μας. Χτυπούσε τα πλήκτρα με δύναμη με τα δάχτυλά του και σκυμμένος στο πιάνο σαν κούτσουρο, μου έλεγε, κουνώντας το καραφλό κεφάλι του σαν άφυλλο δέντρο:
— Λέγε!
— Τι να πω;
— Τις νότες που έχεις γράψει στο τετράδιο.
— Από ποιο τροπάρι;
— Να, αυτό… << Δια ξύλου ο Αδάμ, παραδείσου γέγονες άποικος… και τα λοιπά. Τι εγώ θα στο πω;
Κι αφού έπαιζε τις τρεις πρώτες νότες, ψιθύριζε:
— Ήχος τέταρτος, Πάμε!
Αρχινούσα:
— Νη, Πα, Βου, Βου, Βου,Βου…
Με διέκοπτε, έσκαγε στα γέλια και σπρώχνοντας το κεφάλι μου πάνω στο πιάνο, μου έλεγε έτοιμος να πέσει κατά γης:
— Όχι, όλο Βου ευλογημένε μου, λέγε και κανένα Γα…
= = =
Μια φορά έψελνε το τιρερέμ κι εμείς τον ακούγαμε σιωπούντες. Θα το κράτησε πολύ ώρα, γιατί δεν εξηγείται το όνειρο που είδα. Κι επειδή ήταν τόσο πρωτότυπο το αναφέρω.
Είδα το Θεό Πάνα από το παράθυρο με φορεμένο το ματωμένο τομάρι ενός λύγκα να περπατά στο δάσος. Ξεχώρισα τα δυο του κέρατα, το γλυκό του χαμόγελο, τα τραγίσια ποδάρια του και του έκανα νόημα να ‘ρθει στην αίθουσα και να με πάρει μαζί του στο Μαίναλο. Το έκανε και σε λίγο βαδίζαμε κάτω από τα έλατα, εγώ τραγουδώντας κι αυτός παίζοντας το σουραύλι του.
Μαζεύτηκαν οι νύμφες από τις πλαγιές, η Ηχώ από τα κορφοβούνια, ο Κρόκος και ο Υάκινθος από τις ρεματιές και έστησαν χορό. Ναζιάρης ο Παν, περήφανος και γλεντοκόπος έσερνε το χορό, γελούσε, πείραζε τις καλλίκομες νεράιδες, χάιδευε με την πνοή του τους ένοικους του δάσους.
Τελειώνοντας το χορό, ήρθε κοντά μου, έβαλε τρυφερά το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε με τα μάτια του να λάμπουν από χαρά:
— Άφησε τις σπουδές γήινε κι έλα κοντά μου, να μάθεις για τη γέννησή μου και να γίνεις κήρυκας της ζωής μου!
Μ’ άρπαξε απ’ το χέρι, μ’ έσυρε σ’ ένα πυκνό ρουμάνι και καθισμένοι πάνω σ’ ένα τραχύ βράχο, άρχισε να μου μιλάει:
— Εδώ στην Αρκαδία με τα ψηλά βουνά και τις πολλές πηγές γεννήθηκα. Ο πατέρας μου ο Ερμής κυνηγούσε στα καλά και στα ιερά λιβάδια και σαν βοσκός που ήταν έβοσκε πρόβατα χωρίς να ξεχνά να τσιλιμπουρδίζει με τις νύμφες που τόσο πόθο πλημμύριζε η ψυχή του γι’ αυτές. Τα ‘μπλεξε έτσι με τη νύμφη Δρυόπη και την παντρεύτηκε. Ο γάμος τους σαν θεϊκός που ήταν κράτησε δεκάξι μέρες και έγινε γλέντι τρικούβερτο που πιώθηκε το κρασί του Ολύμπου μέχρι τελευταίας σταγόνας!
Ερμής και Δρυόπη λοιπόν οι γονείς μου, Θεός και Νύμφη, καλύτερο συνταίριασμα δεν μπορούσε να γίνει. Μ’ έφεραν στον κόσμο των Θεών έτσι όπως είμαι τραγοπόδαρο με δυο κέρατα στο κεφάλι, χαμογελαστό και γλεντοκόπο. Ήμουν όμως άσχημος, άγριος και γενάτος, πράγμα που έκανε τη μάνα μου να φοβηθεί, να μη με αγκαλιάσει και να με παρατήσει στις φυλλωσιές, βάζοντάς το στα πόδια! Με είδε τότε ο πατέρας μου μωρό και απροστάτευτο να κλαψουρίζω και να παίζω με τα χώματα, γέλασε η ψυχή του, με πήρε στην αγκαλιά του και αφού με τύλιξε σε μια τριχωτή προβιά βουνίσιου λαγού μ’ έφερε στον Όλυμπο. Με έδειξε στους Θεούς και όταν μυρίστηκαν πως τους έφερα τη χαρά με βάφτισαν Παν που πάει να πει το όλο!
Ο μουσικός με είδε κοιμισμένο, οργίστηκε, ήρθε κοντά μου και μου είπε με φωνή δυνατή που με ξύπνησε:
— Το ‘δες; Δεν το ‘δες;
— Ποιο είδα; κύριε καθηγητά; ρώτησα τρέμοντας.
— Τ’ όνειρο! Τι άλλο;
— Γιατί κοιμήθηκα;
— Αν κοιμήθηκες λέει! Παρακοιμήθηκες δε λες!
Κι εκεί που νόμισα πως τελείωσαν όλα, μου ξέφυγε και είπα:
— Είδα πως ήμουν με το Θεό Πάνα μαζί στο Μαίναλο!
Έβαλε τα γέλια και μαζί του όλη η τάξη. Όταν έπαψαν μου είπε με λόγο που έκανε μπαμ – μπαμ σαν καριοφίλι:
— Εδώ το πιάνο δε βλέπεις και θα δεις το Θεό; Κατέβα σε παρακαλώ από τον ουρανό κι έλα κάτω στη γη γιατί θα σε περάσουμε για νεραϊδοπαρμένο!
Μόλις τελείωσε το λόγο του ο τόπος έξω σκοτείνιασε. Το Μαίναλο μούχρωσε κι ένας δυνατός αέρας που ξεπήδησε από τον ασκό του Αιόλου έκανε τα έλατα να τριζοβολούν και να λυγίζουν τις κορφές τους μέχρι το χώμα. Ξέσπασε σε λίγο και μια νεροποντή μ’ ένα δυνατό χαλάζι που έδερνε αλύπητα τα δέντρα, τα ζώα και τους βράχους στο αγέρωχο βουνό. Κοιτούσαμε την κοσμοχαλασιά και η καρδιά μας φτερούγιζε απ’ το φόβο σαν πουλάκι. Κι ώσπου να σκεφτούμε γιατί έγινε αυτό έφτασε και στα παράθυρά μας. Για μια στιγμή είδαμε το λύγκα να πέφτει πάνω μας και το δασύτριχο στέρνο του βουνού να μας πλακώνει! Δειλιάσαμε, αφήσαμε τα θρανία και βγήκαμε στο διάδρομο. Είμαστε πολύ νέοι να μας σκοτώσει μια βροχή!
Πίσω μας η φωνή του μουσικού ανάδευε σαν τρίαινα την ατμόσφαιρα:
— Καταιγίδα είναι, τι φοβόσαστε! Σε λίγο θα ξεθυμάνει! Γυρίστε πίσω να παίξουμε το τροπάρι!
— Ο Θεός την έστειλε! Φώναξα εγώ… ο Θεός!
— Ποιος Θεός που δεν το είδαμε εμείς! απάντησε κι έβγαλε το κεφάλι του στην πόρτα.
— Ο Θεός Παν! Αυτός με τα κέρατα!
— Τον κερατά! Θέλεις να πεις; Αυτόν το τράγο; Ε, σου λέω λοιπόν, πως αυτός ο Θεός έχει πεθάνει προ πολλού!
Πέρασαν λίγα λεπτά ηρεμίας και μπήκαμε μέσα. Το μάθημα συνεχίστηκε. Εμείς σκυμμένοι πάνω στο ασκησάριο και ο μουσικός να παίζει στο πιάνο. Στο τελευταίο Βου ο κεραυνός που έπεσε σ΄ ένα δέντρο μας ξάπλωσε στα θρανία, τα φώτα έσβησαν και ο μουσικός βρέθηκε με το κεφάλι στο πιάνο και μια κηλίδα μαύρη από χτύπημα πάνω από το δεξί φρύδι. Κατέβασε κάτω τα χέρια του ακίνητα σαν ρόπαλα και μας ρώτησε:
— Γιατί δε λέτε;
— Τι να πούμε; Δε βλέπουμε να διαβάσουμε με τέτοιο σκοτάδι τις νότες!
— Απέξω!
— Δεν τις ξέρουμε!
Άνοιξε το στόμα του γέλασε και είπε με χιούμορ:
— Έτσι φτιάχτηκε ο κόσμος με τα συν και τα πλην! Ας τον δεχτούμε και ας μη του κάνουμε πόλεμο με ψεύτικο νταηλίκι!
===
Με τέτοια και μ’ άλλα πολλά το πήρα το Πτυχίο. Τώρα στ’ άγρια βουνά και σε κρύες αίθουσες κάνω μάθημα, βρέχομαι να περάσω ρέματα με θολά νερά και αρπαγμένος από τις φυλλωσιές των δέντρων ονειρεύομαι τους γέροντες εκείνους χρόνους!
]]>Αρχή της εφηβείας μας ήρθαμε στο «κλεινόν άστυ» του κάμπου να σπουδάσουμε και να αφυπνιστούμε εκ της ραστώνης του χωριού, να νιώσουμε το γλυκασμό της γραφής των λογίων πατέρων, να αποσβέσουμε το «μηδενός επιθυμείν» και να γευτούμε τον ποιητικό οίστρο της θυσιασμένης κόρης Ιφιγένειας για χάρη ενός λαφυραγωγού πολέμου εξαιτίας της πληγωμένης νιότης της Ελένης του Μενελάου.
Διαβάζαμε σε λάμπα πετρελαίου, παίρνοντας ελπίδα από το φως της που σιγόκαιγε να φύγουμε από τη στάχτη μας που έσκιαζε τη φρυγμένη νιότη μας. Το ηλεκτρικό που αργοπορημένο ήρθε, φώτισε καλύτερα το δρόμο της εξόδου από τα συντρίμμια μας. Συνεπείς στις αναγνωστικές φιλοδοξίες μας, ενθαρρυνθήκαμε από την ακόρεστη δίψα μας για γνώση και σκύψαμε σε δανεικά μεταχειρισμένα βιβλία, λεηλατώντας το φλύαρο χρόνο μας που είχε αρχίσει να ζει τρεφόμενος από το χαμένο μας καιρό που είχε ανατείλει μαζί με το λείψανο της κοινωνίας της προηγούμενης δεκαετίας του ’50.
Η άσκηση με τα σχολικά βιβλία, επίμονη και κουραστική, μας δυσαρεστούσε στο έπακρον. Αναζητούσαμε το κόσμημα του κάλλους του δικού μας βιβλίου, του παιδικού και εφηβικού. Όμως μας έλειπε και κάθε προμήθειά του από το ισχνό βαλάντιό μας, την έπνιγε η μέδουσα φτώχεια. Καμία υπερφίαλη σκέψη να οδηγηθούμε στη δημοτική βιβλιοθήκη αφού ο ασκητισμός βιβλίων στα ράφια της δεν είχε εφευρεθεί ούτε και στη σχολική όπου ένας κρύος πουνέντες που φυσούσαν οι ψειριασμένες σελίδες της, μας έδιωχνε άκομψα αντί να μας περιθάλπει.
Έτσι ήρθε να δροσίσει τη φρυγμένη μας ψυχή, «Ο μικρός ήρωας» και η «Μάσκα». Ποιο μελτεμάκι φύσηξε και μας τα ‘φερε δε θυμάμαι. Μόνο ακούω το φλίφλισμά του πάνω στις σελίδες τους, από τότε που κρυμμένοι σαν λήσταρχοι μέσα στη σπηλιά τα διαβάζαμε με σκυμμένα κεφάλια και ρουφούσαμε απνευστί τη δρόσο και την ευλογία τους, τη θεία μετάληψη που μας κοινωνούσαν οι ήρωές τους.
Και όσο το κάναμε αυτό να τοξεύουμε τα βέλη της αμάθειας μακριά μας για αρκετό καιρό, αγκυλωμένοι έστω και σ’ αυτά τα ευκολοχώνευτα αναγνώσματα, τόσο ξεφεύγαμε από το σφίξιμο του κρύου εναγκαλισμού της πνευματικής μας ένδειας.
Όμως η αστική διαπλοκή του οικείου περιβάλλοντος και του σχολείου, στράφηκε εναντίον μας, μ’ ένα μανιφέστο γροθιά για τον οδυνηρό μας κατήφορο. Το ‘μαθαν φαίνεται όταν ο ιστός της αλληλεγγύης μας κόπηκε, και, κάποιος θαμπός φάρος εξέπεμψε φως και μας πρόδωσε. Τότε μας έσωσε ο Γιάννης, διάκονος μετέπειτα της Θέμιδος, που καθισμένος σ’ ένα κούτσουρο πουρναριού, εξέδωσε λόγο δικανικό λίαν θερμό για να μας πει: «Είμαστε διανοούμενοι και είναι τυφλίτες! Γι’ αυτό συναθροίζονται και μας ρίχνουν πέτρες. Έχουμε ανεβεί στα ανώγεια κι αυτοί ζούνε στα υπόγεια. Εμείς σκεφτόμαστε για τους άλλους και διαβάζουμε για να υπάρχουμε. Έχουμε σκέψη. Αυτοί μόνο κοιλιά. Εμείς κυνηγάμε τη διανόηση, αυτοί χίμαιρες. Κολυμπάνε στο βούρκο κι έχουνε χωθεί μέσα ως τ’ αυτιά».
Και συνεχίζαμε να μαζευόμαστε στη σπηλιά και να μιλάμε με το Σπίθα και την Κατερίνα. Ότι πρωτόγονο ανθρωποειδές βάρυνε την καρδιά μας, μας το λείαναν και μας το έκαναν σημαντικό κρίκο της εξελικτικής μας αλυσίδας που μας έδενε και μας ένωνε με το σύγχρονο νοήμονα άνθρωπο. Κι όσο «Ο μικρός ήρωας» και η «Μάσκα» μας έλειπαν τα αναζητούσαμε στα σκουπίδια. Τα πλουσιόπαιδα της διπλανής πόρτας, τα μπούχτιζαν και τα έριχναν στο σκουπιδοτενεκέ. Εμείς στις μύτες των ποδιών μας για να μη μας αντιληφθούν, γινόμαστε σκουπιδοσυλλέκτες και τα μαζεύαμε. Τα διαβάζαμε ώσπου να κυκλοφορήσουν τα νέα τεύχη. Βέβαιοι πως τα παλιά ήταν και πάλι πεταμένα στα σκουπίδια, δεν προσπερνούσαμε το σκουπιδοτενεκέ χωρίς πριν να του ρίξουμε μια ματιά. Το σκύπτειν μας είχε γίνει συνήθεια και αναγκαίος τρόπος ζωής.
Στα δεκατέσσερα η ίδια ακάθεκτος πνοή φιλανάγνωσης μάς έκανε μύστες του Ιουλίου Βερν. Φίλη αναγνώστρια γειτονοπούλα λεηλατούσα λαιμάργως σελίδες μυθιστορημάτων μας φιλοδώρησε βιβλίο του «παγκόσμιας εμβέλειας» όπως μας το βάφτισε με τίτλο: «Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα μέρες». Ο Γιάννης «ο νομικός» έπλεξε το εγκώμιο του συγγραφέα αφού εμείς είχαμε μεσάνυχτα από τέτοιους επιφανείς κονδυλοφόρους, λέγοντάς μας σαν σκούπισε στο σκονισμένο εξώφυλλό του την υπάρχουσα ακόμη κόνιν με την άκρη του μανικιού του: «Το ξέρω το βιβλίο. Οι σελίδες του είναι γλυκές, γεμάτες περιπέτειες. Θα σας αρέσει γιατί ο παραμυθάς τούτος έχει την πένα του στεφανωμένη με περισπούδαστες σκέψεις».
Και το διαβάζαμε στη σπηλιά, καθισμένοι οκλαδόν ή σκαρφαλωμένοι στα κλαδιά των δέντρων. Πότε φωναχτά από έναν αναγνώστη και οι λοιποί ακούγαμε ως ακροατές ή εκ περιτροπής ο καθένας από μέσα του με την κλεψύδρα να μετρά το χρόνο μας ανά δεκάλεπτο. Οι σκράπες δυσανασχετούσαν, οι φωστήρες έτοιμοι με το ραπισμό μετά το πέρας κάθε σελίδας να τον επιφέρουν επί αυτών. Όλοι όμως εκλεκτοί και μη, του είκοσι ή του δέκα, μπροστοθρανίτες της τάξης ή πισωθρανίτες, παγιδευόμαστε από την ποιητική του χροιά και τον οίστρο της φαντασίας του. Λίγο ή πολύ όλοι μέναμε με το στόμα ανοικτό. Λίγο ή πολύ όλοι διατελούσαμε εν εξάλλω συναισθηματική φορτίσει και είμαστε κατησβολωμένοι από το σφρίγος της εξαίσιας αυτής γραφής.
Εν τη παρόδω του χρόνου η χορηγός μας, μας έδωσε και δεύτερο τόμο του Ιουλίου Βερν με τίτλο: «Οι πειρατές του Αιγαίου». Παλιό και δεμένο με σύρματα, σπάγκο και καλώδια. Οι πρώτες του τρεις και οι πέντε τελευταίες σελίδες του έλειπαν και στα περιθώρια είχε σταξιές λιωμένου κεριού. Οι κεντρικές σελίδες είχαν μαύρες τρύπες και στα κενά των περιόδων υπήρχαν μισοσβησμένες λεξούλες και ποιητικοί λυρικοί στίχοι απομεινάρια από άσβεστους όρκους ερωτικού πάθους.
Το διαβάζαμε κι αυτό, στήνοντας το σκηνικό μας με σκηνοθέτη αόρατο και σενάριο άγραφο. Καθένας μας γινόταν ήρωας, παίκτης του αόρατου θιάσου μας. Ο ένας τρομερός πειρατής Σακρατίφ [Νικόλας Στάρκος] ο άλλος γάτος Εβραίος τραπεζίτης Ελιζούντο, ο έτερος Γάλλος φιλέλληνας Ερρίκο Ντ’ Αμπαρέ, σκεφτόμαστε την όμορφη κόρη του τραπεζίτη τη Χατζίνα, χύναμε δάκρυ καυτό για τη δύστυχη μάνα του Σκάρπου, Ανδρονίκη, πλέαμε κι εμείς μαζί τους στο Αιγαίο πολεμώντας πειρατές και φονιάδες στυγνούς.
Στη λώλα μας αυτή να διαβάζουμε έγκλειστοι στα σπήλαια παρασύραμε και τους γύρω μας γιδοβοσκούς που λάκιζαν από τα μαντριά τους, επισκεπτόμενοι τη χωμάτινη καλλίκτιστο κατοικία μας να μας ακούσουν. Ανέβαιναν σαν πίθηκοι στους βράχους και ξεχνώντας τους δεσμούς τους με τα ερίφια, δένονταν με τις ιστορίες του βιβλίου, ζητωκραυγάζοντας στο τέλος για τη μαγεία που τους χάριζε τι τρίπτυχο, Γουτεμβέργιος, λινοτύπης, συγγραφέας.
Τότε για να τους ευχαριστήσει έπαιρνε το λόγο ο Σάκης ο μετέπειτα «επικοινωνιολόγος» και εκφωνούσε λογίδριον πλήρες κριτικού και συναισθηματικού λογισμού: «Ω! σήμερα» αρχινούσε με υψωμένη φωνή «έχουμε γίνει όλοι μας πόες της ουτοπίας, κούφιοι ρήτορες, ατίθασοι δρομείς της ασφάλτου, φονιάδες των αποδημητικών πουλιών, θιασώτες μιας αλαζονικής έπαρσης, εκφραστές μιας ηλιθιότητας διάρκειας. Μόνο μέσα από τα βιβλία θα αποβάλλουμε την ηθική και πνευματική μας κατάπτωση μετερχόμενοι στο στάδιο του εχέφρονος ανθρώπου».
Στη συνέχεια τους έδειχνε το μπαλωμένο βιβλίο λέγοντάς τους με εκπληκτική φλυαρία: «Έχει λογοτεχνικές αρετές και δεν είναι ευτελές. Έχει μέσα του τη χλιαρή αύρα του λόγγου που βόσκουνε τα γίδια σας και αφήνει να διαφεύγει από τις σελίδες του ένα θρόισμα σαν των χνουδάτων φύλλων των δέντρων του δάσους μας».
Άλλοτε οι ανθρώπινες συναντήσεις μας ήταν με κυνηγούς με καλόγερους με ξυλοκόπους και χοιροβοσκούς. Και όπως ήταν κι αυτοί θρυμματισμένοι στην κενότητα του τίποτα εύκολα η θέα του βιβλίου τους έδινε ένα έρεισμα φιλοσοφικό.
Μετά ήρθε το «ποίημα ερωτικόν» του Βιτζέντζου Κορνάρου να απαλύνει την ανυπόστατη και ερημωμένη μας εφηβική ζωή. Ήταν μικρού μεγέθους σαν βίπερ και το σταύλιζε στην κωλότσεπη ο Δημήτρης ο Λόγιος. Είχε το εξώφυλλό του μπλε, τον τίτλο του γραμμένο με γράμματα φαιά, τις σελίδες του φουσκωμένες από τη μούχλα και την υγρασία σαν φαφατιασμένες φέτες ψωμιού. Εντύπωση προξενούσε η καλλωπισμένη του εισαγωγή με το τετράστιχο: «Βιτζέντζος είν’ ο ποιητής κι εις την γενιά Κορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος όντε τον πάρει ο Χάρος. Στη Στίαν εγεννήθηκε, στη Στίαν ανεθράφη, εκεί ‘καμε κι εκόπιασε ετούτα που σας γράφει».
Λήγοντος του ποδοσφαιρικού αγώνα στο γυμναστήριο ο Δημήτρης μας περίμενε στην έξοδο. Εκεί ακλήτευτος έσυρε το βιβλίο από την τσέπη και μας το κοινωνούσε στον αέρα με κυματισμούς. Ύστερα απάγγειλε υποκρινόμενος τον Ερωτόκριτο: «Αδερφέ μου, δεν μπορώ στον κόσμο πλειο να ζήσω, γιατί έβαλα ένα λογισμό και στέκω ν’ αφορμίσω. Σ’ τόπο ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω, το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει το δεν σώνω. Τη θυγατέρα του Ρηγός, του εφέντη μας την κόρη, οπού άνεμος δεν τζ’ ήδιδε ουδ’ ο ήλιος την εθώρει, κι οπού μας παίρνει τη ζωή, όντε μας πιάνει η μάχη, ο λογισμός οπούβαλα, δίχως θεμέλιο να ‘χει».
Στη ρέμβη ύστερα της ντάπιας του κάστρου φυλλομετρούσαμε τις σελίδες του και ζωντανεύαμε στη φαντασία μας το αψεγάδιαστο κορμί της Αρετούσας. Και όλοι οι άλλοι βλαστοί και οι κλώνοι των ερωτικών μας πόθων, αναβλάσταιναν σε κάθε στόρηση των στίχων. Ζωγράφοι χίλιοι, έφτιαχναν με την τέχνη στα κοντύλια τους πεθυμισμένα μάτια, χείλη, στήθη, καρδιές ματωμένες σε σάρκες που τις έκαιγε της αγάπης το καμίνι.
Άμα τη λήξει της ποιητικής μας ανάγνωσης πάλι ο Δημήτρης έβαζε στα χείλη του στίχους της Αρετούσας : «Νένα μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα και τα τραγούδια κι οι σκοποί εξάφνου μ’ επλανέσα και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω, ποιος είναι αυτός που τραγουδεί κι έγνοια μεγάλη έχω».
Λίγο πριν ξεσκολίσουμε την Άνοιξη, ένας γυρολόγος πραματευτής μας πούλησε τους «Άθλιους» του Βίκτωρα Ουγκώ. Ρυπαρό, χοντρόδετο με σελίδες κουρέλια και τις γραμμές του ξεθωριασμένες από το φλύαρο χρόνο. Στην πρώτη σελίδα μια λεηλατημένη λεζάντα έγραφε: <<Απαγορεύεται αυστηρώς ο δανεισμός και η μεταπώλησις». Από κάτω μια άλλη χειρόγραφη από απαίδευτο χέρι συμπλήρωνε ορνιθόγραφα: «Φυλακαί Κερκύρας εν έτει 19..» οι υπόλοιποι αριθμοί εσβηκότες.
Κάναμε ρεφενέ και το στείλαμε στον τυπογράφο να το μερεμετίσει. Το κόλλησε, το έντυσε με εξώφυλλο κλαπέν από μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη σβήνοντας τον τίτλο του και μας το ενεχείρισε ως φωτεινό διάττοντα. Λόγω τού όγκου του αποφεύγαμε να το κουβαλάμε στη δροσόβολη αύρα της σπηλιάς και στα μοσχοβόλα αρώματα του κάστρου. Το διαβάζαμε κατ’ οίκον μετά το πέρας της τελειωμένης μέρας μας. Όπου τα γράμματα ήταν αχνά τα ζωηρεύαμε με μεγεθυντικό φακό κι όπου οι σελίδες ξεκόλλαγαν παρά την επιμέλεια του τυπογράφου, τις στερεώναμε με ζύμη ή κόλλα. Ολοένα προχωρούσαμε τις σελίδες του κι ολοένα οι αράδες του γίνονταν πνευματικοί φίλοι της καρδιάς μας και μέρα παρά μέρα ότι λόγιο μας γυάλιζε στην ουράνια γραφή του άρταινε το πνεύμα και το νου μας.
Ο άγουρος δικός μας ήλιος, φώτιζε και τη γειτονιά. Και στα σπίτια της οι σπιτικοί θεοί μαζί με τις τόσες έγνοιες τους αποξεχνούσαν να μπάσουν το βιβλίο. Τότε οι περικοσμημένοι με την άγια βιβλιοφιλία μας το δανείζονταν για να αποστάξουν το στοχασμό του. Έτσι οι βαπτισθέντες νέοι δεινοί αναγνώστες πολλαπλασιάζονταν, γίνονταν πολλοί οι βιβλιόφιλοι οσονούπω. Και ένθερμοι πλέον βιβλιστές χρήζονταν θαρραλέοι φύλακές του.
Και μια μέρα μουσκεμένη στην ομίχλη, «Οι άθλιοι» που γράφτηκαν για όλα τα έθνη, βιράρισαν για τον πάτο του πηγαδιού. Η κόρη που το διάβαζε το ξέχασε στο χείλος του φιλιατρού. Ένας γάτος Αγκύρας αδέξιος που πέρασε το έσπρωξε μέσα. Στο σκοτεινό σημείο του βάθους που κοιτάξαμε δεν είδαμε παρά μουσκεμένες τις σελίδες και τους βιβλιοσκώληκες να σαλεύουν.
Μαζί τους είδαμε και τον άθλιο άνθρωπο που αγωνιά κάτω από τις εποχές ενός χρόνου, που φεύγει φλύαρος και τρέφεται από το θάνατό του.
]]>Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
Όλο διακηρύξεις πομπώδεις είσαστε, εθελότυφλη εμμονή σάς διακατέχει να χτίζετε στην άμμο, χωρίς πρόγραμμα κυβερνάτε τη χώρα και ούτε ψύλλος στον κόρφο σας. Συνεχή απαξίωση διδάσκετε στις ιδέες, στο ήθος, στο πνεύμα, στα έργα των πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών. Δεν πιστεύω να ξεχάσατε τι έπαθαν, Παρορίτης, Καρυωτάκης, Βάρναλης, Ρίτσος, Θεοδωράκης, Καζαντζάκης, Καβάφης, από τους φίλους σας που κυριαρχούσαν πριν στο πολιτικό φακλαναριό που τώρα σεις επαξίως τους διαδεχτήκατε. Με τη ζύμη της σαπίλας τους, και, της δικής σας σαπίλας ζυμώθηκε και η σημερινή κοινωνική σαπίλα που αν κάποιος και στις μέρες μας δηλώσει Ψυχαριστής δεν το έχουν τίποτα << οι φανατισμένοι >> καθαρευουσιάνοι να τον λυντσάρουν.
Ώσπου ήρθε η ωραιολογία, κάλυψη κι αυτή του ψεύδους σας, να βαφτιστεί ο μικρομεσαίος, μοχλός της ελληνικής οικονομίας και ο βιοτέχνης, ο σουβλατζής, ο κουρέας, ο λινοτύπης και ο αχινοσυλλέκτης, ακρογωνιαίοι λίθοι της. Δυστυχώς τους θάψατε. Πριν την καταστροφή ζούσαν λιτά αλλά είχαν και ένα νεφελώδες όραμα ζωής. Τώρα τι έχουν; Την τριχιά στο λαιμό τους και το ζυγό της φτώχειας στον τράχηλο;
Στην πόλη που έχω κατασκηνώσει είναι θαύμα που ζει ένας μικρομεσαίος μετά από αυτό που έπαθε. Είχε ένα μαγαζάκι, μια κάμαρα στενάχωρη, αλλά παραφορτωμένη στις μέρες της δόξας, με βιβλία, χαρτικά και παιχνίδια. Έτρωγε κι αυτός, έριχνε και το φόρο με το ΦΠΑ του στον εθνικό κορβανά να σωθεί κανένας γέρος με το τρισάθλιο εθνικό σύστημα υγείας. Ώσπου η όχεντρα κρίση του κατέβασε τα ρολά. Άνοιξε άλλο με κονσέρβες, τσιγάρα, εργαλεία ψαρικής, σκοινιά, παντούφλες, σκούπες και απορρυπαντικά. Το κράτησε ένα χρόνο, το χρέος στον ΟΑΕΕ λίγο έλειψε να τον στείλει φυλακή. Έμεινε στο δρόμο, τον τάιζε η γειτονιά, η Τράπεζα με το παχουλό της χέρι τον φοβέριζε να του πάρει το σπίτι, ένα μακρόστενο χαμώγι που βάζει μέσα γυναίκα και παιδιά.
Και τώρα κόβει χορτάρια να μη το χάσει, καθαρίζει κήπους και αυλές, βουλώνει γράνες στους δρόμους, πλένει βιτρίνες, θελήματα κάνει να ‘χει γεμάτο το ροί και χορτασμένη την κοιλιά.
Οι μισοί Έλληνες είναι σαν κι αυτόν φαληριμένοι, η μισή Ελλάδα ήδη κατοικεί σε είδη τσαντιριών. Κι εσείς Λουδοβίκοι μου, κάνατε τη βουλή πεδίο λυσσαλέας αμάχης, εξαντλήστε σε ψηφοθηρικές μεταρρυθμίσεις, χαίρεστε για τον αμοραλισμό και τη μικρόνοιά σας, κυβερνάτε χωρίς πρόγραμμα και πανηγυρίζετε σε κάθε μέτρο δρόμου που ασφαλτοστρώνετε και κόβετε την κορδέλα! Η κομματική και η πολιτική σας καμαρίλα δεν έχει όρια!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
]]>Η εκδήλωση, στην οποία θα απευθύνει χαιρετισμό ο Μεσσηνιακής καταγωγής δήμαρχος Ηλιούπολης Βασίλης Βαλασσόπουλος, θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δήμου Ηλιούπολης (Ελ. Βενιζέλου 112-114 και Πρωτόπαππα) και θα παρουσιαστούν τα βιβλία «Με το τσιαλούμι του κασμά» και «ΜΟΥΤΣΗΣ, ο “πρίγκιπας” του Βαρικού».
Πρόκετιαι για δύο εκδόσεις που έγιναν φέτος και αφορούν το πρώτο στις παραδόσεις, την κοινωνική ζωή και την καθημερινότητα στην Αυλώνα του περασμένου αιώνα, μέσα από τη ζωή και τη δράση της οικογένειας του συγγραφέα. Το βιβλίο «Το τσιαλούμι του κασμά» είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Αριστείδη και Μυγδαλιάς Καρατζά. Η δεύτερη έκδοση αφορά στην παρουσία και προσφορά του Δημητρίου Βουδούρη (Μούτση) στην Αυλώνα αλλά και την κοινωνική αχαριστία την εισέπραξε ο ευεργέτης του χωριού, ο οποίος οδηγήθηκε ουσιαστικά στην αυτοκτονία το 1963. Μια συγκλονιστική ιστορία με κοινωνικές προεκτάσεις πάντα επίκαιρες και διδακτικές στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα…
Για τα βιβλία και τον συγγραφέα θα μιλήσουν οι:
– Παναγιώτης Γεωργακόπουλος, αντιστράτηγος Αστυνομίας έ.α.
– Δημήτριος Κολέτσος, συγγραφέας -λαογράφος.
– Έρικα Αθανασίου, εκπρόσωπος εκδόσεων ΚΗΦΙΣΙΑ, συγγραφέας.
– Θανάσης Τσαμούλης, εκδότης εφημερίδας ΦΩΝΗ της Μεσσηνίας
– Κώστας Σ. Αδαμόπουλος, πρ. πρόεδρος του Συλλόγου Αυλωνιτών Τριφυλίας, επιχειρηματίας.
Χαιρετισμό, μεταξύ άλλων θα απευθύνουν και οι :
Κωνσταντίνος Βουδούρης, καθηγητής της φιλοσοφίας ΕΚΠΑ.
Δημήτριος Ρεντίφης, διδάκτωρ κλασικής φιλολογίας.
Η παρουσίαση θα κλείσει με ομιλία του συγγραφέα, ενώ την παρουσίαση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Θανάσης Τσαμούλης.
Κείμενα θα διαβάσουν ο Μεσσηνιακής καταγωγής ηθοποιός Γιώργος Γιαννόπουλος, η Μαρία Φουράκη και η δεκάχρονη Δήμητρα Γεωργακοπούλου.
]]>«Εσύ δουλεύεις αμόνι και σφυρί, τι ανάγκη έχεις!» του αποκρίθηκα αστεία και ρητορικά και κάθισα. Άρχισε: «Τι θαρρείς γραφιά μου, πως καρτεράω εδώ κλεισμένος στην τρύπα, τσαγκάρης πολυχρονίτης, να γίνω Σαουδάραβας εμίρης; Συνταξιοδοτήθηκα από το ισχνό ταμείο μου με 595 ευρώ, και, δεν τη βγάζω. Είναι ψίχουλα, δε φτάνουν για τίποτα και δουλεύω στη ζούλα για να τ’ αυξήσω. Σκληρό το σουγλί, αλλά κάτι θα μου δώσει στην αρπακτική οικονομική αποκτήνωση που μας έφεραν οι λακέδες της εξουσίας και του κεφαλαίου και έστησαν ένα καταθλιπτικό κράτος και κοίτα τα χάλια μας! Στο τσαγκάρικο που βλέπεις μη λες πως φτιάχνω λουστρίνια, μερεμέτια κάνω στα απολειφάδια των φτωχών. Μπαλώνω σχισμένες και τρύπιες γόβες, σολιάζω αρβύλες, τακούνια αλλάζω σε πολυφορεμένα παπούτσια. Και όσο σκέφτομαι τι τρώνε οι βουλευτές και οι αετονύχηδες, μου ‘ρχεται ντελίριο.
Ακούω η κοινωνία είναι διαλυμένη και ο «Καλλικράτης» δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ο περιπτεράς τον λέει «Διαλυκράτη»και ήταν φρούτο που το γέννησε η κομματική καμαρίλα. Πιστεύουν πως κρατούν το δίκαιο από τα γεννητικά τους όργανα και κάνουν ό,τι θέλουν. Εγώ γράμματα δεν ξέρω, ό,τι έμαθα το ‘μαθα στο πεζοδρόμιο αλλά ξέρω να ξεχωρίζω το καλό από το κακό. Ε, λοιπόν και οι πριν και τούτοι που ‘ναι πάνω τώρα δεν είναι τίποτ’ άλλο από την τυραννία των ηλιθίων! Τα έκαναν Σόδομα και Γόμορρα και μας έριξαν στη δυστυχία. Ενώ εμείς βουρκώνουμε μασώντας ρεβίθι και κρεμμύδι, αυτοί τρώνε τον αγλέουρα και πίνουν του σκασμού σε εορτές και πανηγύρεις!»
Μια αύρα εκπνοής έφυγε από μέσα του όταν τα είπε, αλάφρωσε και απόμεινε ήρεμος να ονειροπολεί. «Σκέφτομαι σε πίσω καιρούς» ψιθύρισε, «τότε που είχα τον τορβά μου γεμάτο και δεν τους είχα ανάγκη! Τώρα το ξέρω, πως θα φτύνω αίμα ώσπου να ξεψυχήσω, αυτοί θα πίνουν τον καφέ τους ανέμελα, θα διαβάζουν την εφημερίδα τους και θα είναι χορτασμένοι!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
]]>
Γιατί λοιπόν τόση σιωπή; Όταν εσείς σιωπάτε, με ποιον, με ποιον να μιλήσουμε; Βγάλτε ένα περιοδικό να φωτίσετε τον πνευματικό μας ορίζοντα. Ένα φανάρι κρεμάστε του, να τριγυρνά στους σκοτεινούς δρόμους μας, στους δαιδαλώδεις διαδρόμους μας χρυσά πουλιά να κάνει τις σφαίρες από τα μυδράλια που μας πυροβολούν.
Με τις σελίδες του, την πνευματική μας γύμνια να ντύσετε, με την ιερότητα του δικού σας λόγου, του Πατατζή, του Κατσαρού, του Πέλλα, του Σπάλα, του Παυλέα, του Λίτσα, του Φωτέα, του Ζακόπουλου, να καταδικάσουμε το είδωλό μας που μας ξεγελά. Μ’ αυτά που θα διαβάσουμε στις στήλες του, από τον υπόκοσμο των μικρονοϊκών να φύγουμε, το σχήμα της καταφυγής μας να φτιάξουμε με στίχους σαν αυτούς που θα απαγγείλουμε: «Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος ανάμεσα στους οπλισμένους Δωριείς, ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους, όμως παρέμεινα με τα κουρέλια μου όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση, όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων, όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία, ένας σκοτεινός συνωμότης».
Με κείμενα σαν αυτό, να ζωγραφίζει της καρδιάς μας το δεφτέρι: «Έφυγαν από την πόλη μας ύστερα από λίγες μέρες. Φόρτωσαν τα πράγματά τους σ’ ένα καμιόνι και σκαρφάλωσαν κι αυτοί πάνω στα κασόνια, σαν πουλιά που τα νάρκωσε το σούρουπο και κούρνιασαν. Η Μπέμπα είχε καθίσει έτσι που να βλέπει πάντα τη μικρή μας πολιτεία. Ταξίδευε κατά το άγνωστο με την πλάτη, έτσι όπως ταξίδευε στη ζωή…»
Το περιοδικό θα είναι ένα πνευματοφυλάκιο. Όποιος θα γράφει θα είναι άξιος εραστής της λογοτεχνίας ή άλλης φίλης τέχνης και η πένα του θα ορθοπλωρεί και θα μοιάζει με ειρηνική πολεμική σάρισα που θα πολεμά όλες τις τυραννίδες της γης. Κουρασμένοι γραφιάδες θα αποκλείονται, λόγος φτωχός, με ιδεολογική σύγχυση, υπολείμματα ψυχοπάθειας και μεγαλοστομίας θα κρίνεται γερασμένος και με συνοπτική διαδικασία θα διώκεται.
Συστράτευση λοιπόν για ένα λόγο αιρετικό, ονειροπόλο, θριαμβικό, για έναν πνευματικό ευαγγελισμό, ένα αλληλούια αγγέλων εν μέσω της πυκνής νύχτας που μας περιβάλει. Μια πορεία προς την Επανάσταση! Μια αναζήτηση της ελευθερίας της γραφής, παρά το βλοσυρό βλέμμα των Σαδδουκαίων.
ellinikoxronografimablogspot.gr
]]>Με τον ήλιο μια να φαίνεται και μια να χάνεται πίσω από τα βουνά της Κυπαρισσίας και πέρα στον ορίζοντα από το Τετράζι ως το Κατάκωλο να ροδίζει μέσα στην πρωινή ανταύγεια, κινούσε με τον ερχομό της μέρας ο Μάνος ο ψαράς και μ’ όλα τα σύνεργα της ψαρικής στο μεγάλο καλάθι του, τραβούσε για το λιμάνι να συναντήσει «την κόρη του» τη μικρή του βάρκα για ν’ ανοιχτεί μαζί της στο πέλαγο.
Δεξιά του λιμανιού και πίσω από το όμορφο εκκλησάκι της Παναγίας ήταν το σπίτι του άλλου θαλασσινού, του γερο Νικόλα. Κι αυτός έφαγε τη ζωή του στα άγρια κύματα και γερασμένος τώρα ζούσε εκεί, μόνος, με το βλέμμα του πάντα στη δύση να αγναντεύει τον ορίζοντα και να ονειρεύεται τα μακρινά του ταξίδια. Έφτιαξε ένα πέτρινο σπιτάκι, το στόλισε με ξωτικά και θαλασσινά πράγματα, φύτεψε στον κήπο του δέντρα και λουλούδια και διήγε το βίο του, μόνος όπως είπαμε, αλλά με συντροφιά το σκύλο του, ένα σκυλί αφρικανικής ράτσας, μεγαλόσωμο, ρωμαλέο και όμορφο.
Όταν το πρωτόφερε στον Αγρίλη και το κατέβασε από το καράβι μέχρι να το πάει στο σπίτι έγινε το έλα να δεις, από το συγκεντρωμένο πλήθος. Όλος ο Αγρίλης μαζεύτηκε για να το υποδεχτεί, να το δει και να το θαυμάσει! Τέτοιο ντελικάτο και βεργολυγερό σκυλί πρώτη φορά πατούσε το πόδι του σε Τριφυλιακή ακτή! Ολόμαυρο με την τρίχα του κοντή και γυαλιστερή σαν βελούδο, περπατούσε και θαρρούσες πως πετούσε. Τα πόδια του γερά και όμορφα σμιλευμένα, το κεφάλι του μακρύ με δυο μαύρα μάτια αστραφτερά, το περπάτημά του ένας ανάερος στίχος του ποιητή που χύνεται στον αέρα! Τ’ αυτιά του μεγάλα και κομψά, δίπλωναν κάθε τόσο και λιγάκι σαν δυο φύλλα χρυσού. Παρορμητικό, παιχνιδιάρικο, άφοβο, φιλικό, έπαιζε με κάθε περαστικό στο δρόμο, στον κήπο του σπιτιού του αφεντικού του Νικόλα, έβρισκε τη χαρά και τη συντροφιά μαζί του, πότε γλείφοντας τα πόδια του, πότε να σκαρφαλώνει πάνω του, άλλοτε να του τραβά το παντελόνι, με αλόγιστη ευτυχία να τον κοιτάζει στα μάτια, όλο με κάποια χορευτική κίνηση να του δείχνει τα ευγενή συναισθήματά του.
Ο καπετάν Νικόλας άνθρωπος αγαθός πολύ το αγαπούσε. Έτσι μόνος χωρίς οικογένεια, το ‘χε συντροφιά του, μ’ αυτό ένιωθε τις χαρές της ζωής μ’ αυτό και τις λύπες. Ξυπνούσε το πρωί κι έτρεχε κοντά του. «Καλημέρα!» του έλεγε και του χάιδευε τρυφερά την πλάτη. Πηδούσε χαρούμενο εκείνο πάνω του, τον έγλειφε στα πόδια, στα χέρια, με αναρριχήσεις προσπαθούσε να ανεβεί στους ώμους του. Ύστερα κολλούσε τη μουσούδα του στο πρόσωπό του και έδειχνε πως ήθελε να τον φιλήσει. «Θες να με φιλήσεις, ε;» το ρωτούσε ο καπετάνιος και το ‘παιρνε στην αγκαλιά του. Καθόταν μετά σ’ ένα σκαμνί, το έβαζε μέσα στα πόδια του και έπιανε την κουβέντα μαζί του.
Το σκυλί τούτο το ξενομερίτικο το γνώρισε και ο Μάνος. Μόλις είχε αφήσει ένα δειλινό τη βάρκα του δεμένη στο μόλο και περνούσε έξω από το εκκλησάκι της Παναγίας. Είδε την πόρτα ανοιχτή και μπήκε. Εκεί συνάντησε και το σκυλί. Είχε μπει μέσα λάθρα και σαν ταπεινός προσκυνητής στεκόταν μπροστά από την εικόνα της Παναγίας, γρύλιζε κάτι, σήκωνε τη μουσούδα του να τη φτάσει και κουνούσε την ουρά του σαν σήμα χαιρετισμού! Το έβγαλε έξω ο ψαράς και με την πρώτη ματιά γίνηκαν φίλοι, φίλοι εγκάρδιοι και δυνατοί, σύντροφοι στη χαρά και στο παιχνίδι.
Η φιλία τους κρατούσε καιρό, συναντιόταν ταχτικά, όλο και κάτι το φίλευε ο ψαράς όταν τα δίχτυα του είχαν καλή ψαριά. Χορτασμένο πια, έτρεχε το κυνηγούσε, το χάιδευε, χαρούμενο εκείνο σκαρφάλωνε πάνω του, μια τρελή συντροφιά γίνονταν και οι δυο τους και έπαιζαν σαν μικρά παιδιά.
Ώσπου ήρθε ένα μαύρο πρωινό, μ’ ένα μουχρωμένο ουρανό που έβρεχε θολή βροχή και φυσούσε κρύο αέρα. Το σκυλί σε κακά χάλια, έκλαιγε, τρέκλιζε, χτυπούσε στους κορμούς των δέντρων και του μαντρότοιχου, και σαν κινούμενος όγκος ψοφιμιού, σκορπούσε τον τρόμο και τη λύπη. Άρρωστο, ζαλισμένο, κουρασμένο, με μάτια κλειστά, τυφλό και πληγωμένο ζητούσε μέρος να κρυφτεί, απάγκιο να ξαποστάσει.
Το πήρε το μάτι του Μάνου του ψαρά και το πλησίασε. Σήκωσε εκείνο κλαίγοντας νωχελικά το κεφάλι του και τρεκλίζοντας στηρίχθηκε στα πόδια του. Για λίγο όμως γιατί πετά σωριάστηκε κάτω. Κολυμπούσε μες στον ασβέστη κι όλο ούρλιαζε και φώναζε θανατερά.
– Γιατί Θεέ μου! Γιατί του το ‘καναν αυτό; αναρωτήθηκε ο ψαράς κι έσκυψε και το χάιδευε.
Με μάτια δακρυσμένα το έκοψε μια και δυο για το σπίτι του καπετάν Νικόλα. Τον έφερε, του ‘δειξε το σκυλί και άφησε κι αυτός πεσμένος πάνω του το δάκρυ του να κυλάει μέσα στο γυμνό αέρα. Ύστερα πνιγμένα είπε:
– Το τύφλωσαν οι αλήτες! Το έκαψαν με τον ασβέστη, το γέμισαν πληγές, πώς θα ζήσει τώρα; Ο διάβολος ας τους πιάσει στα δίχτυα του να τους ξεκοκαλίσει! Κι αμέσως μετά: Έτσι θα το αφήσουμε; Δεν πρέπει να το φροντίσουμε;
Ψηλά στον ουρανό φωνές, πολλές φωνές που τις έστελναν τα αστέρια είχαν στήσει το θρήνο τους. Και πιο πέρα στους δρόμους του Αγρίλη πρόσωπα με σφιγμένα χείλη σαν οπτασίες γλιστρούσαν σε σκοτεινές στοές.
– Το έμαθε το επεισόδιο ο κτηνίατρος της Κυπαρισσίας και θα επιληφθεί του θέματος, του είπε ο ψαράς με σβηστή φωνή λες και μισούσε τα λόγια του.
Το σκυλί συνέχιζε να είναι ξαπλωμένο και μ΄ ένα θλιμμένο κλάμα να προσπαθεί να σηκωθεί. Δεν τα κατάφερνε κι όλο έπεφτε. Δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε αλλά πάντα βρισκόταν στο χώμα. Ώσπου κουράστηκε πια το πάνω και το κάτω και το πήρε απόφαση πως ήταν ανήμπορο για ηρωισμούς και λούφαξε στους θάμνους ανασαίνοντας βαριά.
Το απόγευμα ήρθε ο κτηνίατρος, το είδε, έκανε τη διάγνωση και πήρε την απόφαση: «Ολική τύφλωση κι από τα δυο μάτια, κακώσεις ανεπανόρθωτες στο σώμα και τα μέλη του και αναγκαστική θανάτωση για να μην υποφέρει το ζώο». Τον άκουσαν και οι δυο ναυτικοί κι έγιναν κάτωχροι. Δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους κι έφυγαν δυστυχισμένοι. Σαν απομακρύνθηκαν, ο καπετάν Νικόλας, γύρισε πίσω, το κοίταξε κουλουριασμένο όπως ήταν κοντά στο θάμνο, μετά τη θάλασσα που του το είχε φέρει και με θλιβερή ματιά, μουρμούρισε: «Αχάριστη που είναι πολλές φορές η ζωή» και συνέχισε το δρόμο του.
Ο επικεφαλής πήρε το σκυλί, το πήγε στο ποτάμι μέσα στις καλαμιές και τραβώντας το όπλο το πυροβόλησε. Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε, μετά ένα κλάμα και το σκυλί έμεινε ακίνητο και άκαμπτο πάνω στην πράσινη φυλλωσιά.
Ο καπετάν Νικόλας έζησε μετά πολλά χρόνια παντέρημος και μόνος. Όπου και να βρισκόταν το θυμόταν και μιλούσε ώρες ατέλειωτες γι’ αυτό. Κοιτούσε τη θάλασσα μην το φέρει καμιά καλοτάξιδη γαλέτα, μήπως κανένα μπρίκι που έριχνε τα παραγάδια του το βρήκε και το μάζεψε, φέρνοντάς το πάλι πίσω στον τόπο του. Κι όλο δάκρυζε κι όλο το αποζητούσε πότε στους κήπους των σπιτιών, πότε στις ξέρες της ακτής, πότε στα μέρη που ξεψάριζαν οι ψαράδες. Κι ένα βράδυ που τα ‘χε πιει και είχε γίνει στουπί στο βάθος της ταβέρνας, αγναντεύοντας το πέλαγος που λαμπύριζε κάτω από το φως των αστεριών, θυμήθηκε την ιστορία του και την ξεδίπλωσε στους φίλους της παρέας: «Το γνώρισα στο Οράν» τους είπε. «Δόκιμος ήμουν τότε και κάναμε γραμμή, Αίγυπτο, Αλγερία. Γαλλία. Πάντα μ’ άρεσε η καλή ζωή, το ποτό και οι όμορφες γυναίκες. Τον έρωτα παράφορα αγαπούσα και πήγαινα συχνά στα πόρτα που βγαίναμε από το καράβι στις αμαρτίας τα σπίτια. Γνώρισα πολλά κορμιά αλλά ένα είχε μια δαρμένη ψυχή και μου άρεσε πολύ. Πήγαινα συχνά, χόρταινα τον έρωτα κι έβρισκα την παιδική χαρά μου ξεχνώντας θάλασσα, κύματα και άγριες φουρτούνες. Κι ευτυχισμένος όπως ήμουνα μια νύχτα στο Οράν, φεύγοντας από τον οίκο της ανοχής που με τη γυναίκα ζήσαμε μια αξέχαστη ηδονή, σ’ ένα δρομάκι άδενδρο και στενό, ο ίσκιος του σκυλιού παράξενος μου εφάνη. Το σκέφτηκα πολλές φορές καθώς με πήρε από πίσω να το κλωτσήσω αλλά ένας άγγελος φύλακάς μου με συγκράτησε. Στην πλώρη πια το έφερα και το είχα συντροφιά μου και όλες τις ελεύθερες ώρες μου τις πέρναγα μαζί του παιχνίδια να του κάνω και να του δείχνω με τα χέρια μου τα αστεία Μαραμπού που στον ουρανό πετούσαν. Δεθήκαμε αλλόκοτα, παράξενα θα έλεγα και όταν το ‘χανα ή μ’ έχανε τον κόσμο χαλούσαμε για να βρει ο ένας τον άλλο. Ζήσαμε μαζί εφτά χρόνια στο καράβι και πέντε στη στεριά. Το αγαπούσα σαν παιδί μου. Φαίνεται τρελό αλλά έτσι είναι. Τώρα μου λείπει, υποφέρω και βασανίζομαι. Το σκέφτομαι αδιάκοπα και τη θάλασσα κοιτάζω ώρες ατέλειωτες και χαζεύω να το δω να ‘ρχεται! Δεν έρχεται! Εγώ όμως θαρρώ πως έρχεται! Στιγμές – στιγμές χωρίς τη συντροφιά του νιώθω να τραβάω κακό δρόμο, δρόμο αγύριστο. Και είναι σίγουρο αυτό. Παντέρημος μες στις νύχτες μου δεν ακώ τίποτ’ άλλο από τον τριγμό των κυμάτων και το ουρλιαχτό του σκυλιού! Αυτού του φίλου που πέθανε τόσο άσχημα».
Έφερε το ποτήρι στα χείλη, το στράγγιξε και στράφηκε πάλι να κοιτά επίμονα τη θάλασσα με μάτια δακρυσμένα από εκεί που περίμενε πως θα ερχόταν το σκυλί.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
]]>
Κι αρχίζω, με κείνον τον άνεμο τον περασμένο να μου σκονίζει τις λέξεις, λέξεις γεμάτες αίμα, θανάτους, νεκρούς, χαμένες πατρίδες, αλυσοδεμένες ψυχές, εμβατήρια πολεμικά, πανανθρώπινα, λυτρωτικά. «Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα που μας εμάραινε θανατικά, θέλουμε ελεύθερη εμείς την πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά».
Ενθουσιάζομαι και συνεχίζω το «Χάρη» του Αναγνωστάκη να ψιθυρίζω: «… Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: «Πέθανε ο Χάρης» «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα. Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ‘χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα. Στη ματιά του χαράχτηκε άσβηστη η χαρά της καινούρια ζωής μας».
Η ματιά μου νικημένη, το ηθικό πεσμένο, ο χαμένος ανθυπολοχαγός του Ελύτη απ’ το Αλβανικό μέτωπο, στήθηκε μπροστά μου, απάγγειλα: «Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα χωρίς άλλα κεριά κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα, στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο κι ανάμεσ’ απ΄ τα φρύδια μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας, μικρό πικρό πηγάδι, κοκκινόμαυρο πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση».
Ύστερα θυμάμαι το συμμαθητή μου το Λευτέρη, που ‘χε πατέρα αντάρτη στο βουνό και βρέθηκε στη φυλακή. Μόλις βγήκε, άκουρος, αξούριστος και γενναίος ήρθε να τον δει στην παρέλαση. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, δάκρυσε όταν ο λιογέννητός του πέρασε από μπροστά του, του ‘ριξε δυο κλωνάρια δάφνης στα μαλλιά και του ευχήθηκε να τον χρειαστεί η πατρίδα μόνο για καλό, να μην τον ρίξει στη φωτιά κι ευτυχισμένος στην αγκαλιά της να της χαϊδεύει το μενταγιόν που θα της έχει κρεμάσει από μέταλλο του φεγγαριού.
Στο καφενείο τις πληγές του έδειξε. Ύστερα τ’ όνομα της ντροπής που του έδωσαν, στο γιο του, ψιθύρισε: «Συμμορίτη με βάφτισαν. Μη ντρέπεσαι γι’ αυτό. Τα μπράτσα σίδερα, φλόγα η ψυχή να τραγουδάς και να περπατάς. Να σε βλέπουν και να λουφάζουν οι λύκοι οι δωσίλογοι και οι προδότες».
]]>Ψαλιδίζοντες το χρόνο της ραστώνης μας το περίσσευμά του το ξοδεύαμε σκυμμένοι ώρες πολλές να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε τις στήλες και τις γραφές της. Και αυτό γιατί υποτασσόμαστε στην πνευματική μας φιλοδοξία που μας ήθελε μεγαλειώδεις εγκυκλοπαιδιστές και αδιόρθωτους εραστές του γνωστικού ρεαλισμού.
Όταν ξεπέζευε στην αυλή από τον ίππο μας την προσέφερε. Τη δεχόμαστε όπως οι πάπες την τιάρα και κλεινόμαστε στο εφηβικό μας δωμάτιο. Αρχή της ανάγνωσης ήταν η στήλη με τα ποδοσφαιρικά. Σκότος η «Οδύσσεια» του Ομήρου, ευτελέστατη η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ρομάντζα για γέρους ο «Οιδίποδας τύραννος» μπροστά στις τρίπλες του Νεστορίδη, τους κεραυνούς του Παπαεμμανουήλ και τις αιλουροειδείς αποκρούσεις στη γωνία του γάτου τερματοφύλακα Θεοδωρίδη! Ο Λινοξυλάκης μέγιστος βιρτουόζος της στρογγυλής θεάς, η τριάρα της ομάδας μας πλέον ενθουσιώδης από τη θεία Κλυταιμνήστρα του βιβλίου που μας γέμιζε τρόμο! Ο Οδυσσέας άντρας πολύτροπος, όμως ο Δομάζος πορθητής ανίκητος του κάστρου του Ολυμπιακού.
Στη συνέχεια πηγαίναμε στη σελίδα με την κλήρωση του λαϊκού λαχείου. Το προικιό μας ήταν μόνο το ένα πέμπτο της πεντάδας, ικανό κατά τη ρήση του σοφού Νέστορα πατέρα να μας κάνει Κροίσους. Το μαγικό τούτο χαρτάκι όταν έσμιγε με τα μαύρα σημαδάκια των αριθμών της κλήρωσης άφηνε ένα μούδιασμα γλυκό στην ψυχή μας, μια μαγεία γέμιζε το στέρνο μας που έκανε το ευσυγκίνητο μυοκάρδιό μας να χορεύει τρελά. Η ευχή μας ζεστή, ανέβαινε ψηλά σαν καπνός του ονείρου, τον τυχερό αριθμό σε ανοιχτό γιασεμί να μας στείλει.
Μετά οι στήλες με τις ειδήσεις ποικίλης ύλης μας έμπαζαν στις ανοιχτές σελίδες του κόσμου. Και θαυμάζαμε στολισμένους δικτάτορες, εμίρηδες, στρατηγούς, μεγιστάνες με ροδαλές συμβίες, φουσκωτούς πετρελαιάδες με τη χαρά του πλούτου να φτερουγίζει σαν πεταλούδα στα σαρκώδη χείλη τους. Πρωθυπουργούς της γηραιάς Ηπείρου με λαμέ κουστούμια, πολυχρονεμένους βασιλιάδες της Ανατολής με λευκές κελεμπίες, θεόσταλτους σωτήρες με μακριές γενειάδες και γύρω τους λαούς ματωμένους να κλαίνε με το θολό δάκρυ τους να φτιάχνει ποτάμια αστείρευτα.
Σ’ άλλες σελίδες βλέπαμε τοπία πάσης φύσεως, με άνυδρες ερήμους, με λίμνες και θάλασσες ήμερες και άγριες που συντρίβονταν στις ράχες τους σκαριά και σκούνες. Χώρες πεινασμένες και πατημένες από ξυπόλητα παιδιά, δρόμους γεμάτους νεκρούς, αλάνες φίσκα στους νηστικούς και στους άστεγους.
Αστείρευτο το κλάμα της μας έστελνε η Αμπντούλ Βάντα από την Τυνησία σε ασπρόμαυρη φωτογραφία, τον έρωτά της έδειχνε που πλήρωνε με λιθοβολισμό, αφρισμένο το αίμα της κυλούσε στο χώμα και έπνιγε τους εχθρούς της. Μελαψές Ιρακινές στολισμένες με μπούρκες και φουστάνες βουλιαγμένες σε σωρούς σκουπιδιών κέρδιζαν τον επιούσιο μαζεύοντας το σάπιο αποφάγι. Δημοκράτες της Μποτσανούα να πέφτουν νεκροί με ριπές κατά ριπές από το βόλια του λωλού δικτάτορά της.
Θαυμάζαμε και μέρη με αμάραντες ομορφιές, στεριές με σκέλη γυμνά στον ήλιο, ήρεμες προκυμαίες, περιβόλια με άπειρες χάριτες, κήπους που τα χάιδευε η αφή της λευκής μαργαρίτας. Σπίτια κάτω από ωραία νέφη, καλύβες χορταρένιες των φτωχών, ιθαγενείς της ζούγκλας να χορεύουν, λόγγους από δάση τροπικά να κρύβουν χρωματισμένους ψιττακούς και ροδαλά αυτάκια πανάκριβων ανθέων. Και οργίαζε η φαντασία μας και γαργαλάγαμε τη σκέψη μας να στηθούν εμπρός μας οι λινοτύπες και οι δημοσιογράφοι, οι σκιτσογράφοι και οι φωτογράφοι, όλοι εκείνοι οι εργάτες που έστηναν το πολυσέλιδο τούτο σκηνικό, ανώνυμοι για μας, που ξέραμε ελάχιστα για το δημοσιογραφείν και το τυπώνειν.
Και ως τις μέρες μας ακόμη που μας γρούζουν οι λύκοι, η εφημερίδα έχει την όψη γόησσας που καταργεί τη μοναξιά μας. Μας βρίσκει στην ασκητική ερημιά μας, μας δείχνει τις ζωές των άλλων, τον ανάξιο κόσμο μας φωτογραφίζει και κάθε κύμβαλο αλαλάζον στον ψεύτικο ντουνιά μας λοιδορεί. Και εμείς αναγνώστες της φίλιοι, προσευχή πέμπουμε άνωθεν η πνοή του ανέμου της να μη σιγήσει. Για να μας έρχεται με τροχό ή ακόμη και με τετράποδο, και παραφόρως τη γραφή της να κοινωνούμε.
Προσφιλής ο περιπτεράς μ’ ένα γέλιο ανθού μας την προσφέρει. Σφίγγοντάς την στο χέρι μας νιώθουμε ευτυχείς, το καμένο σώμα του κόσμου στις στήλες της ψαύουμε, την ψυχή του πλανήτη που χάνει το μύρο της με μακρόθυμη καρδία συμπονούμε. Την πληρώνουμε με ύφος κατακτητή, τη θωπεύουμε ως σκλάβα από ασιατικό χαρέμι, της καταχωρούμε ενδιαίτημα λαμπρό στη θαλπωρή της μασχάλης και οδεύουμε στον καφενέ. Πιάνουμε θέση και την αναγιγνώσκουμε σαν ανέμελοι Τούρκοι Σουλεϊμάνηδες. Ρουφάμε το μέτριο ελληνικό, άγκυρα ρίχνουμε στην πρώτη σελίδα, ύστερα ξεφυλλίζουμε τις λοιπές σελίδες ρίχνουμε τις άτακτες ματιές μας και αγνοώντας τον παίκτη του ζατρικίου που θορυβεί επανερχόμαστε τάχιστα στην πρώτη σελίδα. Μια δεύτερη ματιά και μπαίνουμε στο ψητό. Επισταμένως στεκόμαστε σε κείμενα που ο εράσμιος δημοσιογράφος με τη χρυσή του πένα τους έδωσε μέθεξη και οίστρο γραφής. Σκάζουμε μειδίαμα ευχαρίστησης στην εφευρετικότητα του σπορέως της γραφής, μελαγχολούμε στους ισκιερούς ακροβατισμούς μιας άλλης, πληγωνόμαστε από το στίγμα της κακής διάθεσης μιας παγκόσμιας καταστροφής που αφήνει η πληγή της κοινωνικής στήλης. Και μελετούμε συνεχώς τις στήλες με έναν πόθο ούριο για σκόρπιες πίκρες και ανθισμένες χαρές στον ευειδή πλανήτη μας.
Αλητάκι το γκαρσόνι σκύβει πάνω από τα κεφάλια μας ν’ αρπάξει κάτι με μάτι έξαψης και ερωτισμού. Το ίδιο κάνει και ο καφετζής ο αιωνόβιος τζαμπατζής, ο εξυπνάκιας σοβατζής από το διπλανό τραπέζι, ο τρακαδόρος του σιγαρέτου, ο πότης και όλοι οι άφραγκοι γραφικοί θαμώνες που λησμονημένοι σβήνουν το άγριο δρολάπι της ζωής του στον πάτο του ποτηριού. Από την άλλη άκρη του τραπεζιού, το γερόντιο νυσταγμένο μας ψάχνει ανάερα, λαβωμένο απ’ του χρόνου το σπαθί, σηκώνεται και γέρνοντας την κεφαλή μας πλησιάζει. Διαβάζει στα κλεφτά ό,τι βρει και αράζει πάλι στη γωνιά του.
Ότι έμεινε αδιάβαστο στον καφενέ το διαβάζουμε στο σπίτι. Κι αρχίζει πάλι ένα ξεφύλλισμα, ένα τρίξιμο των σελίδων, μια πνευματική ερωτική συνεύρεση με στήλες, εικόνες και ανθούς γραφής. Ξαπλωμένοι στην κλίνη, στον ίσκιο της κληματαριάς, στον αστικό καναπέ, στο σοφρά της κουζίνας, όρθιοι ή περπατώντας κάνουμε τα πάντα να αναγνώσουμε ό,τι παραλείψαμε στη συντροφική ατμόσφαιρα του καφενέ.
Η κατ’ οίκον ανάγνωση επιμερίζεται σ’ όλη την οικογένεια. Συμβία, παιδιά, παππούδες, εγγόνια εναλλάσσονται το χάρτινο σώμα της και κοινωνούν απνευστί τον πνευματικό της χυμό. Και το ταξίδι μέσα από τις σελίδες της συνεχίζεται στο γείτονα που την δανείζεται, στο θείο, στον περαστικό, στο φιλοξενούμενο, στον εργάτη, την παραδουλεύτρα, τον έφηβο, τον ξένο.
Την παίρνουν στα χέρια τους, της ρίχνουν μια ματιά, κρίνουν τα δρώμενα στις σελίδες της από τη δική τους σκοπιά. Και όσο κλώθουν στα μυαλό τους τα γράμματα του Γουτεμβέργιου, η μαγεία της εφημερίδας τους τρέφει με πνευματικό συμπόσιο, τους τυλίγει με υπέρμετρη πνευματική ευτυχία.
Στις ισχνές μέρες μας ορεσίβιοι πουρναρίτες την έχουν σύντροφο. Τη φωλιάζουν στη μέση τσέπη της κάπας της βουκολικής στολής τους και όταν τα γίδια σταλίζουν κάτω από τις πανύψηλες αριές, τη διαβάζουν στο φουντωτό πουρνάρι και την ξεκοκαλίζουν ως την τελευταία αράδα. Άλλοι αποκλεισμένοι στις τρώγλες των χωριών, τη διαβάζουν όπου τη βρουν, λιόμαυρες λαμπήθρες τα γράμματά της συνθέτουν το εγχειρίδιο της φιλοσοφίας τους. Και είναι πολλοί και άλλοι αλιβάνιστοι εξωαστοί της υπαίθρου που τη σέρνουν στην πισωτσέπη τους και τη διαβάζουν στη σχόλη και με το πνευματικό προικιό της φωτίζουν τη σκοτεινή τους σκέψη.
Και πολλοί άλλοι αυτοδίδακτοι στην αλφαβήτα που είχαν σχολείο το μαντρί, το χωράφι, την οικοδομή και τη φάμπρικα συνεχίζουν τη φιλομάθειά τους στην ανάγνωση της εφημερίδας. Και είναι λάτρεις της πιστοί, θυελλώδεις υποστηρικτές της, ένθερμοι διαφημιστές της. Χαρισματικοί και κομψοί στους τρόπους, κοσμούν με φιλόφρονα λόγια κάθε κριτική για το έντυπο που διαβάζουν, αρέσκονται να συλλέγουν τον πνευματικό χρυσό από τις αιχμαλωτισμένες προτάσεις στις σελίδες που σκύβουν.
Στις αγγελίες της βρίσκουμε το ζητούμενο, στη στήλη με τα κοινωνικά αρθρώνουμε τις κρυφές συλλαβές των γάμων μας, στις ειδήσεις της χαιρόμαστε τους ηλιοπάτητους δρόμους της καριέρας του συγγενή μας, μαθαίνουμε για το φίλο που έγινε τρίμματα σε τροχαίο, διαβάζουμε το αγγελτήριο για το θάνατο του παππού και το τρισάγιο του αδερφού σε κείμενο λιτό και κατανυκτικό. Σ’ άλλες αγγελίες, ψάχνουμε για στέγη, για παλιό αυτοκίνητο, για ξύλα, για ραπτομηχανή της αδερφής για αγορά χτήματος. Απ’ αυτές τις στήλες πουλήσαμε το ψιλικατζίδικο, το λάδι, το χωράφι και την μεταχειρισμένη εγκυκλοπαίδεια.
Σε χρόνους δίσεκτους με εφημερίδες βουλώσαμε τις χαραμάδες της πόρτας να φράξουμε τον άγριο βοριά, με τα κομμάτια της κάναμε ν’ αστράφτουν τα τζάμια του σπιτιού. Ξαπλώσαμε πάνω της σε κρύες στιγμές να ζεσταθούμε, στη χειροποίητη σακούλα της δίπλωνε ο ψαράς το φρέσκο γαύρο και σ’ ένα φύλλο της τύλιγε τη ρέγκα ο κύριος Γιώργος ο μπακάλης.
Η ελληνική δημοσιογραφία είδε το φως τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα. Το πρώτο ελληνικό ισχυρό και εξακριβωμένο έντυπο ήταν η Εφημερίς που έβγαινε στη Βιέννη, δύο φορές τη βδομάδα. Κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο στις 31 Δεκεμβρίου του 1790. Σκοπός της ήταν η δημοσίευση των «αξιοδιήγητων πραγμάτων». Δημοσίευε και λογοτεχνικά ή μορφωτικά άρθρα. Ήταν συντηρητική. Όμως το 1796 ο εκδότης υιοθέτησε το εθνεγερτικό κήρυγμα του εθνομάρτυρα Ρήγα. Η Υψηλή Πύλη, ζητούσε επανειλημμένα το κλείσιμό της, γιατί όπως έγραφε, «τα φύλλα αυτά αναγιγνωσκόμενα από ιερείς, εμπόρους, αργόσχολους και γενικώς από όλας τας τάξεις των Ελλήνων, παρέχουν ύλην δια τας πλέον παραλόγους συζητήσεις επί της πολιτικής και θα ήτο ευχής έργον δια την ησυχίαν της Ευρώπης να ελαμβάνοντο αυστηρότερα μέτρα». Τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο της εφημερίδας.
Σήμερα στην ερημιά και στο ξεθεμέλιωμα του κοινωνικού περίγυρου η εφημερίδα μένει ζωντανός διαλαλητής των γεγονότων. Διαδραματίζει λεπτό ρόλο στην πληροφόρηση, επεκτείνει την ακτίνα της δράσης της με το φτερωτό ηλεκτρονικό κονδυλοφόρο της, αναστυλώνει το πεσμένο ηθικό του κατατρεγμένου λαού, σκαμπιλίζει τους δερβίσηδες πολιτικούς, τους στέρφους νομοθέτες μανδαρίνους, περιγελά τους αρλεκίνους της κοινωνικής ζωής και χαστουκίζει τους καταστροφείς.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
]]>
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Αλίμονο αν έπεφτες στα χέρια του. Σ’ έκανε κομμάτια με την ίδια ευκολία που έλεγε τους στίχους: «… είμ’ Οδυσσεύς Λαερτιάδης, ος πάσι δόλοισιν ανθρώποισι μέλω, και μευ κλέος ουρανόν ίκει…» «… είμαι λοιπόν ο Οδυσσέας, γιος του Λαέρτη, όλοι καλά με ξέρουν για τους δόλους μου, η φήμη μου έχει φτάσει ψηλά στον ουρανό …»
Πολλά πρωινά έδειχνε μια αποχαύνωση και παραλυσία που του άρεσε να επιβάλλει μετά μανίας έναν άκρατο μηδενισμό συμπεριφοράς. Εισερχόμενοι μετά την προσευχή, έπιανε τον ορθοστάτη της πόρτας κι άρχιζε τις κοκορομαχίες του. Μας ξεσκούφωνε, έπαιρνε τα πηλήκια με την κουκουβάγια και επέβαλλε το δίκιο του. Τα ράβαμε στα πλάγια για να μη φαινόμαστε σαν στρατηγοί κι αυτό του δάγκωνε το λαρύγγι. Τα ξήλωνε και με μια κλωτσιά μας έστελνε σβουριχτούς στην τάξη.
Στις μαθήτριες οι κοντές ποδιές τού την έδιναν και τις έβλεπε σαν βραχνά του. Τις ξήλωνε και τις κατέβαζε κάτω από το γόνατο. Μετά ένας Ηρώδης χωρίς να λυγίζει η καρδιά του, τις ξεκοτσίδιαζε, πόλεμο με ύβρεις τους κήρυττε μέχρι εσχάτων. Τα ύστερά τους μετά στην τάξη επώδυνα, και, η συνέχεια τους κρατούσε όσο το νήμα τους στο σχολείο ήταν άτμητο.
Τα μαλλιά μας στο χιλιοστό, αν μάκραιναν μας έστελνε στον κουρέα. Ένας που τον ξεγέλασε, τον έστειλε πάλι στον κουρέα και του παρήγγειλε να του ξυρίσει τα φρύδια! Στην επιστροφή μας από τα διαλείμματα μας άδειαζε τις τσέπες και μας έψαχνε. Μύριζε το στόμα μας να ανιχνεύσει καπνό, υποψιαζόταν πως φορτία επικίνδυνα μας βάραιναν. Σ’ έναν της ογδόης, πισωθρανίτη και σκράπα, όταν του βρήκε προφυλακτικά στο τσεπάκι, του τα ‘χωσε στο στόμα κι έγινε το έλα να δεις! Τον απόβαλε από το γυμνάσιο της πόλης, τον έστειλε σ’ άλλο και του χάλασε τη διαγωγή.
Πάντα μετά από τέτοια περιστατικά καρφί δεν του καιγότανε. Έμπαινε στην τάξη, απήγγειλε δυο στίχους από τον Όμηρο, έγραφε στον πίνακα κάποιο ανώμαλο ρήμα και μας έλεγε: «Θέλω ετυμολογικό, αρχικούς χρόνους, παράγωγα, συνώνυμα, αντίθετα και λάθος κανένα! Βουή σας μαύρη αν κάνετε ένα!»
]]>Αν και δεν είχα χορτάσει τη φραντζόλα η θρυαλλίδα που έκαιγε μέσα μου για την Αρχαία Γλώσσα μου είχε φέρει ένα 18 στην Πρώτη τάξη, επιβράβευση της αριστείας και της γνώσης μου στα αρχαία κείμενα.
Ο εμπρηστής φιλόλογος του καταθλιπτικού τότε ελληνικού κρατιδίου και εκπαιδευτικός δράκουλας της Δευτέρας τάξης ουδόλως το εκτίμησε και χωρίς να με εξετάσει, δείχνοντας τον πρωτογονισμό του, μου ‘βαλε δέκα στο πρώτο τρίμηνο, στέλνοντάς με στη λίστα των ανεπίδεκτων μαθήσεως. Εξανέστην! Πώς ήταν δυνατόν να λιμώττω εγώ ο εργατικός και ταλαντούχος μαθητής και να αμείβομαι ως κηφήνας και οι σκράπες να χαρακτηρίζονται υψηλόβαθμοι; Επειδή ήμουν άσημος, δεντρίτης εκ Μουριατάδας; Γνώριζα όμως τον επικό κύκλο τόσο καλά!
Ζήτησα ακρόαση από το σάλιαγκα πεπαιδευμένο και του απάγγειλα σε μετάφραση το μάθημα της μέρας, τις γνώσεις μου να του θέσω επί τάπητος. Άρχισα: «Έτσι είπε κι ο Αχιλλέας συγχύστηκε, στα δασωμένα στήθια διχόγνωμη η καρδιά του εδούλευε κι αναρωτιόταν, τάχα το κοφτερό σπαθί που εκρεμόνταν πλάι στο μερί να σύρει, κι ως διασκορπίσει όλη τη σύναξη, το γιο, του Ατρέα να σφάξει, για να μερώσει το άγριο πάθος του και το θυμό του να πνίξει;»
«Τώρα κάτι μου λες!» με διέκοψε και με πέταξε έξω από το γραφείο. «Πήρες αυτό που άξιζες!» μου φώναξε και μ’ ένα ξιπασμένο πιθηκισμό άρχισε να συνομιλεί και να στάζει σιρόπια στη νεαρά συνάδελφό του.
Από τότε με εξολόθρευσε. Υποβαθμισμένος δεν μπήκα στο Πανεπιστήμιο αλλά στην Παιδαγωγική Ακαδημία κι έγινα ελληνοδιδάσκαλος. Έβγαζα τον επιούσιο με την ψυχή στο στόμα, ρέματα φουσκωμένα περνούσα δεμένος με τριχιά, τον πολιτισμό των λύκων σπούδασα και την κακαράτζα της γίδας στα όρη και στα βουνά. Κι αυτό χάρη στον ελεεινό ανθρωποπίθηκο φιλόλογο της Δευτέρας τάξης!
]]>Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η σκέψη πως θα έμεναν απλήρωτοι οι συνάδελφοι, μ’ έκανε να νιώθω ολίγιστος, η μικρονοϊκή ιλαρότητα μ’ έπνιγε, «θα χαρακτηριστούμε πελιδνοί, άχρηστοι και κατεαγμένοι οι υπάλληλοι τούτου του γραφείου» σκέφτηκα και προσπάθησα να αποβάλλω τον πρωτογονισμό της εξουσίας μου και να βρω λύση.
Προσπέρασα το καταθλιπτικό ελληνικό κρατίδιο με τις διοικητικές του ελλείψεις και παρανόμησα επί δικαίω. Έβαλα την τζίφρα μου από κάτω φαρδιά πλατιά στη μισθοδοτική κατάσταση και πήγα στην εφορεία. Ο σπιθαμιαίος υπάλληλος μόλις είδε την υπογραφή μου εξανέστη. «Τι έκανες ρε δασκαλάκι;» μου ‘βαλε τις φωνές ο σάλιαγκας αυτός της καρέκλας και πετάχτηκε πάνω σαν ταύρος μαινόμενος. «Ξέρεις πώς λέγεται αυτό; Κατάχρηση εξουσίας και πας μέσα!».
Του εξήγησα το λόγο που το έκανα. Πως η νιότη των δασκάλων των μονοθεσίων σχολείων δεν μπορεί να μείνει νηστική και οι σοφοί των πολυθεσίων έχουν χρέη και δε μας αφήνουν περιθώρια για ολιγωρία. Έπρεπε να πάρουν τα λεφτά τους και οι μεν και οι δε γιατί το ψωμί, το φάρμακο και οι τράπεζες δεν είναι φίλοι αλλά μπόγιες που σε δένουν χειροπόδαρα.
«Σβήσε την υπογραφή , παράνομε» συνέχισε, «γιατί δεν μπορώ να τη βλέπω και ψάξε να βρεις τον προϊστάμενό σου να υπογράψει εκείνος. Αν δεν το κάνεις δε θα γίνει η πληρωμή».
Η υπογραφή του προϊστάμενου επέβαλλε την τάξη αλλά ήταν αργά. Η πληρωμή άργησε να γίνει, πολλοί δάσκαλοι έφυγαν, άλλοι κάνοντας τη χειρονομία μας έγραψαν στα «τέτοια» τους, κάποιοι θυμομανείς μας φοβέρισαν και κάποιοι μας καταλόγισαν εσκεμμένη ιδιοτέλεια ως πιόνια της κομματικής καμαρίλας.
Ο σάλιαγκας υπάλληλος της εφορείας εξελίχθη, εγώ επιπλήχθηκα και η τυραννία των ηλίθιων προϊσταμένων μου ζήτησε να περάσω από ΕΔΕ να τιμωρηθώ. Ευτυχώς ένας κηφήνας συνδικαλιστής έβαλε το χέρι του και τους σταμάτησε.
Τώρα συνταξιούχος τα θυμάμαι όλα αυτά, γελάω και λέω πόσο ευτυχής είμαι που χωρίς αυτά θα ήμουν φτωχός τω πνεύματι και τη λίγη σοφία που έχω την οφείλω στο ποιμνιοστάσιο της δημόσιας διοίκησης που ευδοκίμησα.
]]>Είμαστε πέντε, δεμένοι μεταξύ μας και κουτσοπίναμε τα βράδια με σκοπό όχι να μεθύσουμε αλλά να βρούμε την ευκαιρία της διήγησης που με τη σχολαστική θωπεία της θα μας έδιωχνε για λίγο από την αργόσυρτη και βαριά ζωή της επαρχιακής πόλης.
Γιατί πρέπει να ομολογήσω πως όση δύναμη κι αν είχαμε μέσα μας δεν μπορούσαμε να αντισταθούμε στο πνευματικό σκοτάδι που αιωρούταν στον αέρα που αναπνέαμε και για να μην αλωθούμε από το σκουπιδαριό του κάναμε αυτές τις συντροφιές τις φτιαγμένες από τρυφερότητα και φιλία.
Η ταβέρνα αυτή αποθησαύριζε συγκινήσεις των ταπεινών και ανθρώπων που κάλπαζε η φαντασία τους και ήθελαν λέγοντας ιστορίες να ξεφύγουν από τον ανιαρό εαυτό τους. Με τον καιρό όμως οι μυθοπλαστικές αστείες ιστορίες μας κούρασαν και ο κυρ Λάκης, συνταξιούχος καπετάνιος, έριξε την ιδέα να λέμε αληθινές ιστορίες, πνευματικά και αθάνατα γεγονότα, όπως τις χαρακτήριζε, ακόμα και ιστορίες με σαρκικά και ψυχικά αμαρτήματα για να μας θέλγουν και να δίνουν και κάποιες πληροφορίες από τη διαδρομή του χρόνου που διανύσαμε στη ζωή.
Ο ίδιος δεν είχε κανένα πρόβλημα να πει κάτι που θα διαπόμπευε τη ζωή του. Κι όταν έλεγε τις ιστορίες του όλοι μας καταλαβαίναμε πως τις διάνθιζε και με προσωπικά του αληθινά γεγονότα που μας έκανε να κοκκινίζουμε ενώ ο ίδιος τις χαιρόταν και τις απολάμβανε. Ενίοτε ήταν τόσο βλάσφημος στην εξιστόρηση γεγονότων από τη μικρή μας κοινωνία που διαμαρτυρόμαστε πως θίγονταν πρόσωπα της πόλης που ζούσαμε κι αυτό ήταν ανέντιμο. Αυτός όχι μόνο δεν μας άκουγε αλλά έβγαζε από το σεντούκι της μνήμης του πιο προωθημένες και ζωντανές ιστορίες της πόλης που ήταν πρωταγωνιστής και χαμπάρι δεν έδινε για τις δικές μας ενστάσεις.
Ένα βράδυ μας μίλησε για μια σφοδρή είδηση που κυκλοφορούσε στην πόλη και πρόδιδε τόσο ταραχή στους κατοίκους της που οι περισσότεροι παραλήρησαν και αρρώστησαν από την ένταση του αβάσταχτου δέους της. «Μια ομάδα τυχοδιωκτών» άρχισε να λέει παίρνοντας εντυπωσιακό ύφος για να μας προδιαθέσει για το ενδιαφέρον της ιστορίας του, «σε λίγες μέρες θα επισκεπτόταν το κάστρο για να αναζήτηση στις κρύπτες του αμύθητο θησαυρό εγκαταλειμμένο εκεί από τους Φράγκους επιδρομείς στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα.
Αρχηγός αυτής της ομάδας των τυχοδιωκτών ήταν ένας Τσέχος Ουγενότος επιχειρηματίας, πολύ πλούσιος, επιρρεπής στην ακολασία, τον έκλυτο βίο και σε ανομολόγητες επιθυμίες πάθους και ηδονής. Οι φήμες τον ήθελαν παντρεμένο με μια πλούσια καλλονή, κόρη πετρελαιοπαραγωγού της Σαουδικής Αραβίας που η περιουσία του ανερχόταν σε δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Τσέχος ήταν έμπορας όπλων και ναρκωτικών έχοντας ιδρύσει σε ασιατικές και αφρικανικές χώρες πολλές επιχειρήσεις αμφιβόλου νομιμότητας με την πιο παράνομη και ύποπτη εκείνη στην κεντρική Αφρική που εμπορευόταν δέρματα τίγρης.
Ο ίδιος ήταν κοντός, άσχημος, μονόφθαλμος και κουτσός από το δεξί πόδι. Σε μια ενέδρα στη Σομαλία οι άντρες μιας συμμορίας του έστησαν ενέδρα και τον γάζωσαν με τα πολυβόλα αλλά κατόρθωσε και γλίτωσε σοβαρά τραυματισμένος με αποτέλεσμα να μείνει τυφλός από το αριστερό μάτι, να σπάσει την κνήμη του δεξιού ποδιού του και να μετρήσει τρία δάχτυλα εγκαρσίως κομμένα στο αριστερό κάτω άκρο. Το πλέον σοβαρό τραύμα το έπαθε στη βρεγματική χώρα που είχε ως αποτέλεσμα να του διολισθήσει η μνήμη και να αλλοιωθούν κι άλλες παράπλευρες νοητικές λειτουργίες εξασθενίζοντάς του για πάντα τη διανοητική του ισορροπία. Η αναπηρία του όμως αυτή ποτέ δεν τον πτόησε να εγκαταλείψει το κέρδος και τη δίψα της παρανομίας αλλά αντιθέτως λειτουργούσε ως ακατάλυτη δύναμη για να διεκπεραίωση το ακατόρθωτο.
Η τρομερή ιδέα έλεγαν, συνέχισε ο κυρ Λάκης φωτισμένος περιέργως από μια λάμψη όμοια με εκείνη των αγίων μοναχών όταν προσεύχονταν, για την ανακάλυψη των θησαυρών στα κάστρα του ήρθε ξαφνικά και τον παρέσυρε στο δρόμο της οδύνης τους όπως ο χείμαρρος που φουσκώνει μετά από μια βίαιη νεροποντή και παρασύρει τα πάντα. Ήταν καθισμένος πάνω σ’ ένα τάφο στο νεκροταφείο των τυχοδιωκτών στη μακρινή Σομαλία και διάβαζε το χοντρόδετο βιβλίο με τίτλο «Το χρονικό του Μορέως» που πάντα το είχε μαζί του και αντλούσε από τις σελίδες του τη δύναμη της περιπέτειας και τη χαρά της λεηλασίας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας τους Φράγκους. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να κλείσει το βιβλίο και να ονειρευτεί τις σιδερόφραχτες στρατιές τους να σκοτώνουν και να λεηλατούν είδε να ξεπετάγονται από ένα κενοτάφιο δυο σαύρες. Κι αμέσως μια δαιμονισμένη μανία τον κυρίεψε να τις σκοτώσει με την κοφτερή λεπίδα του μαχαιριού του που κρεμόταν βαρύ μέσα στη θήκη του από τη ζώνη του. Κι ως πήγε να το σύρει η μία φοβισμένη επέστρεψε πίσω και κρύφτηκε πάλι στην κρύπτη της. Η άλλη βγάζοντας μια κραυγή σαν σφύριγμα χάθηκε για λίγο τρέχοντας μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης και πήγε και στάθηκε στην κορφή ενός χωμάτινου σβώλου. Από εκεί τον κοίταζε αφήνοντας να κρέμεται από το στόμα της μια μικρή γλώσσα κόκκινη σαν φλογίτσα λες και ήτανε ματωμένη.
Ο Τσέχος τότε θεώρησε σημαδιακή αυτή την εικόνα, την επένδυσε μ’ ένα χρησμολογικό μανδύα και την εκτίμησε σαν καλό οιωνό στο τυχοδιωκτικό μέλλον του. Σκέφτηκε: Η σαύρα που κρύφτηκε είναι ο θησαυρός στα κάστρα, η άλλη πάνω στο σωρό με το χώμα ο στρατιώτης της Φραγκιάς που τον εγκατέλειψε και ο σβώλος με το χώμα δεν είναι τίποτ’ άλλο από τα κάστρα του Μοριά που είναι κρυμμένος! Δεν απομένει λοιπόν να βρω τη δυσδιάκριτη ρωγμή που θα μου τους φανερώσει.
Από τότε γυρνούσε όλα τα κάστρα του Μοριά και έψαχνε για τους κρυμμένους θησαυρούς. Και να που οι μέρες φαίνεται έφθασαν να ‘ρθει και στο δικό μας, συνέχισε ο κυρ Λάκης και χρωμάτισε τη φωνή του για να τον προσέξουμε. Η φήμη λέει, όπως σας είπα πως οι τυχοδιώκτες είναι προ των πυλών! Κάποιο μάτι που τους είδε διαδίδει πως οι άνδρες της αποστολής είναι δεκαπέντε συνολικά, νέοι, ψηλοί, γεροδεμένοι, οπλισμένοι και φορτωμένοι με εργαλεία εκσκαφής. Πέρασαν την πύλη ξημερώματα και είναι μέσα στο κάστρο. Αρχηγός τους είναι ένας Σομαλός εργοδηγός, φίλος του Τσέχου που τον έχει εξουσιοδοτήσει να φέρει εις πέρας την αποστολή όσο δυνατόν το ταχύτερο και με λιγότερες απώλειες.
Αυτός λοιπόν ο Τσέχος τυχοδιώκτης είχε κι ένα σκάνδαλο στα τόσα άλλα με τη γυναίκα του. Για ερωτικό σκάνδαλο μίλησαν οι κοινωνικές στήλες των εφημερίδων για απαγωγή και την απελευθέρωσή της με λίτρα δήλωσε στα κανάλια ο κερατωμένος σύζυγος. Μυστήριο θα πει κανείς όπως και «μυστήρια» ήταν για πολλούς τα πολυτελή ξενοδοχεία που έμενε και διανυκτέρευε η σύζυγός του μετά τις χλιδάτες κρουαζιέρες που έκανε. Της άρεσαν τα ξενοδοχεία που ανάβοντας το τσιγάρο έθετε αμέσως σε λειτουργία ένα σύστημα ήχου, φωτός και μουσικής. Όταν ζητούσε κάτι της απαντούσαν σε πέντε διαφορετικές γλώσσες και αν ζητούσε βοήθεια η υπηρεσία βρισκόταν αμέσως έξω από την πόρτα.
Σ΄ ένα τέτοιο ξενοδοχείο βρέθηκε όταν της συνέβη το περίφημο εκείνο σκάνδαλο για το οποίο σας έκανα λόγο πριν. Βρισκόταν στην Κολομβία και είχε προγραμματίσει να μείνει μια εβδομάδα όταν εκείνο το βράδυ της περιπέτειάς της είχε γυρίσει από μια έκθεση πλειστηριασμού με πίνακες ζωγραφικής. Κουρασμένη η Ζαϊρα έβγαλε το φόρεμά της, μπήκε στο μπάνιο, πήρε το λουτρό της και βγήκε γαληνεμένη από τους ερωτικούς στροβίλους του νερού που της χάρισε το τζακούζι να ετοιμαστεί και να κατέβει στο ισόγειο να δειπνήσει. Η ώρα ήταν δέκα. Έφαγε γρήγορα και εκνευρισμένη από τη δυνατή ροκ μουσική έφυγε χωρίς καλά – καλά να τελειώσει το κρασί της και βγήκε στο διάδρομο. Περπάτησε για το ασανσέρ απορροφημένη στις σκέψεις της μέρας και λίγο πριν φτάσει μια φωνή απαλή, ανδροπρεπή και χαριτωμένη της χάιδεψε το γυμνό ώμο και την έβγαλε από την ανιαρή προσωπική στιγμή της.
«Φεύγετε;»
Ζαλίστηκε απ’ το άρωμά του, της κόπηκε η ανάσα και έχασε το βηματισμό της πηγαίνοντας πέρα δώθε αναστατωμένη. Η έκφρασή του σαν γύρισε πίσω το κεφάλι και τον είδε την αιχμαλώτισε και όπως της κοίταζε το στητό στήθος και τα γυμνά καλλίγραμμα λευκά μπράτσα της, της φάνηκε σαν να ήθελε να την καταβροχθίσει. Άρχισε να φεύγει τρέχοντας αλλά όλο έμενε στο ίδιο μέρος. Ο άντρας την πρόλαβε και της έκλεισε το δρόμο και ευγενικά της είπε: «Έχετε όμορφα μάτια, τα πιο όμορφα στον κόσμο!» Της άρεσε το κομπλιμέντο αλλά κι αυτός! Ύστερα της πρότεινε να πάνε για χορό. Δεν αντιστάθηκε, πήγε. Στο δεύτερο βαλς η Ζαϊρα κατάλαβε πως ήταν επαγγελματίας χορευτής και υπόθεσε ότι κι αυτή ήταν η δουλειά του να ψαρεύει και να παρασύρει γυναίκες για να τους προσφέρει ακόλαστες σαρκικές ηδονές. Κάθισαν να πάρουν μια ανάσα και ν’ αδειάσουν ένα μπουκάλι τεκίλα. Ξανασηκώθηκαν και απ’ ότι είχε διαδοθεί χόρεψαν πολλούς χορούς, ήπιαν του σκασμού και ξεθεωμένοι και μεθυσμένοι πήγαν στη σουίτα του. Εκεί δεν πρέπει να υπήρξαν προκαταρκτικά, κουβέντες, λέξεις τρυφερές, χειρονομίες θωπευτικές στην ένωση των δυο κορμιών. Η Ζαϊρα γνώριζε πως θα της πρόσφερε κάτι το διαφορετικό και πως ήταν τυχερή που θα το δοκίμαζε. Έτσι τον άφησε να τη γδύσει με επιδεξιότητα να της βγάλει και το τελευταίο ρούχο ανεπαίσθητα με τα ακροδάχτυλά του και να την ξαπλώσει στο κρεβάτι πιάνοντάς την τόσο ελαφρά από τα σμιλευμένα μπράτσα της που ούτε κατάλαβε το άγγιγμά του. Τα υπόλοιπα τα φαντάζεται κανείς. Αφού την έλιωσε σαν Μινώταυρος ύστερα συγκρατώντας σιγά – σιγά τα πρωτόγονα ένστιχτά του την οδήγησε στον ασύλληπτο διαμελισμό της. Κι αυτό το λέω γιατί μετά την πράξη τον ακολούθησε για μια βόλτα. Στο δρόμο όμως για την παραλία οδηγώντας την kompreso τον περίμενε η συμμορία του και την απήγαγαν! Εκβιάζοντας ύστερα τον Τσέχο του πήρε τρία εκατομμύρια δολάρια για λίτρα και την απελευθέρωσε! Ένα χρόνο μετά την απαγωγή ο απαγωγέας έγινε γνωστός. Τον έψαχνε η αστυνομία για πολλά εγκλήματα στην Αϊτή και στα γύρω νησιά. Ήταν απατεώνας, κλέφτης, εκβιαστής, ζιγκολό σε πλούσιες χήρες και ύποπτος δολοφόνος δύο εξ’ αυτών και ενός εμπόρου ναρκωτικών. Ακόμη ακούστηκε πως είχε λάβει μέρος και στη συμμορία που είχε στήσει ενέδρα να σκοτώσει τον Τσέχο πριν δέκα χρόνια και τη γλίτωσε».
Σταμάτησε. Ήπιε δυο γουλιές κόκκινο κρασί από το ποτήρι του, μας κοίταξε πάλι στα μάτια από επιτακτική βούληση για να τον προσέξουμε και φάνηκε πως θα απευθυνόταν σ΄ ένα από μας για να πει τη δική του ιστορία ως είθισται. Όμως παραδόξως ετοιμάστηκε να πει κι άλλη ιστορία που βέβαια δεν απαγορευόταν αλλά δε συνηθιζόταν να λέει ο ίδιος αφηγητής δύο και περισσότερες ιστορίες. Ο κύριος Λάκης όμως ήξερε τι έκανε. Επειδή η συνέχεια θα εξελισσόταν σε μια οδυνηρή τραγικότητα εξαιτίας της ερωτικής ιστορίας που είχε βάλει σε τροχιά και ήξερε πως θα ειπωθεί, ήθελε προφανώς να γλυκάνει την ατμόσφαιρα μ’ ένα προοίμιο παρεμφερής ιστορίας ώστε να προλάβει τυχόν συμπτώματα έντασης και ψυχολογικής φόρτισης. Έτσι συνέχισε να μας λέει τώρα μετά τη Ζαϊρα για τη Βερονίκη, μια κόρη πλούσιου προεξάρχοντος επιφανούς προσώπου της πόλης που την ταπείνωσε και του έκανε κι αυτή το ίδιο πράγμα.
Αλλά ο κυρ Λάκης ήταν ψημένος στη ζωή και στο τέλος της ιστορίας αφού εξιστόρησε όλες τις ατιμίες και τις προστυχιές που του έκανε η κόμισσα, έμοιαζε να είχε πει όχι μια ιστορία πόνου αλλά κάποιο κουτσομπολιό για μια κοινή γυναίκα. Έτσι όταν ήρθε η σειρά μου να πω την ιστορία μου, την ιστορία της Τάνιας, άρχισα ενθουσιώδης, αγέρωχος και αποφασιστικός να του μοιάσω. Και να τι είπα:
«Αγαπούσα την Τάνια με πάθος, σαν θεά. Στις δεκατέσσερις Σεπτεμβρίου του περασμένου μήνα του Σταυρού, πήγα το πρωί στην Ευαγγελίστρια ν’ ανάψω ένα κερί. Το έκανα και βγήκα έξω. Άρχισα να βηματίζω αργά – αργά ανάμεσα στις παράγκες χαζεύοντας με τα εμπορεύματα και τις αστείες και λαϊκές συμπεριφορές του κόσμου και των πωλητών. Φτάνοντας στο τέρμα του δρόμου είδα μπροστά μου τον απέραντο ελαιώνα και μια έλξη μ’ έκανε να συνεχίσω την πορεία μου και να τον χαρώ.
Σαν απομακρύνθηκα όμως λίγα βήματα από το χώρο του πανηγυριού είδα την Τάνια στο αριστερό μέρος του δρόμου να βαδίζει με βήμα γοργό και πηδηχτό προς την έξοδο της πόλης. Αμέσως την πήρα από πίσω κι άρχισα να την παρακολουθώ. Αυτή συνέχιζε να προχωρά και με βήματα που όσο προχωρούσε γίνονταν πιο γρήγορα, διήνυσε μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων και σταμάτησε στην είσοδο ενός πέτρινου σπιτιού.
Γνώριζα σε ποιον ανήκε. Μ’ έφαγαν τα φίδια και η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. «Η πρόστυχη, έχει ραντεβού μαζί του» σκέφτηκα τρέμοντας σύγκορμος ενώ λίγο έλειψε να πέσω κάτω. Έστω και με λυγισμένα πόδια την ακολούθησα και κρύφτηκα σ΄ ένα θάμνο θαλερό. Πέρασε την εξώπορτα και μπήκε στην αυλή. Πλησίασε την πόρτα του σπιτιού, έριξε ανήσυχη ματιά γύρω της και χτύπησε με δύναμη τα πόδια της κάτω. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως κανένα μάτι δεν την είδε, έσπρωξε την πόρτα και γλίστρησε μέσα. Ύστερα η πόρτα έκλεισε και δεν μπορούσα τίποτα να δω.
Μέσα λοιπόν για να προλάβω τη φαντασία σας την περίμενε ο εραστής της. Αγκαλιάστηκαν με πάθος κι έπεσαν σαν άγρια θηρία στο κρεβάτι. Φαίνεται πως σ’ αυτό το σπίτι οι δυο εραστές έσμιγαν ταχτικά κι άλλες φορές και ανακουφίζονταν από τον παροξυσμικό ερωτά τους κι εγώ το αγνοούσα. Ήταν το κρησφύγετό τους και δεν το γνώριζα. Οι θυελλώδεις ερωτικές σκηνές που εξελίσσονταν εκεί μέσα ήταν πέρα από τη φαντασία μου. Εγώ συμφιλιωμένος με την αγάπη μου για τη γυναίκα αυτή την είχα για καταπραϋντικό στο πάθος μου και δεν ξόδευα λίγο χρόνο να σκεφτώ για τις δηλητηριώδεις πράξεις της που μου έκανε πισώπλατα. Όταν όμως την είδα κολλημένη σαν βδέλλα στο κορμί του αντιζήλου μου κατάλαβα πόσο πρόστυχη ήταν αυτή και η ζωή της».
Αναστέναξα και σιώπησα. Από το παράθυρο ένα φεγγάρι αγαπημένο έκανε τα νερά του κόλπου να φωσφορίζουν. Ο κυρ Λάκης μαγεμένος από την ιστορία μου όπως και οι άλλοι πίστεψαν πως θα σταματούσα και δε θα την έβγαζα πέρα. Ίσως και να είδαν υγρά τα μάτια μου. Ο καπετάνιος που είχε φάει τη ζωή και τη θάλασσα με το κουτάλι μου έγνεψε να μην λιγοψυχήσω.
– Πέσ’ τα λεβέντη μου! ψιθύρισε, πέσ’ τα να λυτρωθείς…
«Έτσι αφού δεν έβλεπα τίποτα από τη θέση μου, μπήκα μέσα στην αυλή και με κάθε προφύλαξη πήγα νότια του σπιτιού, στο μέρος που φαινόταν η άκρη από το παντζούρι του ανοικτού παράθυρου. Προσέχοντας να μην κάνω καμιά αδέξια κίνηση και προδοθώ από το θόρυβο, πλησίασα το παράθυρο και σηκώνοντας τα πόδια μου στις μύτες των δαχτύλων μου, κοίταξε μέσα. Το παραθυρόφυλλο όπως είπα ήταν ελαφρώς ανοιχτό και ο αέρας του δρόμου που έμπαινε με δύναμη έκανε τη χοντρή κουρτίνα να στροβιλιστεί και να παραμεριστεί όσο χρειαζόταν μπροστά μου. Και τότε είδα τη γυναίκα που αγαπούσα τρελά τη θεά μου να δίνει το κορμί της στο βδελυρό οικοδεσπότη!
Η σκηνή ήταν τόσο σκληρή και δυσάρεστη που μου κόπηκαν τα πόδια ενώ ένιωσα αηδία, μίσος και ζήλια για τους δυο εραστές. Ζαλίστηκα για λίγο αλλά ευτυχώς έμεινα όρθιος χωρίς να πέσω. Όμως καλού κακού στηρίχτηκα στον τοίχο και δεν έφυγα από κοντά του παρά μόνο σαν συνήλθα. Τότε έριξα πάλι μια θαμπωμένη ματιά μέσα και πάλι σας το λέω, την είδα να ‘ναι όπως και πριν ζαλιστώ στην αγκαλιά του και να δέχεται με αχόρταγο και τρελό πάθος την είσοδό του κορμιού του μέσα της. Κι αμέσως σκοτείνιασε ο κόσμος γύρω μου και εγκατέλειψα την παράσταση τρέχοντας έξω από το καταραμένο σπίτι της απάτης να λυτρωθώ.
Όμως μια κραυγή ευχαρίστησης και ηδονής ξέφυγε από τα χείλη της Τάνιας κι έφτασε στ’ αυτιά μου λίγο πριν βγω στο δρόμο κι αφήσω πίσω το κολαστήριο των ψυχών τους. Η κραυγή της μου τρύπησε σαν κοφτερό λεπίδι την καρδιά μου και πόνεσα πολύ. Σταμάτησα ενώ η ζήλια που με κυρίεψε ξανά μου ζήτησε εκδίκηση μέσα στο άρρωστο μυαλό μου. «Θα τους σφάξω και τους δυο!» σκέφτηκα και σύροντας το μαχαίρι από την πίσω τσέπη του παντελονιού μου όρμησα με τη λάμα να σκίζει τον αέρα προς την πόρτα. Λίγο αν την έσπρωχνα θα ‘μπαινα μέσα.
Ποιος καλός Θεός όμως με συγκράτησε; Αθόρυβα πια αλλά τρέμοντας έβαλα το μαχαίρι στην τσέπη κι έγειρα την πλάτη στο τοίχο. Αφού έμεινα για λίγο συνοφρυωμένος μέσα στη σκοτεινιά μου έφυγα με βήμα γοργό».
Είχαν ξεραθεί τα χείλη μου, η ανάσα μου πρέπει να μου είχε κοπεί. Όλη η εμφάνισή μου πρέπει να είχε γίνει περίλυπη για να ακουμπήσει το δεξί του χέρι ο καπετάνιος στο πόδι μου και να μου πει με τη φωνή του ανάλαφρη σαν πέταγμα πεταλούδας:
– Τελείωσες, παλικάρι μου! Μπράβο σου! Εσύ όμως δείχνεις να υποφέρεις… Τόσο αληθινή είναι;
«Φτάνοντας στο σπίτι δεν ένιωθα καλά και ξάπλωσα. Είχα δυνατούς πονοκεφάλους, είχα ιδρώσει και ξέσπασα σε λυγμούς ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Οι σκέψεις που μου έρχονταν στο νου με βασάνιζαν και μ’ έκαναν κουρέλι. Όσο περνούσε η ώρα γινόμουν ερείπιο, κατέρρεα και περίμενα τη λύτρωση στη μεγαλοψυχία του εγκεφαλικού ή του εμφράγματος. Τη λύτρωση από το δαίμονα που άκουγε στο όνομα Τάνια.
– Πόσοι έχουν πριονίσει τη ζωή τους απ’ τις μέγαιρες παλικάρι μου… ψιθύρισε ο καπετάνιος, νομίζοντας πως ήταν το φινάλε της ιστορίας μου και ήπιε μια καταψιά από το κόκκινο κρασί στο ποτήρι του.
«Έκανα μια υπερπροσπάθεια και σηκώθηκα. Ήπια ένα ποτήρι νερό με δυο ηρεμιστικά και με στωική υπομονή περίμενα την ανακούφισή μου από τη δράση τους. Σε λίγο τα σημάδια της ανάρρωσης ήρθαν. Κάθισα στο γραφείο μου και ήρεμος αλλά εξαντλημένος κοιτάζοντας έξω το φθινοπωρινό μούχρωμα σκέφτηκα πως ό,τι και να έκανα εδώ που έφτασαν τα πράγματα με την Τάνια να με απατήσει ξεδιάντροπα δεν ήταν δυνατόν να τα βρούμε με την κόμισσα. Κι αυτό μου έφερε μελαγχολία. Όμως ένιωθα και παράξενη χαρά που είχα αποφύγει το έγκλημα. «Ευτυχώς που συγκρατήθηκα!» ψέλλισα. «Αν το έκανα θα έπαυα πια να ακούω τον κελαηδισμό της ζωής αυτής της τρισκότεινης πια ζωής που ξανοιγόταν μπροστά μου».
Ησυχία.
– Όποιος πνίγεται δε φωνάζει πάντα βοήθεια! είπε ο κυρ Λάκης και το πρόσωπό του έλαμψε σαν σμάλτο. Μπράβο σου παλικάρι μου! Άγλυκο δρομολόγιο η ιστορία σου αλλά την έβγαλες πέρα! Και αληθινή! Όμως σαν να είσαι άρρωστος… Τρέμεις ή έτσι μου φαίνεται;
Εκεί προς τη θάλασσα του Ιονίου απλώθηκε ένα γαλακτερό χρώμα. Φάνηκαν δυο μάτια και μια σελήνη διπλή. Πίσω τους οι πεθαμένες μέρες μου με την Τάνια έχυναν το σαπισμένο τους υλικό. Και κάτω στην επιφάνεια του νερού τα αγκαλιάσματά μας, σκοτεινά πια, γύρευαν τον πνιγμό τους.
]]>Το χαρτί απορίας δε μου είχε έρθει και μου έκανε έξωση από το εστιατόριο της σχολής, έτσι διάβαζα νηστικός, κοιμόμουν νηστικός και στο νοσοκομείο μπαινόβγαινα να γιατρευτώ από την ασιτία μου. Όταν τις ελάχιστες φορές το ισχνό βαλάντιό μου φούσκωνε, τις δραχμές του ξόδευα σ’ ένα υπόγειο τεκέ να τρώω γίγαντες, κολοκύθια βραστά και σούπες από κρεμμύδι.
Έξι μήνες κράτησε αυτό, μ’ όλη τη λέρα του μισάνθρωπου αυτού να με βρωμίζει. Στάθηκα στα πόδια μου, χάρη στο Νίτσε, το μέγα άνθρωπο και αναμορφωτή. Ο Ζαρατούστρα που τον διάβασα και μίλησε μέσα μου από ‘να παλιό βιβλίο σχισμένο και ραμμένο με σύρμα, μ’ έσωσε. Χαλύβδινη έκανε την ψυχή μου, το σκότος και το μίσος γύρω μου για λύτρωση πηγής και ευχαρίστησης τα έβλεπα!
Αντιγράφω μια παράγραφο, μια καλή γραφή που ο Ζαρατούστρα λέει, ευαγγελίζοντας τον Υπεράνθρωπο: «‘Όλα τα όντα μέχρι τώρα πλαστουργήσαν κάτι αψηλότερο από τον εαυτό τους και σεις θέλετε να είσαστε του μεγάλου κύματος η φυρονεριά και βρίσκετε καλύτερο να γυρίσετε πίσω κατά το ζώο κι όχι να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; περίγελο, ντροπή λυπητερή. Ολόιδιος πρέπει να γίνει ο άνθρωπος για τον Υπεράνθρωπο: περίγελο, ντροπή λυπητερή. Διαβείτε το δρόμο, που πάει από το σκουλήκι στον άνθρωπο και περισσεύει μέσα σας πολύ σκουλήκι ακόμη. Παλιά, είσαστε πίθηκοι, και, τώρα ακόμα ο άνθρωπος είναι απ’ τον πίθηκο πιο πίθηκος…»
Από τέτοιους πιθήκους είναι γεμάτη η πατρίδας μας! Είναι ο κάθε Μακιαβέλι της εξουσίας, οι μέθυσοι της χλιδής, οι μικρονοϊκοί τεμπελχανάδες της διοίκησης, οι πάσης φύσεως κρατικοί λειτουργοί οι θωπεύοντες τους σπερματοδόχους αδένες τους! Άλλο δεν ξέρουν από το να μας κολλάνε σύφιλη και να μας δηλητηριάζουν στάζοντας στον ουρανίσκο μας κώνειο. Είναι οι αιμοβόρες πολιτικές τίγρεις που κομματιάζουν, τον εργάτη, τον πεινασμένο και τον άρρωστο. Εν ολίγοις αυτοί είναι το κράτος! Και ο Νίτσε, συνεχίζει: «Κράτος; τι είναι αυτό; Ε, λοιπόν ξεβουλώστε τ’ αυτιά σας: Τώρα θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος είναι το παγερό, από τα πιο παγερά τέρατα. Και τούτο το ψέμα ξεφεύγει απ’ το στόμα του: «Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός».
ellinikoxronografima.blogspot.gr
]]>Η ταβέρνα αναδυόταν στη χρυσή άμμο σαν αστραφτερό κοχύλι όπου η θέα του κόλπου του Ιονίου και του αχανούς ορίζοντα λειτουργούσε σαν λήκυθος των συναισθημάτων μας, γλυκαίνοντας τα πάθη και τις ανησυχίες μας. Βρίσκαμε εκεί αποκούμπι και η τρυφερότητα που είναι φτιαγμένη από εύθραυστη άυλη μάζα μας ένωνε σε συνοχή και μας έκανε ισχυρούς και αγέρωχους σαν μια γροθιά.
Ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί να προδώσουμε ο ένας τον άλλο σε μια άτυχη στιγμή και με την πρώτη δυσκολία που συνόδευε κάποιον του συμπαραστεκόμαστε αλληλέγγυοι ανορθώνοντάς του με παντί τρόπω την πληγωμένη του αξιοπρέπεια.
Σ΄ αυτή λοιπόν την ταβέρνα που συγκέντρωνε τα βλέμματα των ταπεινών, των σκυφτών ψαράδων και των ανθρώπων που βασάνιζε η ανέχεια και η φτώχεια, ανταμώναμε ευελπιστούντες να σκεφτούμε κάτι καλό για τη συνέχεια των σπουδών μας, χωρίς χάσιμο των ετών ή συσσώρευση μαθημάτων στο τέλος που σε κάποιους άλλους αναιδείς τεμπελχανάδες επί πτυχίω ξεχείλιζαν σαν σκουπιδαριό σε κάδο απορριμμάτων.
Εκεί μ’ ένα τρόπο κυνικό, αθώο και ενίοτε βλάσφημο για να ξεφύγουμε από τον ανιαρό εαυτό μας αγνοούσαμε τους καλούς τρόπους της συμπεριφοράς και της ηθικής, παραφερόμαστε και καταλήγαμε ακόμη και στο κακώς ομιλείν. Δείχναμε διαφορετικά πρόσωπα, γινόμαστε παραμυθάδες, φαντασιόπληκτοι, ψεύτες και πολυλογάδες πέφτοντας ηθελημένα ή αθέλητα σε κουτσομπολιά με σκοτεινές αφηγήσεις και ιστορίες που είχαμε συλλέξει κατά τη διαδρομή της πορείας μας διασχίζοντας την κοινωνική οδό της συναναστροφής και τις αφιλόξενες αίθουσες των ευαγών εκπαιδευτηρίων. Κυρίως ρητόρευαν οι μέλλοντες δικηγόροι που εκμεταλλευόμενοι το θηριώδη ρεμβασμό των υπολοίπων ατενίζοντας το κύμα και το απέραντο του ουρανού, ξεκινούσαν την κουβέντα αιφνιδίως, επιδιδόμενοι στη συνέχεια σε ακατάπαυστη φλυαρία με εγωκεντρική διάθεση που διαμελιζόταν μόνο σαν ένας της παρέας τους διέκοπτε με δυνατό χειροκρότημα και ακολουθούσαν και οι άλλοι. Λέγαμε πολλά και διάφορα, κυρίως ενδιαφέροντα εκ της εφηβείας μας ως μαθητές του Γυμνασίου της πόλης στηλιτεύοντας πολύ τους ανιαρούς καθηγητές μας και το Γυμνασιάρχη μας τον αποκαλούμενο και «Μπούλμπα» που με εθνικό εκπαιδευτικό ζήλο χαιρόταν να μας εξαποστέλλει έξω από την αίθουσα με πενταήμερες αποβολές για ψύλλου πήδημα και περισσότερο όταν απουσιάζαμε από τον καθιερωμένο εκκλησιασμό ή επιδιδόμαστε μετά ζήλου στις κοπάνες. Ενίοτε μας έριχνε και δεκαήμερες όταν στα χέρια του σεβαστού συμβουλίου των δασκάλων μας έπεφταν ερωτικά ραβασάκια απευθυνόμενα σε μαθήτριες που με παθολογικό ποιητικό οίστρο εξομολογούμαστε τον έρωτά μας και τις αποκαλούσαμε «νύμφες ανύμφευτες».
Λέγαμε για το φιλόλογο που είχε προχωρημένες μεν ιδέες αλλά ήταν του κατηχητικού και μια μέρα εν ώρα μαθήματος απαγγέλλοντας Λυσία διολίσθησε το παντελόνι του κι έμεινε στήλη άλατος με τη σκελέα. Για την καθηγήτρια των οικοκυρικών την κυρία Βάνια που ποιος ξέρει τι σαρκικά αμαρτήματα την είχαν μαράνει και ήταν συνεχώς αφηρημένη που μια μέρα δεν άντεξε τη φασαρία μας και πετάχτηκε από την πόρτα με σχιζοφρενή διάθεση και έκτοτε δεν παρουσιάστηκε ενώπιον μας.
Δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να αναφέρω και τη φυσικό δεσποινίδα Ευδοκία που είχα ιδιαίτερη σχέση μαζί της, πνευματική εννοώ, και έδειχνε επίγνωση των επιστημονικών της μεθόδων αλλά είχε μεσάνυχτα από εφηβικές ψυχικές διαταραχές. Κάθε τόσο και λιγάκι την κάναμε μούσκεμα μ’ ένα δοχείο γεμάτο νερό που βάζαμε ψηλά στην πόρτα και καταβρεχόταν ολόκληρη όταν άνοιγε και έμπαινε μέσα. Αν και μουσκεμένη καθόταν στην έδρα και συνέχιζε να κάνει μάθημα αδιαφορώντας αν φαινόταν βλάσφημη ή της ξέφευγαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα χείλη που δεν συνάδουν σε ανθρώπους που στελεχώνουν καθηγητικές έδρες.
Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ξεχείλιζε από Αμερικάνικο ρούχο και σάπια κονσέρβα υπεραντλατική που της πετούσαν οι σύμμαχοι φίλοι κι εμείς ξεχειλίζαμε από στραγάλια που μ’ ένα περίεργο σκεπτικισμό τα εξεσφενδονίζαμε στο σχολίατρο που μας έκανε υγιεινή και μας μιλούσε για περικάρδια και μετατάρσια και ήταν ο εντεταλμένος θεράποντας ιατρός μας που μας γιάτρευε την ακμή και πάσα νόσο. Η αγυρτεία μας προς το δημόσιο αυτό λειτουργό ήταν καταλυτική. Εγκατέλειψε την έδρα, μπάρκαρε σε καράβι και έπεσε με τα μούτρα στην ίαση των ναυτικών και ούτε τον είδε πια κανένας μας εν μέλλοντι χρόνω.
Είμαστε όπως προανέφερε δέκα ο Βασίλης, ο Κανέλλος, ο Τάσος, ο Γρηγόρης. Ο Γιώργος, ο Γιάννης ο Χρίστος, ο Κώστας, ο Δημήτρης κι εγώ κι εκεί συναντούσαμε και τον κύριο Σπύρο Μαρτσέλο, ιδιοκτήτη της ταβέρνας. Είχε κάνει δυο χρόνια στο Μαουτχάουζεν από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου. Το Μαουτχάουζεν είναι μια «αληθινή ιστορία» μας έλεγε και μας έδειχνε σημειώσεις, φωτογραφίες και εικόνες φρίκης, ενώ μας διηγιόταν περιστατικά από την έγκλειστη ζωή του ώσπου συγκινιόταν και μαζί του κι εμείς. Καμιά φορά ξεφεύγαμε έτσι που μας τα ‘λεγε με σοβαροφανή μαζί και αστείο τρόπο και βάζαμε τα γέλια που γινόμαστε βλάσφημοι αλλά ουδόλως τον ένοιαζε και συνέχιζε απτόητος να λούζει με το λόγο του πατόκορφα τους ναζί και το Φύρερ τους. Αν και βλάσφημοι να γελάμε για νεκρούς και καρβουνιασμένους στα κρεματόρια γρήγορα συνερχόμαστε και μέναμε άφωνοι και ασάλευτοι όταν τον κοιτάζαμε στα μάτια και βλέπαμε να ‘χει εκταμιεύσει δάκρυα ενώ το βλέμμα του ήταν πειθαρχημένο, σοβαρό και αγέρωχο λες και απέδιδε φόρο τιμής στους αδικοχαμένους ήρωες.
Οι Ες – Ες, μας έλεγε, τον είχαν εξαναγκάσει να κοιμηθεί τιμωρημένος κάποτε με δυο νεκρούς, να μένει μέρες στην απομόνωση, να τριγυρίζει στις παράγκες και να μαζεύει πεθαμένους με το καρότσι, να κρατάει κατάλογο των κρεμασμένων και των καμένων στους φούρνους, να φτιάνει στανικώς με το γραμματέα του γερμανού διοικητή λίστες εκείνων που θα πέθαιναν στους θαλάμους των αερίων και γενικά να κάνει με το πιστόλι στο σβέρκο ένα σωρό ατιμίες που τον βάραιναν τόσο και του ‘ρχόταν να φουντάρει κάποια στιγμή στη θάλασσα για να τις ξεφορτωθεί.
Προς τέρψη του, ακόμη μας έλεγε, πως εκεί στο στρατόπεδο αιχμαλώτων έτυχε να ‘χει καλή παρέα, εμπλούτισε έτσι τις γνώσεις του, μορφώθηκε χάρη στη σοφία τους και βγήκε τόσο θαυμαστής της ελευθερίας αλλά και πανεπιστήμων. Αν και πολλές φορές έλεγε τις ιστορίες του με διάθεση κουτσομπολιού, είχε επίγνωση των ιστορικών κανόνων τους και ήξερε πως το ‘κανε από επιτακτική ανάγκη να μας τονίσει πως ο πόλεμος και τα Άουσβιτς ήταν σχιζοφρενείς πράξεις του ανθρώπου και δεν υπήρχε λογική εξήγηση.
Έτσι τον ακούγαμε πάντα εν μέσω των θηριωδών ενστίχτων μας και πολλά απ’ αυτά που μας έλεγε ήταν τόσο έντονα που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμα μας που και τώρα ακόμη ύστερα από την τόσο μεγάλη φλύαρη διαδρομή του χρόνου είμαι σε θέση να τα θυμάμαι. Όπως κάτι σαν αυτό που καταγράφω και δείχνει την προωθημένη ναζιστική εφεύρεση βασανισμού, μηδενισμού και εξαφάνισης της προσωπικότητας του αντιπάλου.
«Ο Ες – Ες που ήταν επικεφαλής» άρχισε να μας λέει ο κύριος Σπύρος, μας τόνισε πως μέσα στο στρατόπεδο πρέπει να ‘χουμε αλληλεγγύη μεταξύ μας, αλλιώς είμαστε χαμένοι. Εκεί μέσα είσαστε μακριά από το Θεό όσο και από τους ανθρώπους. Βοήθεια και έλεος δεν μπαίνει. Όλες οι τρύπες με τον υπόλοιπο κόσμο είναι κλειστές. Ό,τι κάνετε εσείς οι ίδιοι. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να βοηθά ο ένας τον άλλο. Ύστερα μας πήγε κοντά στο ποτάμι. Θα σας δείξω αμέσως τι θέλω να πω. Έφεραν δυο γυναίκες και τις ρώτησε: «Ποια από σας ξέρει να κολυμπάει;» «Εγώ!» είπε η μία. «Ωραία» είπε ο Ες – Ες . «Έλα εδώ». Ήταν μια Ρωσίδα μέχρι τριάντα ετών. Μετά φώναξε την άλλη τη Γαλλίδα. «Ξέρεις να κολυμπάς;» «Όχι» είπε αυτή. «Έλα δω κι εσύ, για σένα φροντίζω που δεν ξέρεις κολύμπι. Βάλτε το δεξί σας χέρι πλάι – πλάι». Πήρε ένα σύρμα κι έδεσε τα χέρια τους σφιχτά και γερά. Τις έφερε στην όχθη του ποταμού και είπε: «Δείξτε μου τώρα πόσο αγαπημένες είσαστε. Η μία θα σώσει την άλλη ή θα πνιγείτε και οι δυο». Τις έσπρωξε και τις έριξε στο νερό. Ώσπου να πνιγούνε παλεύανε με το νερό περίπου μισή ώρα. Άμα βούλιαξαν ο Ες – Ες είπε στον υπεύθυνο βοηθό του να κάνει μια αναφορά που να λέει πως οι δυο γυναίκες πήγανε να το σκάσουν κολυμπώντας».
Συνηθισμένοι από τέτοιες ιστορίες ένα βράδυ προς έκπληξη της παρέας μας μίλησε με μια ρητορική έπαρση για την αρχή του ενός ανδρός. Πιθανώς να είχε ερεθισθεί από τους μεγάλους της ιστορίας που δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο στο ηγετικό τους ρόλο. Δρόσισε τα χείλη του με μισό ποτήρι λευκό κρασί και άρχισε:
«Διακαώς ποθών να ανασκαλεύω την ιστορία, βρήκα σήμερα λαβράκι γραφής αναφερόμενο στους επιφανείς ολετήρες της ανθρωπότητας που τη βίασαν και την έβλαψαν ανεπανόρθωτα. Είναι πολλοί, θ’ αναφερθώ σε μερικούς. Ξεκινώ με τον Πάρη το όμορφο αγόρι, τον εραστή που τόσα δεινά έμελλε να φέρει σε Τρώες και Έλληνες και ήταν ο αίτιος του Τρωικού πολέμου. Ο ζωηρός αυτός νέος όπως αποφαίνεται η ιστορία και η μυθολογία διέπραξε ανίερη πράξη κλέβοντας την ωραία Ελένη, σύζυγο του Βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου και ρούφηξε τους χυμούς του καυτού κορμιού της μέχρι σταγόνας. Τότε ο ευτραφής Μενέλαος έπεσε σε μελαγχολία και οικτρά κατάθλιψη και όπως του συνέστησαν οι ιατροί του μόνο με εκδίκηση θα γιατρευόταν. Και το έκανε ενώ δεν παρέλειψε να στείλει αυτός και η βασιλική αγυρτεία του χιλιάδες ανδράγαθες ψυχές στον Άδη.
Ο Αλκιβιάδης, ο γλυκός τούτος γκόλντεν μπόις αριστοκράτης και νυχτόβιος ηδονιστής. Ο μέγας γλεντζές και γυναικοκατακτητής, ο έχων την κεφαλή εσαεί στραμμένη επί των ζουμερών κορμιών των γυναικών. Που του άρεσε να είναι ξάπλα συνεχώς σε χρυσή κλίνη και να ονειρεύεται επιχειρήσεις με φούρνους, ψωμιά, καμίνια, μεταλλεία χρυσού και άνθρακος. Να έχει πιστούς δούλους, άπλυτους, σκονισμένους με στάχτη και σκόνη, φλογισμένες εταίρες με διαδήματα στους αστραγάλους και στην κεφαλή και σπίτια με αυλές κοσμημένες με αγάλματα και ακριβούς λουτήρες. Αυτός ο αρλεκίνος δεν οδήγησε τους Αθηναίους στη Σικελία σε μια εκστρατεία που σφάχτηκαν τα βλαστάρια τους μέχρι ενός;
Όσο για τον εφευρέτη του φονικού όπλου της μακεδονικής σάρισας, το Μεγαλέξανδρο θα πω ελάχιστα, όχι υμνητικά, και χωρίς καμιά ελαφρά ερυθρίαση να διαποτίσει τις παρειές μου. Θα πω τούτο: πως όφειλε το παγκόσμιο πνεύμα να είχε εγγράψει τραγωδία περικαλλή τιτλοφορούσα «Ασιάτισσες», όπου να αποπνέει ο πόνος της μάνας και να ηχογραφείται το μοιρολόγι της πάνω από το νεκρό της παιδί όταν άψυχο, ωχρό και διαμελισμένο μέσα στο αίμα κατέβαινε στον τάφο. Το δε νικηφόρο στράτευμα πιο πέρα σάλπιζε παιάνα νίκης και μοιραζόταν τα λάφυρά του σε καλοφτιαγμένες πλεχτές αιώρες.
Τι να πεις για το βάρβαρο Αττίλα τον βαπτισμένο και «πατερούλη» που όπου περνούσε έφιππος στο φτερωτό του άτι, έχων πίσω του τις ορδές των σαρκοφάγων Ούννων η γη έπαυε να εγκυμονεί και το χόρτο ξεραινόταν και δε φύτρωνε ποτέ. Άγριος, ψυχοπαθής κι ανελέητος φονιάς, μάτωσε το σπαθί του στο λαιμό του αδερφού του, έκαιγε δάση, έσκαπτε χωριά, κρεμούσε τις κεφαλές των νεκρών σε πασσάλους ενώ οι στρατιώτες του βίαζαν ημιθανείς κορασίδες.
Όταν εισήλθε αιμοδιψής στην Ιταλία οι κάτοικοι μιας περιοχής κατέφυγαν σε νησίδες να γλιτώσουν τη σφαγή τους, ζώντες εκεί μαζί με τα θηρία ενώ άλλοι τρελάθηκαν βλέποντες ξεκοιλιασμένους συγγενείς τους κρεμασμένους από τα τσιγκέλια. Πολλοί από τους στρατιώτες του λιποτάχτησαν μην αντέχοντες τα βασανιστήρια.
Επιτυχώς τον φώναζαν «μάστιγα του λαού» κι επιτυχώς του έκοψαν το κεφάλι οι συνωμότες αξιωματούχοι του, ξεβρομίζοντας την ανθρωπότητα από το ελεεινό του φάντασμα.
Ναπολέων. Πόσοι σφάχτηκαν εξαιτίας της αλαζονείας του; Όταν σκέφτηκε να τα βάλλει με την κυρά – Ρωσία περνώντας ως Θεός ήλιος τον ποταμό Νεμούντα με 700.000 παλικάρια, ευέλπιδες κι εραστές τής ζωής, γνωρίζει κανείς ιστορικός να μας πει αν στο Σμόλενσκ που έγινε η μάχη υπάρχει τύμβος με γεγραμμένα τα ονόματα των ανδρών που φυτεύτηκαν στο χώμα;
Αλλά και για τους άλλους που δεν φυτεύτηκαν αλλά τους κατασπάραξαν οι λύκοι, τα τσακάλια και τα όρνεα των δυσπρόσιτων ρωσικών ορέων σε ποιο δεφτέρι είναι καταχωρημένο το άγιο όνομά τους;
Έπειτα μυθοποιήθηκε και ο Στάλιν για εκατομμύρια αριστερούς. Αν για κάποιους άλλους είναι μελανωμένη η ιστορία του. γι’ αυτούς είναι ο μέγας ηγέτης του σοσιαλιστικού σταλινισμού. Ξεχνούν φαίνεται πως ήταν Κροίσος, έχων εισόδημα από δέκα μισθούς, ζώντας πολυτελώς και σκανδαλωδώς! Αφήστε που έκανε ασύλληπτα εγκλήματα, αδιανόητα και ειδεχθή. Χιλιάδες στρατιωτικοί σφάχτηκαν, πολυπληθής αριθμός εργατών εκδιώχθηκε, εκατομμύρια αντιφρονούντων σάπισαν στα καταραμένα Γκουλάγκ της καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία.
Ύστερα έχουμε το Χίτλερ! Τι να πει κανείς για το τεχθέντα υπό του σκότους τούτο εξάμβλωμα που πλείστοι αμφιβάλλουν αν ο εγκέφαλός του είχε έστω κι έναν νευρώνα! Αν στις φλέβες του έρεε εκτός του ψύχους και του παγετού, σταγόνα αίματος! Ο κατάπτυστος αυτός φονιάς του κόσμου για κακή μας τύχη ήρθε από τη Νύχτια Χώρα που αφέντης της είναι ο Διάβολος, σπέρμα του δε άπασες οι πληγές στο ξεπαγιασμένο ως σήμερα σώμα της ανθρωπότητας.
Ο άλλος τώρα ο πτωχός τω πνεύματι, κωμικός και γελοίος κυβερνήτης Μουσολίνι. Ο φανφαρόνος και κομπορρήμων κι έχων τη θυρίδα της κεφαλής του ανοικτή έτσι που το μυαλό του εξανεμιζόταν μέρα με τη μέρα, λίγα κακά έπραξε; Όλος ο σίελος της ανθρωπότητας είναι ελάχιστος για ένα πλούσιο φτύσιμο.
Στο βυθισθέν ευτυχώς σκαφίδιο του σκατού και των ούρων που ταξίδεψαν οι αναφερθέντες άνδρες της μιας αρχής, για να μην πω τίποτα άλλο, η ιστορία θα χαιρόταν μεγαλοπρεπώς αν και οι σημερινοί χείριστοι πολιτικοί και οικονομικοί απατεώνες είχαν την ίδια τύχη. Έτσι θα ξεβρόμιζε ο κόσμος απ’ αυτούς τους σύγχρονους Μάρκους Αντώνιους, τους Λουδοβίκους ΙΣΤ’ και τις Μαρίες Αντουανέτες. Και οι ανάλγητοι της μιας αρχής θα έπαιρναν επαξίως τη θέση τους στο πάνθεον των λαμπρών ως «Μέγιστοι αγύρτες και Αρλεκίνοι» των λαών».
Ένα καλοκαίρι μετά το δεκαπενταύγουστο ήρθε στην παρέα μας παραδόξως ο Δον Ζουάν της πόλης. Σκοπίμως τον επέλεξε ο κύριος Σπύρος για να κάνει πλάκα σε μένα και να με λοιδορήσει γιατί παρά τις συνεχείς και επανειλημμένες προτροπές του δεν τα χάλαγα με την Ανδριάνα μια χυμώδη γυναίκα με παθολογική ερωτική διάθεση που ήταν όμως «τσούλα» κατ’ αυτόν, δοκιμασμένη από αμέτρητους άρρενες γαμπρούς και επικίνδυνη για το μέλλον μου.
Στο τρίτο ποτήρι ο Δον Ζουάν άρχισε: «Τη γνώρισα εδώ και δυο χρόνια την Ανδριάνα στη βόλτα της Ελευθερίου Βενιζέλου οδεύοντας και οι δυο για τη θάλασσα όταν τυχαία σμίξαμε τα βλέμματά μας και κατάλαβα πως ήταν γραφτό μου να γίνει «η ανεμώνη μου που θα μύριζε αιώνια». Έκτοτε ανταμώναμε, δίναμε αιώνιους όρκους αγάπης, εκπληρώναμε το φλογερό μας πάθος και προχωρούσαμε μαζί αγκαλιασμένοι και ευτυχισμένοι στο δρόμο που χαράξαμε από την πρώτη στιγμή. Ακόμη και όταν ήμουν μακριά της η φαντασία μου την έφτιαχνε ολόγυμνη ή ντυμένη με λευκά ρούχα, τη φωνή της άκουγα ως παιανίζον φλάουτο να μου τραγουδά κάτι σαν αρχαϊκό μουρμουρητό, τα δυο της ρόδινα χείλη ένιωθα να με φιλούνε και να διαπερνά το σώμα μου όλο το βάρος της εικόνας της μέχρι μυελού των οστών μου. Ώρες – ώρες νόμιζα πως ήταν δίπλα μου, την ατένιζα έκπληκτος και θαρρούσα πως πετούσα μέσα σε μια ομήγυρη από πουλιά και ακτινοβολούσες πεταλούδες».
Σταμάτησε λίγο να πάρει μια ανάσα και να συνεχίσει κι εγώ γόγγυξα έντονα μ’ ένα αίσθημα ταπείνωσης που ένιωσα από το φρενιασμένο πηγαινέλα των λόγων του. Για μένα η Ανδριάνα ήταν «η νύμφη η ανύμφευτη» και αυτά που έλεγε μου ‘φερναν σύγκορμο ρίγος. Βολιδοσκόπησα τους γύρω με το βλέμμα μου να δω αν τους ενδιέφεραν αυτά που έλεγε και ετοιμάστηκα να φύγω.
«Κάτσε, πού πας;» με ρώτησε έκπληκτος ο κύριος Σπύρος και απλώνοντας το χέρι του μ’ εμπόδισε να σηκωθώ. «Πρέπει να την ακούσεις μέχρι τέλος την ιστορία».
Στην κουβέντα του τα χαχανητά με γέμισαν θλίψη και σύγχυση. Πώς να κάτσω; Για μένα όπως προείπα η Ανδριάνα ήταν το ανέσπερο φως, η ίαση και η αιώνια γαλήνη. Τη γνώρισα σε μια ναυτική εκδήλωση και ήρθε για να καταπραύνει τις αγωνίες μου και να μου σβήσει το κάθε αίσθημα καταστροφής και εκμηδένισης. Ο νους μου γι’ αυτή είχε γίνει μια γιγαντιαία πεταλούδα που γύριζε γύρω της και την άγγιζε νύχτα μέρα. Η μορφή της με συγκλόνιζε και η έλξη που ένιωθα για το ωραίο της σχήμα με πριόνιζε συνεχώς ενώ το ερωτικό μου πάθος μου προξενούσε φόβο και αγωνία για το μέλλον μας. Δεν άντεχα ν’ ακούω άλλα για τη σκοτεινή της ερωτική ζωή και τα θεωρούσα ψέματα και συκοφαντίες αλλά μια αδιόρατη αίσθηση μου έλεγε πως ήταν αλήθεια. Σηκώθηκα πάλι να φύγω.
«Ε, πού πας; Δεν είπαμε θα την ακούσεις μέχρι τέλος την ιστορία; Μείνε αγέρωχος και ευθυτενής, μη λυγάς!» επανέλαβε ο κύριος Σπύρος κι έκανε νεύμα με το βλέμμα στο Δον Ζουάν ν’ αρχίσει.
«Με την Ανδριάνα λοιπόν, συνέχισε εκείνος συναντιόμαστε συστηματικά τουλάχιστον δυο φορές το μήνα και όχι μόνο ψιθυρίζαμε αιώνιους όρκους αγάπης αλλά λίπαινα τη μήτρα της με το σπέρμα μου σαν επισφράγιση του φλογερού πάθους μου που με ταλάνιζε γι’ αυτή. Αυτή δεχόταν ό,τι της πρόσφερα και με την ακτινοβολία που εξέπεμπε το γυμνό κορμί της την ώρα της γενετήσιας πράξης είχα την εντύπωση πως θα την έχανα θα γινόταν άυλη και θα ανέβαινε στους ουρανούς. Έτσι έχοντας εξασφαλίσει την κατάκτησή της δεν έλειπε ποτέ από την αγκαλιά μου και με το πρώτο νεύμα στη βόλτα ερχόταν και σμίγαμε όπως η μέλισσα στο λουλούδι. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που αποδείχτηκε πως η γυναίκα αυτή δε λαμπάδιαζε από σύγκορμο ρίγος για μένα αλλά και για άλλους άντρες. Και το αποδειχτικό στοιχείο ήρθε με τον καλύτερό μου φίλο. Διαμελισμένος από το μίζερο πολιτισμό της επαρχίας ταξίδεψα στα Μετέωρα προς τέρψη και ευχαρίστηση του επιθυμείν μου να ηρεμήσω όταν την άφησα στα χέρια του για να την προσέχει και να τη φροντίζει όσο θα έλειπα. Στην επιστροφή μου ο φίλος μου με πληροφόρησε πως συνευρέθηκαν και του δόθηκε άνευ ορίου και μέτρου. Από εκείνη τη στιγμή ρίχτηκα στο κενό, την ξέχασα και τώρα «έχω την αίσθηση πως αιωρείται παντού σαν σκόνη».
Τελείωσε, εγώ βρισκόμουν σε δεινή θέση, σκούπισα δυο καυτά δάκρυα που είχα αποταμιεύσει στα μάγουλα και βγήκα έξω. Ο κύριος Σπύρος με ακολούθησε και στην πόρτα με πλησίασε μ’ ένα σκωπτικό χαμόγελο. «Αντιλαμβάνομαι τι περνάς» μου είπε «γι’ αυτό έλα μαζί μου να σε κάνω να νικήσεις το μυστηριώδες σύμπλεγμα που λέγεται «Ανδριάνα» και να την εγκαταλείψεις για πάντα» και χωρίς χρονοτριβή μ’ έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε στην κάμαρά του. Εκεί μου έδειξε ένα κιτρινισμένο άλμπουμ με φωτογραφίες γυναικών. «Είναι οι γυναίκες που με πρόδωσαν» μου είπε «και γύρω τους έχω ζωγραφίσει σβησμένα κεριά. Θέλω να δείξω το θάνατό τους. Καρφί δε μου καίγεται που χάθηκαν, καρφί να μη σου καίγεται και σένα για την Ανδριάνα. Εγώ τη βλέπω σαν το δηλητηριασμένο δέντρο που έχει βλαστήσει μέσα στο μουχλιασμένο χώμα και φαρμακώνει τ’ άλλα δέντρα. Είναι ένα παράσιτο και με τις αναθυμιάσεις της σκοτώνει και τίποτ’ άλλο. Ξέχασε την να εξυψωθείς κι αυτή να παρακμάσει και να εκδιωχθεί».
Βρήκα τα λόγια του αληθινά και είπα να τα εφαρμόσω για να εξαγνιστώ από το επικίνδυνο πάθος μου για την Ανδριάνα. Από εκείνη τη στιγμή η Ανδριάνα δεν ήταν για μένα παρά μια κακή εικόνα διολίσθησης σ΄ ένα διάστημα ακατέργαστης ύλης.
Ο κύριος Σπύρος εννόησε την αλλαγή επί το βέλτιστον μέσα μου, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο από ζωική δύναμη και με τη συνοδεία του πνιχτού γέλιου του μου είπε σαν επισφράγισμα των τελευταίων λόγων του: «Υποτάξου στη λογική και φαντάσου το νεκρό σώμα της. η δε συνταγή της ευτυχίας σου είναι ένα ναι ή ένα όχι, μια ίσια γραμμή και κάποιο στόχοι».
]]>Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η καθηγητική σύγκλητος αντίγραφο της Ρωμαϊκής, μας έδερνε, μας απέβαλε και μας γέμιζε το μαθητολόγιο με εφτάρια και διαγωγές κοσμίες. Τα μέλη της μας χόρταιναν αρχαιοελληνική αποχαύνωση και ηθική παραλυσία, επιβάλλοντας με την τιμωρητική βία τους τη μικρονοϊκή ιλαροτραγωδία του μηδενισμού τους.
Πολλά από τα μέλη είχαν φτάσει στο έσχατο σημείο της εξηλιθίωσης, τα φωνάζαμε «φρούτα» και σπάζαμε πλάκα μαζί τους. Ένα τέτοιο ήταν και ο σχολίατρος. Την πλάκα την ξεκίνησε ένας σκράπας πισωθρανίτης. Δεν χώνευε το χάος του μαυροπίνακα και το ‘ριξε στην τρέλα. Στην ώρα της υγιεινής όταν ο σχολίατρος μιλούσε για την όραση, αιφνιδίως άρχισε να πυροβολεί τα τζάμια, τον πίνακα και το κεφάλι του με στραγάλια. Η εικόνα μας ερέθισε και κύματα άγρια από φωνές: ουουου! ααααα! ουστ! ουστ! χτυπούσαν και έσβηναν στους τοίχους.
Την άλλη βδομάδα τα ίδια. Η γκρίζα ώρα μας από ανιαρή και ομιχλώδη, γινόταν χαρούμενη χάρη στα στραγάλια. Άλλος τώρα σκράπας που είχε αλλεργία στο σχολικό κουδούνι, πυροβόλησε από το θρόνο του σαν δικτάτορας το μάτι του σχολίατρου. Πρόλαβε και το ‘κλεισε, το γλίτωσε, αλλά το Βουκεφάλα νου του μαθητή δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει από τον πολύβουο στραγαλοπόλεμο.
Πάντα την ώρα της υγιεινής το στραγάλι ανακατευόταν με τη σκόνη από τα τρίμματα της κιμωλίας, ο χαβαλές κρατούσε καλά, η έρημος Σαχάρα της σχολικής τάξης αποκτούσε όαση χαράς.
Ώσπου ήρθε ο Φεβρουάριος. Οι μισοί γεμίσαμε τις τσέπες μας και μπήκαμε μέσα. Δεν πρόλαβε να τελειώσει αναφέροντας τα οστά του κρανίου ο σχολίατρος και άρχισε ο πόλεμος. Πέντε λεπτά κράτησε, έφτανε για να θυμίσει Δερβενάκια και να τελειώσει με τη φυγή του γιατρού από την αίθουσα και την επιστροφή του με το γυμνασιάρχη.
Πέσαν χαστούκια, έπεσαν αποβολές, έγινε κομφούζιο.
Προς το τέλος του Μαΐου ένας μπροστοθρανίτης άπλωσε πάνω στο θρανίο σταφίδες. Τον κοίταξε ο σχολίατρος, τον ρώτησε: «Έφηβε, μικρονοϊκέ, για σφαίρες τις έχεις;» Γέλασε εκείνος και του απάντησε μέσα στην καταναλωτική του ευμάρεια τρώγοντας τις σταφίδες: «Τι ξυπόλυτη σκέψη!»
]]>Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Κάνω αγώνες δρόμου, αθλοθετώ φιαλίδια με ελληνικό οίνο, στην είσοδο του σταδίου διαφημίζω τη νίκη του πνεύματος επί της ύλης.
Το ξέρω, εμβάλλω πληγές στην αγραμματοσύνη, οι εύσχημοι με χειροκροτούν, τα δόντια τους μου τρίζουν οι αισχροί δολοπλόκοι, κατάρες ακώ και ύβρεις από τους σκράπες και τους μαθητές του πέντε. Όμως δεν πτοούμαι, αλωνίζω τους δρόμους και παντού φωνάζω και κηρύσσω το καλό που έχει το Πνεύμα.
Έζησα δυο χρόνια στο Μαίναλο, βύζαξα το χυμό των ελάτων του, έγινα θεόδενδρος, ιέρειές μου ήταν οι δρύες χιλίων ετών, άκουσα το σουραύλι του Πάνα, πήδησα κορφές, έντυσαν με σκαλτσούνια τα πόδια μου οι φυλλωσιές και άγριοι μενεξέδες και κρίνοι στεφάνωσαν τις μέρες μου και τις ημέρεψαν στις χούνες και στα φαράγγια του. Λίγο πιο κάτω στα πόδια του ο οίκος της Σοφίας με πρόσμενε και μέσα στους τέσσερις τοίχους του, το κάλλος της γνώσης συνάντησα.
Φαιδρά τα πράγματα στο θρανίο, κωμικά και αστεία. Οι καθηγητές ολίγιστοι, τύραννοι, πρωτόγονοι των σπηλαίων. Ο μουσικός σκληρός, ασκούσε το συγκεντρωτισμό της εξουσίας του βίαια πάνω μας. Χτυπούσε τα πλήκτρα με δύναμη με τα δάχτυλά του και σκυμμένος στο πιάνο σαν κούτσουρο, μου έλεγε, κουνώντας το καραφλό κεφάλι του σαν άφυλλο δέντρο:
– Λέγε!
– Τι να πω;
– Τις νότες που έχεις γράψει στο τετράδιο.
– Από ποιο τροπάρι;
– Να, αυτό… «Δια ξύλου ο Αδάμ, παραδείσου γέγονες άποικος»… και τα λοιπά. Τι εγώ θα στο πω;
Κι αφού έπαιζε τις τρεις πρώτες νότες, ψιθύριζε:
– Ήχος τέταρτος, Πάμε!
Αρχινούσα:
– Νη, Πα, Βου, Βου, Βου,Βου…
Με διέκοπτε, έσκαγε στα γέλια και σπρώχνοντας το κεφάλι μου πάνω στο πιάνο, μου έλεγε έτοιμος να πέσει κατά γης:
– Όχι, όλο Βου ευλογημένε μου, λέγε και κανένα Γα…
= = =
Μια φορά έψελνε το τιρερέμ κι εμείς τον ακούγαμε σιωπούντες. Θα το κράτησε πολύ ώρα, γιατί δεν εξηγείται το όνειρο που είδα. Κι επειδή ήταν τόσο πρωτότυπο το αναφέρω.
Είδα το Θεό Πάνα από το παράθυρο με φορεμένο το ματωμένο τομάρι ενός λύγκα να περπατά στο δάσος. Ξεχώρισα τα δυο του κέρατα, το γλυκό του χαμόγελο, τα τραγίσια ποδάρια του και του έκανα νόημα να ‘ρθει στην αίθουσα και να με πάρει μαζί του στο Μαίναλο. Το έκανε και σε λίγο βαδίζαμε κάτω από τα έλατα, εγώ τραγουδώντας κι αυτός παίζοντας το σουραύλι του.
Μαζεύτηκαν οι νύμφες από τις πλαγιές, η Ηχώ από τα κορφοβούνια, ο Κρόκος και ο Υάκινθος από τις ρεματιές και έστησαν χορό. Ναζιάρης ο Παν, περήφανος και γλεντοκόπος έσερνε το χορό, γελούσε, πείραζε τις καλλίκομες νεράιδες, χάιδευε με την πνοή του τους ένοικους του δάσους.
Τελειώνοντας το χορό, ήρθε κοντά μου, έβαλε τρυφερά το χέρι του στον ώμο μου και μου είπε με τα μάτια του να λάμπουν από χαρά:
– Άφησε τις σπουδές γήινε κι έλα κοντά μου, να μάθεις για τη γέννησή μου και να γίνεις κήρυκας της ζωής μου!
Μ’ άρπαξε απ’ το χέρι, μ’ έσυρε σ’ ένα πυκνό ρουμάνι και καθισμένοι πάνω σ’ ένα τραχύ βράχο, άρχισε να μου μιλάει:
– Εδώ στην Αρκαδία με τα ψηλά βουνά και τις πολλές πηγές γεννήθηκα. Ο πατέρας μου ο Ερμής κυνηγούσε στα καλά και στα ιερά λιβάδια και σαν βοσκός που ήταν έβοσκε πρόβατα χωρίς να ξεχνά να τσιλιμπουρδίζει με τις νύμφες που τόσο πόθο πλημμύριζε η ψυχή του γι’ αυτές. Τα ‘μπλεξε έτσι με τη νύμφη Δρυόπη και την παντρεύτηκε. Ο γάμος τους σαν θεϊκός που ήταν κράτησε δεκάξι μέρες και έγινε γλέντι τρικούβερτο που πιώθηκε το κρασί του Ολύμπου μέχρι τελευταίας σταγόνας!
Ερμής και Δρυόπη λοιπόν οι γονείς μου, Θεός και Νύμφη, καλύτερο συνταίριασμα δεν μπορούσε να γίνει. Μ’ έφεραν στον κόσμο των Θεών έτσι όπως είμαι τραγοπόδαρο με δυο κέρατα στο κεφάλι, χαμογελαστό και γλεντοκόπο. Ήμουν όμως άσχημος, άγριος και γενάτος, πράγμα που έκανε τη μάνα μου να φοβηθεί, να μη με αγκαλιάσει και να με παρατήσει στις φυλλωσιές, βάζοντάς το στα πόδια! Με είδε τότε ο πατέρας μου μωρό και απροστάτευτο να κλαψουρίζω και να παίζω με τα χώματα, γέλασε η ψυχή του, με πήρε στην αγκαλιά του και αφού με τύλιξε σε μια τριχωτή προβιά βουνίσιου λαγού μ’ έφερε στον Όλυμπο. Με έδειξε στους Θεούς και όταν μυρίστηκαν πως τους έφερα τη χαρά με βάφτισαν Παν που πάει να πει το όλο!
Ο μουσικός με είδε κοιμισμένο, οργίστηκε, ήρθε κοντά μου και μου είπε με φωνή δυνατή που με ξύπνησε:
– Το ‘δες; Δεν το ‘δες;
– Ποιο είδα; κύριε καθηγητά; ρώτησα τρέμοντας.
– Τ’ όνειρο! Τι άλλο;
– Γιατί κοιμήθηκα;
– Αν κοιμήθηκες λέει! Παρακοιμήθηκες δε λες!
Κι εκεί που νόμισα πως τελείωσαν όλα, μου ξέφυγε και είπα:
– Είδα πως ήμουν με το Θεό Πάνα μαζί στο Μαίναλο!
Έβαλε τα γέλια και μαζί του όλη η τάξη. Όταν έπαψαν μου είπε με λόγο που έκανε μπαμ – μπαμ σαν καριοφίλι:
– Εδώ το πιάνο δε βλέπεις και θα δεις το Θεό; Κατέβα σε παρακαλώ από τον ουρανό κι έλα κάτω στη γη γιατί θα σε περάσουμε για νεραϊδοπαρμένο!
Μόλις τελείωσε το λόγο του ο τόπος έξω σκοτείνιασε. Το Μαίναλο μούχρωσε κι ένας δυνατός αέρας που ξεπήδησε από τον ασκό του Αιόλου έκανε τα έλατα να τριζοβολούν και να λυγίζουν τις κορφές τους μέχρι το χώμα. Ξέσπασε σε λίγο και μια νεροποντή μ’ ένα δυνατό χαλάζι που έδερνε αλύπητα τα δέντρα, τα ζώα και τους βράχους στο αγέρωχο βουνό. Κοιτούσαμε την κοσμοχαλασιά και η καρδιά μας φτερούγιζε απ’ το φόβο σαν πουλάκι. Κι ώσπου να σκεφτούμε γιατί έγινε αυτό έφτασε και στα παράθυρά μας. Για μια στιγμή είδαμε το λύγκα να πέφτει πάνω μας και το δασύτριχο στέρνο του βουνού να μας πλακώνει! Δειλιάσαμε, αφήσαμε τα θρανία και βγήκαμε στο διάδρομο. Είμαστε πολύ νέοι να μας σκοτώσει μια βροχή!
Πίσω μας η φωνή του μουσικού ανάδευε σαν τρίαινα την ατμόσφαιρα:
– Καταιγίδα είναι, τι φοβόσαστε! Σε λίγο θα ξεθυμάνει! Γυρίστε πίσω να παίξουμε το τροπάρι!
– Ο Θεός την έστειλε! Φώναξα εγώ… ο Θεός!
– Ποιος Θεός που δεν το είδαμε εμείς! απάντησε κι έβγαλε το κεφάλι του στην πόρτα.
– Ο Θεός Παν! Αυτός με τα κέρατα!
– Τον κερατά! Θέλεις να πεις; Αυτόν το τράγο; Ε, σου λέω λοιπόν, πως αυτός ο Θεός έχει πεθάνει προ πολλού!
Πέρασαν λίγα λεπτά ηρεμίας και μπήκαμε μέσα. Το μάθημα συνεχίστηκε. Εμείς σκυμμένοι πάνω στο ασκησάριο και ο μουσικός να παίζει στο πιάνο. Στο τελευταίο Βου ο κεραυνός που έπεσε σ΄ ένα δέντρο μας ξάπλωσε στα θρανία, τα φώτα έσβησαν και ο μουσικός βρέθηκε με το κεφάλι στο πιάνο και μια κηλίδα μαύρη από χτύπημα πάνω από το δεξί φρύδι. Κατέβασε κάτω τα χέρια του ακίνητα σαν ρόπαλα και μας ρώτησε:
– Γιατί δε λέτε;
– Τι να πούμε; Δε βλέπουμε να διαβάσουμε με τέτοιο σκοτάδι τις νότες!
– Απέξω!
– Δεν τις ξέρουμε!
Άνοιξε το στόμα του γέλασε και είπε με χιούμορ:
– Έτσι φτιάχτηκε ο κόσμος με τα συν και τα πλην! Ας τον δεχτούμε και ας μη του κάνουμε πόλεμο με ψεύτικο νταηλίκι!
===
Με τέτοια και μ’ άλλα πολλά το πήρα το Πτυχίο. Τώρα στ’ άγρια βουνά και σε κρύες αίθουσες κάνω μάθημα, βρέχομαι να περάσω ρέματα με θολά νερά και αρπαγμένος από τις φυλλωσιές των δέντρων ονειρεύομαι τους γέροντες εκείνους χρόνους!
]]>Tου Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Έτσι χαιρετώντας τον πατέρα, που με κοίταξε ξαφνιασμένος ένα πρωί, του είπα με λόγο χαριτωμένο και αποφασιστικό:
-Φεύγω! Πάω να δοκιμάσω πάλι την είσοδό μου στη Σχολή! Δώσε μου την ευχή σου και στείλε τον οβολό σου, Μητροδώρας εφτά, στα Εξάρχεια!
Με το δάκρυ να του κυλάει στο μάγουλο, μ’ αγκάλιασε εκείνος και μου είπε:
-Πιστεύω σε σένα γιε μου και μυρίζομαι το σκαμπίλι που θα ρίξεις στους εχθρούς σου. Πρόσεξε όμως μην ξεφύγεις. Άφησε τις ασωτίες, ξέχνα τις γυναίκες κι αγάπησε τα γράμματα γιατί κι αυτά έχουν γλύκες και σιρόπια!
Ξεκίνησα με άδειο σάκο και με μόνη έγνοια μου τη Σχολή. Στα Εξάρχεια βρήκα σπίτι, ένα υπόγειο μια σταλιά, είκοσι πέντε σκαλιά κάτω στο χάος, τυφλό, χωρίς παράθυρα, με τουαλέτα τούρκικη, ράντζο κουτσό και το σανίδι του τραπεζιού σάπιο.
Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα με τον πόνο μου αγκαλιά και το πρωί γράφτηκα στο φροντιστήριο του Τσαπέκη στην Κάνιγγος. Ο θείος Κώστας μ’ έβαλε σ’ του Μαρινόπουλου αποθηκάριο, η δουλειά σκληρή, ολημερίς δερνόμουν με τα χαρτόκουτα και τις γεμάτες νταμιτζάνες με κολόνιες. Δεμένος με τη δουλειά και το κουβάρι της γνώσης, ο ελεύθερος χρόνος μου ήταν λίγος, ένιωθα σαν το πουλί στο κλουβί, στη χάση και στη φέξη συναντιόμουν με φίλους, την κουβέντα είχα ξεχάσει για τις όμορφες και τις μαυρομάτες. Ώσπου σ΄ ένα κρασοπουλειό που έτρωγα, γνώρισα το Βασίλη.
-Γνωστός φαίνεσαι, από πού; τον ρώτησα.
Μέσα του μια λαχτάρα ανάβρυσε να με γνωρίσει.
-Από τη Σπηλιά της Μεσσηνίας! Εσύ;
-Κι εγώ από κει κοντά!
-Χωριό; Ακούω!
-Από τη Μουριατάδα!
Μου ‘κλεισε το μάτι, γέλασε, σφίξαμε τα χέρια και με τις λέξεις να ηχούν στο στόμα του σαν νότες από φλάουτο, μου είπε:
-Θα γίνουμε φίλοι όπως ο Δάμων και ο Φιντίας, θα μπούμε στη Σχολή, θα πάρουμε το πτυχίο και θα πάμε στο χωριό σπουδαγμένοι! Είσαι;
-Είμαι!
Πέσαμε με τα μούτρα στο διάβασμα, μπήκαμε στο παιδαγωγικό της Ακαδημίας της Τρίπολης και μπροστοθρανίτες ούτε που καταλάβαμε πως πέρασε το εξάμηνο. Από το δεύτερο αλλάξανε τα πράγματα, ήρθανε ζόρια, ο ορίζοντας της σπουδαστικής μας θητείας προβλεπόταν συννεφιασμένος.
Ο καθηγητής της μουσικής ήταν αυστηρός, σκληρό καρύδι και απαιτητικός. Ήθελε να παίζουμε φαρσί στο πιάνο τις βυζαντινές και τις ευρωπαϊκές νότες και σε κάθε φάλτσο μας κολλούσε τη μούρη στο θρανίο. Πονούσε ο λαιμός μας να τραγουδάει και στα σολφέζ μας έπιαναν ενοχλητικοί ξερόβηχοι. Αυτός μας ενέπαιζε, μας χαστούκιζε και μας ζούρλαινε ψέλνοντας στη διαπασών κοντά στ΄ αυτί μας: Nη, Πα, Βου, Γα, Δη, Και, Ζω, Νη!
Τραγουδώντας σχολικά τραγούδια, ψέλνοντας τροπάρια και ευρωπαϊκά σολφέζ με το ακορντεόν, του έλεγα με ψυχή περονιασμένη από την παγωνιά της απελπισίας:
-Θα γεράσουμε, Βασίλη στο πρώτο έτος! Ζόρικη η μουσική, ζόρικος και ο μουσικός, να δούμε πως θα ξεμπερδέψουμε τον Ιούνιο με τις εξετάσεις.
-Έλα, βρε, μου έλεγε αυτός. Κλείσε το ασκησάριο και πάμε έξω. Στο σπουδαστικό βιβλιοπωλείο είδα το βιβλίο «Η δολοφονία του Χριστού» του Βίλχελμ Ράϊχ, μας περιμένει να το αγοράσουμε. Ύστερα πάμε στο Μαίναλο να το διαβάσουμε. Η συναισθηματική πανούκλα που έστειλε το Χριστό στο σταυρό και τόσο τραγικά την αναφέρει ο συγγραφέας στις σελίδες του θα μας φτιάξει τη διάθεση! Άφησε το μουσικό να ζει στον κόσμο του με το «λεμονάκι μυρωδάτο!»
Αγοράζαμε το βιβλίο και ξαπλωμένοι στις υπώρειες του Μαίναλου το διαβάζαμε. Ο Βασίλης λίγο άντεχε το περιεχόμενο, έτσι σταματώντας το διάβασμα κάθε τόσο και λιγάκι μου έλεγε με πνιγμένη φωνή:
-Ξέρεις τι σκέπτομαι όση ώρα φαντάζομαι τον όχλο να ανεβάζει το Χριστό στο σταυρό;
-Πού θες να ξέρω!
-Τη ματαιότητα! Παλεύουμε να μάθουμε μουσική και να περάσουμε το έτος, αγωνιούμε, κουραζόμαστε, ξενυχτάμε, βραχνιάζουμε, αρρωσταίνουμε και στο τέλος μ’ ένα φου, φου, σβήνουμε! Αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς ή θα ‘ταν καλύτερα να τα παρατάει;
Μ’ άρεσε όπως μου μιλούσε, τον τσιγκλούσα να συνεχίσει, λέγοντάς του:
-Θέλεις να πεις να τα παρατήσουμε κι εμείς και να γυρίσουμε στο χωριό;
-Όχι βρε, αδερφέ, δεν εννοώ αυτό! Το μάταιο της ανθρώπινης προσπάθειας επισημαίνω!
Αφήναμε ύστερα το βιβλίο και καθόμαστε στη θέση του Κολοκοτρώνη. Από κει ο αρχιστράτηγος αγνάντευε την Τριπολιτσά όταν έφτιαχνε το σχέδιο της κατάληψής της από του Τούρκους. Φανταζόμαστε και τους εαυτούς μας στρατιώτες του, με το γιαταγάνι και το γκρα στο χέρι μας να έχουμε πάρει θέση για την πολιορκία και να περιμένουμε το πρόσταγμά του για τον αγώνα της λευτεριάς της.
Αράζαμε στη συνέχεια, πιάναμε την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και τελειώναμε τη σχόλη μας με γέλια σπαρταριστά. Στο σπίτι που γυρνούσαμε, αρχίζαμε πάλι τα φιλάκια με τις νότες. Ξενυχτούσαμε να τις μάθουμε και το πρωί νυσταγμένοι παίρναμε το δρόμο κούτσα – κούτσα για τη Σχολή.
-Κανελλόπουλος Βασίλειος! Για έλα λεβέντη μου και λέγε το τροπάρι! καλούσε το φίλο μου ο μουσικός και κούρντιζε το πιάνο.
Ο Βασίλης σηκωνόταν και βαδίζοντας λες και πήγαινε σε πόλεμο, καθόταν κοντά του.
Ο μουσικός του ‘λεγε:
-«Σιγησάτω πάσα<σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου…» Λέγε τις νότες! Παίζω!
Ο Βασίλης αγνοώντας τις, δικαιολογούταν ψευδόμενος:
-Οι φωνητικές χορδές μου είναι ερεθισμένες και ο γιατρός μου συνέστησε παύση από κάθε ψαλτική δραστηριότητα. Αν μπορούσατε να με βάζατε σ’ ένα μικρότερο τροπάρι να με εξετάσετε…
-Τότε λέγε: «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον. Αλληλούια».
Άρχιζε ο Βασίλης και το ψάλσιμο έβγαινε γκαριχτό. Μέχρι που έσβηνε κι ακουγόταν ένα πεθαμένο πα πα πα…
-Αυτό έλειπε να μας κάνεις τώρα και την πάπια! του έλεγε ο μουσικός και τον κορόιδευε μ ένα σιγανό ραπαπα, παμ. Σε ορνιθώνα βρίσκεσαι; Πήγαινε και οσονούπω φτάνει ο Ιούνιος.
Καθόταν ο Βασίλης ασθμαίνοντας και σιωπηλός. Ο μουσικός έπιανε μένα. Για έλα εσύ, να δούμε τι πουλιά πιάνεις…
Καθόμουν. Με σκουντούσε με το γόνατο.
-Αρχίνα τι περιμένεις; μου ‘λεγε.
-Ποιο τροπάρι;
-Εσύ δε θα πεις τροπάρι αλλά τραγούδι, πατριωτικόν, εθνικόν και διδακτικόν.
-Ποιο;
-Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα που έδιωξες τους τύραννους κι ελεύθερ’ είσαι τώρα…
-Δεν το διάβασα. Κουραστήκαμε χθες όλη τη νύχτα με το Βασίλη να μάθουμε τ’ άλλα κι αυτό δεν το εμπεδώσαμε…
-Καλά! Το ίδιο ισχύει και για σένα! Έλα τον Ιούνιο να τα πούμε… Μου τραβούσε το τσουλούφι, μου ‘δινε μια και μ’ έστελνε στο θρανίο.
Μ’ όλα αυτά, συνεχίζαμε να τη διαβάζουμε τη μουσική αλλά μουσικοί δε γινόμαστε. Γινόμαστε όμως φιλόσοφοι αφού δεν αφήναμε βιβλίο για βιβλίο στα βιβλιοπωλεία να πιάσει σκόνη. Το μαθαίναμε απέξω και συζητούσαμε τα συμπεράσματά μας από τις ιδέες του στις παρέες και στις σπουδαστικές συγκεντρώσεις.
Ώσπου μια τρελή αποκριά σ’ ένα χορό μας έφερε δυο κολομπίνες μελαχρινές, θεές Ολύμπιες με στήθια λεμονάκια αφράτα. Αγκάλιασα εγώ τη μία ο Βασίλης την άλλη κι από τότε που μας έβρισκες που μας έχανες, πότε στο Μαίναλο και πότε στο αναψυκτήριο του Σόσολη. Τις κοιτάζαμε στα μάτια κι όλη η ευτυχία μας γινόταν θάλασσα απέραντη και σπαρμένη από στεφάνια, κουφέτα, παιδιά, ταξίδια, πολιτείες, ανθρώπους, αρρώστιες, γηρατειά και θανάτους. Μας έπιανε φόβος, λουμώναμε στις αγκαλιές τους και ψάχναμε τη γιατρειά μας στη ζεστή φωλίτσα των λευκών βυζιών τους.
-Έλα μη φοβόσαστε! μας παρηγορούσαν και άφηναν τα πλούσια σωματικά κάλλη τους να μας αφομοιώσουν. Ρουφούσαν τα χείλη μας, χάιδευαν τα μαλλιά μας, φιλούσαν τα αυτιά μας και ψιθύριζαν:
-Έτσι φοβόσαστε και τα γράμματα;
Ο Βασίλης πιο θαρραλέος, τους έλεγε:
-Πρώτα θα σπουδάσουμε τον έρωτα μαζί σας και μετά την επιστήμη!
-Συμφωνείς και συ κανακάρη μου; με ρωτούσε η δική μου και μου κολλούσε τα ροζ χειλάκια της στα δικά μου σαν βεντούζες.
Η άλλη ζήλευε και τον αρχινούσε κι αυτόν στις γλύκες, ψιθυρίζοντας του λεξούλες φτιαγμένες από σκόνη χρυσή .
Μ’ αυτές τις τρυφερότητες φτάσαμε στον Ιούνιο. Και μας έκαναν κακό γιατί ξεχάσαμε και Μουσική και βιβλιοπωλεία. Κι από τα ράφια των βιβλίων βρεθήκαμε στα ράφια των οινοπνευματωδών! Και στα μέσα του Ιονίου, βρεθήκαμε σκράπες μπροστά στο μουσικό.
-Πάμε! μας είπε με φωνή βαριά που νομίσαμε πως μας πάτησαν τα σαράντα παλικάρια της Τροπολιτσάς. «Ποτήριον σωτηρίας λήψομαι…» Αυτό θέλω… Και οι δυο μαζί…
Απορία ψάλτου, βηξ! Μας έπιασε ένας βήχας ακατάσχετος που σκέπαζε τις νότες.
-Γιατί; Γιατί; απορούσε ο μουσικός και χτυπούσε με δύναμη τα πλήκτρα.
-Γιατί τ’ αφήσαμε αδιάβαστο! Ο Βασίλης βρήκε πάλι το θάρρος να πει την αλήθεια.
-Τεσσάρι λοιπόν κι ελάτε το Σεπτέμβρη! Να, κοιτάτε, το περνάω στον κατάλογο!
Στο σπίτι ο Βασίλης ξέχασε κάθε χαρά της ζωής κι έπεσε στα μαύρα πανιά. Δε μιλιόταν και σεργιάνιζε όλο το απόγευμα από τον ένα τοίχο στον άλλο. Και πριν σκοτεινιάσει σαν λουσμένος από άγιο φως, ηρέμησε και στάθηκε σκυφτός μπροστά μου. Εννόησα πως κάτι ήθελε να του πω, ένα λόγο παρηγοριάς για το φιάσκο μας. Το έπραξα και του ‘πα:
-Μη στενοχωριέσαι! Θα πούμε στους γέρους μας πως το περάσαμε το έτος! Εμείς όμως όλο το καλοκαίρι θα διαβάζουμε! Και το Σεπτέμβρη που περήφανοι θα φοιτούμε στο δεύτερο έτος, τους το ξεφουρνίζουμε!
Έπαιξε το μάτι του γοργό και συνήλθε.
-Αν όμως το μυριστούνε πως διαβάζουμε;
-Πώς να το μυριστούνε; Αφού θα διαβάζουμε στο βουνό!
-Στο βουνό;
-Θα φυλάμε μαζί τα αμνοερίφια και θα σμίγουμε! Θα φτιάξουμε φλογέρες, θα ανοίγουμε τα ασκησάρια με τα σολφέζ και θα κάνουμε πρόβες! Ούτε γάτα ούτε ζημιά! Τροπάρια, άσματα, ασκήσεις και νότες θα μαθευτούν απέξω κι ανακατωτά!
Γέλασε, μ’ αγκάλιασε και φώναξε περιχαρής:
-Μπράβο, Πανάγο, μ’ έβγαλες απ’ το αδιέξοδο! Όλα απέξω, καλά λες θα τα μάθουμε, τίποτα δε θα μας ξεφύγει!
Σκέφτηκε λίγο, με πλησίασε περισσότερο και πρόσθεσε:
-Είσαι γενναίος! Και τώρα; Είσαι για το Μαίναλο; Ο αέρας θα μας κάνει καλό, θα μας αναζωογονήσει περισσότερο!
Στο δρόμο σταμάτησε, κοίταξε την κορυφή του βουνού και με ρώτησε με αγωνία:
-Δύσκολη μου φαίνεται η ανάβαση της κορφής, Παναγιώτη! Τι λες; Θα την ανεβούμε καμιά φορά;
Τον κοίταξα στο βάθος των ματιών του και του ‘πα:
-Με τα μυαλά που κουβαλάμε, όχι! Δε βλέπω πουθενά τη σημαία μας να κυματίζει! Αν όμως αλλάξουμε μυαλά ίσως να την ανεβούμε την κορφή!
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και με ρώτησε;
-Είσαι να δώσουμε έναν όρκο;
-Τι να λέει;
-Πως θ’ ανεβούμε την κορφή!
-Είμαι!
-Άκουσε τότε τον όρκο και επανέλαβε!
-Ακούω!
-Ορκιζόμαστε στον Ένα Θεό τον Παντοκράτορα, να μας ρίξει φωτιά και να μας κάψει αν δεν αλλάξουμε μυαλά και δεν κόψουμε τους πειρασμούς, τις γυναίκες, τα ξενύχτια, τις οινοποσίες, τα μπανιστήρια και ό,τι συναφή ανήθικο καταστρέφει τη Μία και Ιερή ζωή μας!
= = =
Σε τρεις μέρες φύγαμε από την Τρίπολη και χωρίσαμε. Συναντηθήκαμε αρχές Αυγούστου στο όρος Αιγάλεω Κυπαρισσίας που χωρίζει τα δυο χωριά μας. Βοσκούσαμε τα κοπάδια μας και διαβάζαμε όπως είχαμε συμφωνήσει. Έτσι το Σεπτέμβρη που παρουσιαστήκαμε ενώπιον του πιάνου και του Μουσικού, ο καθηγητής τα ‘χασε για τη φιλομάθειά μας! Ο δε Βασίλης έψαλλε ακόμη και το τιρερέμ που ήταν εκτός ύλης! Βέβαια δε μιλάμε για βαθμό αλλά για άριστα! Άριστα και οι δυο και φυσικά και στο δεύτερο έτος!
]]>Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
Μαζεύονταν και δυο τρεις μπόγοι χαφιέδες εκεί μέσα, αγριόσκυλα ντόπερμαν, που ο πρωτογονισμός τους εξαντλούνταν σε διαπλοκές, παρακολουθήσεις, καταδόσεις και άσκησης λωποδυτικών συμφερόντων που ως δολοφονικά στυλιάρια ήθελαν νε σε εξοντώσουν.
Στις γκρίζες ώρες της σχολικής ζωής μου τα παρακολουθούσαν όλα. Τι ώρα πήγαινα, αν πρόφτασα το πρωινό κουδούνι, το τρεχαλητό μου να είμαι στην προσευχή, τη σκόνη από την τριμμένη κιμωλία στα ρούχα μου, το βουκεφάλα νου μου να μάθουν τις σκέψεις μου, το σημειωματάριό μου να μαντέψουν τις στριφνές αγίες φιλοσοφίες που έγραφα. Ακόμη τους ενδιέφερε να μάθουν αν ξέρω τις δέκα εντολές, το πιστεύω και το πάτερ ημών.
Στον εκκλησιασμό έβγαινα έξω από τον ιερό χώρο, μ’ ενοχλούσε η ομιχλώδη ατμόσφαιρα, το λιβάνι και το πολύβουο ψάλσιμο. Το ‘βλεπαν οι χαφιέδες, σήκωναν το κεφάλι ψηλά στον παντοκράτορα, έκαναν το σταυρό τους και αναρωτιόνταν: «Κύριε ελέησον! Γιατί το κάνει; Άθεος είναι ή κομμουνιστής;»
Οπότε μια φορά βλέπω τις μουτσούνες τους σφιγμένες να βγαίνουν από το γραφείο. Η φαντασία μου κάλπασε, σκέφτηκα τη γερμανική κατοχή, τους δωσίλογους, τους χαφιέδες, τους ταγματασφαλίτες, τους φυλακισμένους και τους εκτελεσμένους. Την μπότα τους τότε ένιωσα να με πατά, τη φωνή του διευθυντή άκουσα σαν αστροπελέκι δυνατό να λέει: «Φωνάξτε τον να έρθει μέσα!»
Κύκλωπας ανθρωποφάγος εκείνος, βρήκε την ευκαιρία να με «εκτελέσει». Ντοπαρισμένος εθνικόφρων, ελληνορθόδοξος ακμαίος και σύγχρονος αναχρονιστικός Παπούα, μ’ έβρισε, μ’ απείλησε, με φοβέρισε, λίγο έλειψε και ξύλο να μου ρίξει. Φεύγοντας, τον φαντάστηκα να ‘χει ένα μάρσιπο μπροστά του, να κάνει πήδους και να βόσκει σε χορτάρι χλοερό. Το ‘βαλα στα πόδια και γρήγορα έγινα μπουχός να φύγω μακριά από τούτο το τετράποδο καγκουρό με τους ντοπαρισμένους χαφιέδες του.
]]>Εύελπις νέος ακόμη τότε στο γυμνάσιο, αζύμωτος με τη δράκαινα κοινωνία, τούτη η καταγραφή των συμμαθητών μου που δεν εμφανίζονταν στο μάθημα, μου προκαλούσε ψυχολογική φθορά. Δηλαδή ο απουσιολόγος ήταν σφουγγοκωλάριος των καθηγητών, πραιτωριανός του γυμνασιάρχη και χαφιές ενδεδυμένος με τη θεοφιλή αριστεία να καταδίδει τους μαθητές!
Στην εβδόμη τάξη είχαμε μια απέριττου κάλλους απουσιολόγο. Αριστούχο, θεούσα με βούλα, με ορθόστητα στήθη, γάμπες τορνευτές, βλέμμα «Γοργόνειο», μαλλί μαύρο στριφτό σαν φίδια. Η μικρονοϊκή τούτη αριστούχα, δυστυχώς είχε ξεφύγει με την επιβράβευση της χρέωσης του απουσιολόγιου, και, είχε φτάσει να γίνει ένας ανήλικος δεσμοφύλακάς μας, μια μαύρη αράχνη που χαιρόταν να μας τσιμπάει, να μας δηλητηριάζει και να πεθαίνουμε.
Ο γυμναστής ένας νεοναζί μπόγος, εκείνη την ημέρα μας τρέλανε στις ανακάμψεις, στις επικύψεις, στο σημειωτόν και στο στρατιωτικό τροχάδην. Στην αίθουσα ένιωσα τους σπερματοδόχους αδένες μου ερεθισμένους και είπα στο συμμαθητή μου, πως έχουν ανάγκη τη φροντίδα του σχολίατρου. Η Μέδουσα ήταν εκεί, με άκουσε, κι έτρεξε στο γυμνασιάρχη. Τούτος ο άγριος Αττίλας δε μαδούσε μαργαρίτες, ούτε μας μάθαινε γράμματα, αλλά μας έδερνε. «Πες του, να ‘ρθει στο γραφείο» μου παράγγειλε και πήγα. «Τι είπε;» τη ρώτησε. «Ντρέπομαι, δεν μπορώ να πω!» είπε αυτή και χουχούλιασε πάνω του. Με πλάκωσε στο ξύλο. Ξύλο να δούνε τα μάτια σου. Για να γλιτώσω, το’ βαλα στα πόδια και έγινα Λούης.
Στην τάξη από τότε όταν συναντιόμαστε, τραγούδαγα: χάιντε- χα δυο παλιογατιά, χάιντε- χα πάμε για καβγά…», καθόμουν στο θρανίο, της έστελνα μια δαγκανιά, μια μούντζα και με ελαφρά τη καρδία έσκυβα στο Σοφοκλή.
]]>Ο συγγραφέας διάβασε το κείμενο, το βρήκε συναρπαστικό και σχολίασε: «Μακριά από τη μάνα τους τα παιδιά νιώθουν ανασφάλεια, μόλις όμως τη βλέπουν δίπλα τους ασφαλίζονται κι αυτό τους δημιουργεί εγωκεντρικές συμπεριφορές. Φωνάζουν εδώ είμαι! Δώστε μας σημασία! για να τα προσέξουν. Αυτό συμβαίνει και στους μεγάλους. Πολλές φορές το εγώ τους γίνεται υπερεγώ όταν βρίσκονται ανάμεσα σε άτομα κυρίαρχα ή πολύ αγαπημένα!».
Σε λίγο διάβασε την απάντηση: «Έχεις δίκιο, έτσι είναι! Μου αρέσουν αυτά τα άρθρα για τις συμπεριφορές μικρών και μεγάλων!».
Πάντα όταν τα κείμενα ήταν ενδιαφέροντα και τον συγκινούσαν σχολίαζε, ξεδιπλώνοντας την προσωπική αλλά και την επιστημονική του άποψη με κέρδος την ικανοποίηση της έκφρασης και την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών. Έτσι μια μέρα σχολίασε ένα κείμενο για τον έρωτα και έγραψε: «Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αρχικά υπήρχαν πλάσματα διπλά, δηλαδή ήταν αντρόγυνα, σ’ ένα σώμα το αρσενικό και το θηλυκό. Τα πλάσματα αυτά συνωμότησαν για να φτάσουν στον Ουρανό. Ο Δίας λοιπόν τα τιμώρησε χωρίζοντάς τα σε δυο ίσα μέρη. Από τότε κάθε μισό ψάχνει το άλλο μισό του από το οποίο κάποτε αποχωρίστηκε. Έτσι ξεκινάει ο έρωτας».
Θυμόταν πως δέχτηκε πολλά επαινετικά σχόλια κι ένας τολμηρός αναγνώστης τον χαρακτήρισε «φιλόσοφο». Άλλη μια φορά έγραψε για το Μυθιστόρημα: «Πως είναι συνθετότερο, υψηλότερο και απαιτητικότερο από τ’ άλλα είδη του πεζού λόγου και σκιαγράφησε τη δομή του με τη Γένεση, την Περιγραφή, (ιστορία, αφήγηση, γλώσσα) και την Ερμηνεία. Ακόμα είχε πει πως το Μυθιστόρημα βασίζεται σε μια ιστορία σ’ ένα μύθο. Αυτή η ιστορία είναι πλαστή. Τι σημαίνει αυτό; Το ερώτημα θέτει αμέσως το πρόβλημα της σχέσης της τέχνης με την πραγματικότητα. Τι είναι όμως η πραγματικότητα; Είναι αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί, να καταγραφεί, να μελετηθεί και να αποδοθεί με την έκφραση στη λογοτεχνία».
Πάλι τα ίδια. Είχε ωραία σχόλια και διθυράμβους για τις γνώσεις του που τον ανέβασαν στα ύψη. Αυτή η ενθουσιώδη αντιμετώπιση των αναγνωστών ήταν όπως είπαμε και η αμοιβή του. Ικανοποιώντας αυτή τη γνωστική του αυταρέσκεια τον έκανε να έχει συνεχείς επικοινωνίες με φίλους και να συνομιλεί μέσα από μηνύματα και σύντομα like.
Πέρασε λίγη ώρα να κοιτάζει τα κείμενα στη ροή και στο μυαλό του ήρθε η γυναίκα με τη δική της ανάρτηση. Μπήκε στο χρονολόγιό της και της έγραψε: «Στο χρονολόγιό μου έχω δυο μυθιστορήματα, χρονογραφήματα και διηγήματα. Μπορείς να διαβάσεις στον ελεύθερο χρόνο σου. Χαιρετισμούς από την Ελλάδα. Για το Πουατιέ της Γαλλίας που μένεις ξέρω αρκετά. Ενδιαφέροντα είναι οι μεσαιωνικές εκκλησίες, το πάρκο και οι τρεις ένδοξες μάχες του».
Δεν άργησε να πάρει απάντηση: «ok. Θα το κάνω με την πρώτη ευκαιρία!».
Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Είχε γυρίσει από μια παρουσίαση βιβλίου κι ένιωθε κουρασμένος. Άνοιξε τον υπολογιστή και μπήκε στα μηνύματα. Τον είχε θυμηθεί και του είχε στείλει μήνυμα γράφοντας τα εξής: «Διάβασα το διήγημά σου «Αχτίδα κίτρινη γλυκιά». Με συνεπήρε το κείμενο. Μου άρεσε πολύ η έξυπνη δομή του και ο λόγος του. Το βρήκα πολύ κομψά δοσμένο και ερωτικό. Αυτό που με τρελαίνει με το γράψιμό σου είναι ο ενθουσιασμός που δείχνεις και η ζωτικότητα που σε πλημμυρίζει. Απ’ ότι γράφεις ξεπηδά και μια αθωότητα σαν του μικρού παιδιού. Συνέχισε έτσι, είναι μεταδοτικό».
Χάρηκε με τα ωραία της λόγια και μια τρυφερότητα συναισθημάτων διαπέρασε το σώμα και την ψυχή του. Αναρωτήθηκε πως θα ήταν η γυναίκα αυτή στην όψη και στον ψυχισμό της. Από τα μηνύματά τους που είχαν ανταλλάξει εδώ και δυο μήνες είχε μάθει πολλά αλλά και πολλά του ήταν άγνωστα. Του είχε πει πως έφυγε από την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης, πως έμενε και δούλευε στο Πουατιέ σε εταιρεία κατασκευής έργων σαν μηχανικός διασφάλισης ποιότητας, πως ήταν παντρεμένη και είχε ένα γιο, ένα πρίγκιπα τριών ετών και πως ζούσε απλά την καθημερινότητα χωρίς εξάρσεις και ζωηρές απολαύσεις. Ακόμη της άρεσε το θέατρο, η λογοτεχνία και η ποίηση. Αυτό τον έκανε να της στέλνει με μηνύματα ποιήματα και να επαναλαμβάνει εκείνο της Μαρίας Πολυδούρη, που τόσο της άρεσε: <<Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια… Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου …».
Την έφερε πάλι στη σκέψη του σαν μια θεά του Πουατιέ και μπήκε στο χρονολόγιό της. Διάβασε τα υπόλοιπα μηνύματά της και όταν τελείωσε της έγραψε ακόμη ένα και της το ‘στειλε:
«Πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό» μου έγραψες στο μήνυμά σου για το διήγημά μου «Άρωμα γυναίκας». «Γλυκό με ωραία γλώσσα» για το χρονογράφημα «Ρήνη». «Είσαι σκληρός σαν μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη» για το ποίημα μου «Αχνόθερμη όψη». Ρόδινη αυγή τα λόγια σου, ανθός που τρεμίζει το νόημά τους. Κι ως ξέσπασε από χαρά το βιολί μες στην καρδιά μου, Ηλιαχτίδα σε βάφτισα, Ηλιαχτίδα του Πουατιέ της Γαλλίας, αφού εκεί κάτω από το μέγα ουρανό του η ζωή σου από τις μνήμες ξεπηδάει. Και σε φαντάζομαι πάνω στο ωραίο σου κορμί, σειστή να περπατάς σε κάποιο μακρινό σκοπό να πηγαίνεις. Τις πόρτες να περνάς και ο καθείς να σε θαρρεί σαν φίδι που χορεύει πάνω σε ξύλινο ραβδί. Ύστερα όνειρο στιγμιαίο στις όχθες του Σηκουάνα να γίνεσαι, επιβάτισσα μετά στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου, θεσπέσια ύπαρξη στη συνέχεια έξω από τον πύργο του Άιφελ να χτενίζεις με τα λευκά σου δάχτυλα τα στάχυα των μαλλιών σου. Τέλος μακριά από τη σιωπή τη γεμάτη ρυτίδες, καθισμένη γόησσα στη γωνιά του πάρκου να διαβάζεις, τις βουερές μαχητικές σου μέρες ανέγνοιαστη να διασχίζεις απαγγέλλοντας τους στίχους του Μπωντλαίρ: «Κάποιο πρωί μ’ ολόφλογη φαντασία, κινάμε γεμάτη πόθο την καρδιά κι έχτρες που μαραζώνουν και της ψυχής μας το άπειρο, ως με κύμα πάμε, λικνίζουμε σε θάλασσες τρανές μα που τελειώνουν. Άλλοι χαρούμενοι που μια πατρίδα αφήνουν, άλλοι το φριχτό λίκνο τους και μερικοί, αστρολόγοι, που ωστόσο μες στα μάτια μιας γυναίκας επνιγήκαν, της Κίρκης με το επίφοβο μοσχοβοτανολόγι».
Ηλιαχτίδα του Πουατιέ η πατρίδα μας η Ελλάδα έγινε Κίρκη! Μας μεταμορφώνει σε πεινασμένους Πτωχοπρόδρομους, στους δρόμους της γυρνάμε νηστικοί, με τρύπιο ρούχο και άθλιο πανωφόρι. Διαρκώς στερημένοι και ούτε ορεγόμαστε ευωδιαστό μονοκυθρίτσιον, χορδοκοιλίτσια και νόστιμο σφουγγάτο που σε σωρούς αχνίζουνε στα τραπέζια των μικρονοϊκών αρχόντων μας.
Τόση είναι η πείνα μας που το οικονομικό χάσκον χάος και μένα χωρίς σέντσι έχει αφήσει. Γράφω με δανεικό στυλό, στο μέλλον ίσως τον στερηθώ, έλλειψη που μπορεί να μου στοιχίσει, γιατί χωρίς γραφή θα πέσω σε παρακμή, τον εύηχο τίτλο του «Δημιουργού του Ιονίου» που μου χάρισες θα τον χάσω!
Τελειώνω. Για να μην έχει το τέλος του λόγου μου πικρή υφή με στίχο εύσπλαχνο της πατριώτισσας Μαρίας Πολυδούρη θα ντύσω. Στίχοι αφιερωμένοι σε σένα την άφθαρτη και την αιώνια του Πουατιέ, τη σμιλεμένη από το χέρι του άυλου και παρθένου χρόνου. «Κοντά σου δεν ηχούν άγρια οι ανέμοι. Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως. Στου νου μας τη χρυσόβεργη ανέμη ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός».
= = =
Πέρασε άλλος ένας μήνας χωρίς να χάσουν την επαφή τους. Στις 22 Σεπτεμβρίου πήρε ένα μήνυμα που του έλεγε: «Έχω νέα. Προέκυψαν επαγγελματικές αλλαγές και για τον επόμενο μήνα θα τρέχω σαν τρελή. Μετά για εννέα μήνες θα είμαι στην Ελλάδα, στην Πάτρα. Συνεχίζω μια δουλειά που είχε μείνει στη μέση από ένα παλιό έργο και θέλουν να την τελειώσω. Αυτό σημαίνει μετακόμιση από Γαλλία και καινούριο σπίτι στην Πάτρα».
Χάρηκε για την επιστροφή της στην Ελλάδα όχι όμως για την ταλαιπωρία της. Παράλληλα ένιωσε την επιθυμία να πιει και να διαβάσει ποίηση. Πήγε στο μπαρ με τα ουίσκι και χαρούμενος σαν μικρό παιδί άνοιξε το πορτάκι του. Άπλωσε με εξαιρετική απαλότητα τα χέρια του, πήρε το μπουκάλι και το ποτήρι και επέστρεψε για να καθίσει στο μικρό ξύλινο ορθογώνιο τραπέζι, μπροστά από το μαύρο δερμάτινο σαλόνι. Έτσι νιώθοντας ήρεμος, πίνοντας το πρώτο ποτηράκι μπόρεσε κι έφερε στο νου του όλη την τρυφερή ιστορία με τη γυναίκα που τόσο υπέροχα είχε περιβληθεί με την απαλότητα του λόγου της και τη δροσιά της ύπαρξής της. Τελειώνοντας το δεύτερο ποτήρι άπλωσε το χέρι του στη βιβλιοθήκη και πήρε τη συλλογή του Μιχάλη Κατσαρού «Κατά Σαδδουκαίων». Άνοιξε και διάβασε: «Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο Θεός. Αντισταθείτε στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών, στον κοντό του γραφείου, στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί, στην κρατική, στο φόρο, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ…» Έμεινε εκεί ώσπου θυμήθηκε το τελευταίο του μυθιστόρημα «Θύελλα στον Αρκαδικό». Χρειαζόταν μερικές διορθώσεις κι έπρεπε να τις κάνει. Σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο του νιώθοντας πως ένα λουλούδι άνθιζε στην καρδιά του.
= = =
Μετά από δεκαπέντε μέρες πήρε ένα μήνυμα που του έλεγε: «Είμαι στην Πάτρα. Τακτοποιήθηκα και ανυπομονώ να σε δω. Έλα!» Πήγε. Την περίμενε στις οκτώ το βράδυ στο εστιατόριο «Όασις». Όταν τον πλησίασε για να την ασπαστεί η ντροπαλότητά της ήταν τέτοια που ξεχάστηκε κι έμεινε κοντά του μυρίζοντας το άφτερ σέιβ στην απαλή επιδερμίδα του. Την έβαλε να καθίσει και με ανδροπρεπή φωνή κατάλληλη για την περίσταση της είπε: «Ω! τη εξαίσια είσαι!» και την κοίταξε γλυκά κατάματα θαυμάζοντας τα λαμπερά της καστανά μάτια. Αυτή έδειχνε αναστατωμένη, αμήχανη και φαινόταν σαν να μετάνιωσε που τον συνάντησε. Ύστερα σαν να της κόπηκε η ανάσα και για να πει κάτι ψέλλισε: «Δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη! Δεν έφερα όλα τα ρούχα μου από τη Γαλλία!».
Η απάντησή του ήταν άμεση: «Μα τι λες; To φόρεμά σου δίνει μια λεπτή δόνηση στο σώμα σου! Τονίζει το αρχιτεκτονικό του περίγραμμα!».
Σιγά – σιγά ήρθε η εξοικείωση, ζεστάθηκαν και άρχισαν μια εισαγωγή στην κουβέντα τους με ζεστά λόγια αβροφροσύνης και τυπικότητας. Παρήγγειλαν κοτόπουλο μαρενγκό, σαλάτα, τυρί, σπαράγγια κι ένα μπουκάλι ροδοδάφνη «Achaia clauss». Έφαγαν με όρεξη, ήπιαν αρκετά και κουβέντιασαν πολλή ώρα με μπρίο και κέφι. Στο τέλος και πριν σηκωθούν ο άντρας τη ρώτησε: «Μετά από ‘δω χορεύουμε;» Ξαφνιασμένη αυτή, του ζήτησε να της πει πως ξέρει ότι της άρεσε ο χορός. Σκάζοντας εκείνος ένα γελάκι της είπε: «Εσύ η ίδια μου το έγραψες στο μήνυμά σου, όταν διάβασες το διήγημά μου «Η γυναίκα της οδού Αφροδίτης» που είχε μέσα τους δυο ήρωες, τον άντρα και τη γυναίκα να χορεύουν. Μου είχες πει πως λατρεύεις το χορό και σε ταξίδεψα στα παλιά όταν λικνιζόσουν κάτω από τους ήχους του μπαντονεόν. Χόρευες τάνγκο και το λάτρευες!».
Η Χριστίνα Μαγδαλένια δεν του ‘φερε αντίρρηση. Μπήκαν στο club και κάθισαν. Ο απαλός φωτισμός της αίθουσας και ο μοντέρνος ήχος της μουσικής τους άρεσαν. Τα τραπεζάκια το ένα κοντά στο άλλο έκαναν ζεστή την ατμόσφαιρα. Ήπιαν το ποτό τους και σηκώθηκαν. Η γυναίκα νόμισε πως ο άντρας δεν ήξερα να χορεύει καλό τάνγκο. Τον οδηγούσε αυτή και τον κατεύθυνε. Δεν τον άφηνε να την πλησιάσει για να μη νιώσει την καυτή ανάσα της που έπεφτε πάνω του. Κάποια στιγμή ο άντρας την έσφιξε στη μέση αφήνοντας να φύγει από τα δάχτυλά του ένα γλυκό μούδιασμα και να της διαπεράσει τη σπονδυλική στήλη. Αισθάνθηκε υπέροχα αλλά και ενοχή για το χώρο που βρισκόταν χωρίς όμως να δείχνει μετανιωμένη που ήταν γαντζωμένη πάνω του. Στα τελευταία βήματα του τάνγκο με έκπληξη διαπίστωσε πως ο άντρας ξεδίπλωνε τη δεξιοτεχνία του πράγμα που δεν το είχε κάνει ως τότε. Και τη συνέχισε ως και το τελευταίο λεπτό με ξέφρενα στριφογυρίσματα που την παρέσυραν να λικνίζεται πλέον χωρίς αναστολές ώσπου του παραδόθηκε να την κρατά στα ακροδάχτυλά του σαν ένα λουλούδι.
Στο δεύτερο τάνγκο η γυναίκα κράτησε πάλι την απόσταση κι έδειχνε σφιγμένη. Στο τρίτο καμία δύναμη δεν μπορούσε πλέον να της στερήσει τις δικές της και τις δικές του ικανότητες να τους παρασύρουν σε ξέφρενα στριφογυρίσματα. Αφέθηκε να χορεύει σαν θεά και τον παρέσυρε κι αυτόν να γίνει ο καβαλιέρος της θεός.
Κάθισαν. Ο άντρας την κοίταξε στα μάτια, σ’ αυτά τα μάτια που πιο όμορφα δεν είχε δει ποτέ. Κι αμέσως με όλη τη δύναμη της ψυχής του της είπε τρυφερά: «Χορεύεις αέρινα!»
Χόρεψαν ακόμη δυο βαλς, ήπιαν ένα μπουκάλι σαμπάνια και συμφώνησαν ώσπου να το διαλύσουν να κουβεντιάσουν ανέμελα αστεία πράγματα και κυρίως περί ανέμων και υδάτων. Το έκαναν και στο τέλος εκείνος λίγο σφιγμένος της πρότεινε: «Και τώρα πάμε στο ξενοδοχείο, στη σουίτα μου να ξεκουραστούμε!».
Του έφερε αντίρρηση ως προς το χώρο. Ήθελε στο σπίτι της για να νιώθει ασφαλής. Δέχτηκε και πήγαν. Εκεί κάθισαν στο διθέσιο καναπέ, ο άντρας στη μια άκρη και η γυναίκα στην άλλη. Του έκανε εντύπωση η διακόσμηση του σπιτιού και η μεγάλη βιβλιοθήκη που ήταν φορτωμένη με παλιά και καινούρια βιβλία. Οι ράχες τους όλες καλογραμμένες και πολύχρωμες έφτιαχναν ένα πανηγύρι λέξεων και χρωμάτων που τον έκαναν να μεθύσει από χαρά για την πρωτότυπη αυτή εμφάνισή τους.
Αφοσιωμένος στην ομορφιά των βιβλίων την είδε να χάνεται στο βάθος του διαδρόμου και να επιστρέφει σε λίγο με δυο ποτήρια γεμάτα ποτό και να του προσφέρει το ένα. Τρελοί από χαρά για τη συνάντησή τους άδειασαν τα ποτήρια μέχρι τον πάτο και ξανάρχισαν την κουβέντα κάτω από τον απαλό ήχο του στερεοφωνικού που έπαιζε μια χαβανέζικη μουσική. Και αφού πλέον φάνηκε πως έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας κοιτάχτηκαν μ’ ένα βλέμμα φωτιά. Δεν υπήρξαν προκαταρκτικά και οι δυο ήξεραν τι τους περιμένει. Η γυναίκα αντιστάθηκε στην αρχή αλλά σαν ο άντρας την τράβηξε πάνω του παραδόθηκε μέσα σε μια υπέροχη γαλήνη. Κι έτσι όπως την αγκάλιασε με τόση τρυφερότητα εκείνη έλιωσε αφάνταστα ενώ η υπέρτατη θέλησή της να τον κάνει δικό της έγινε πιο απέραντη που ένιωσε για μια στιγμή τις φλέβες της να καίγονται και μια συναρπαστική ηδονή να διαπερνά το σώμα της. Κι όσο το υπέροχο χάδι του άγγιζε κάθε τόσο τις καμπύλες και τις ευαίσθητες καυτές ζώνες του κορμιού της άλλο τόσο και ο ίλιγγος της πλήρους εξουθένωσης μαζί του γινόταν γλυκός κι έντονος. Ώσπου το ζωντανό κορμί του άντρα μπήκε μέσα της και τότε ένιωσε το είναι της να χάνεται κι αυτή να λιώνει μέσα στη φλόγα του πάθους και στην υποταγή της αρχέγονης ηδονής. Και τότε φοβισμένη από την τρομερή εισβολή μέσα της του αντρικού κορμιού γαντζώθηκε πάνω του. Έτσι άφησε ελεύθερο τον εαυτό της και παρασύρθηκε ανυπεράσπιστη πια στη δίνη του ερωτικού νήματος.
Μετά την πράξη ο άντρας την αγκάλιασε τρυφερά και της είπε: «Και τώρα σ’ αφήνω στην κρίση σου». «Ότι έγινε το ‘νιωσα σαν βέλος που μου άγγιξε την καρδιά αλλά δε με πλήγωσε!» του ψέλλισε η γυναίκα και σύρθηκε κοντά του από τη δύναμη της έλξης του. «Έτσι είναι!» της απάντησε κι εκείνος και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει ποτέ του.
]]>Ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος, Φωτογράφος – Εκδότης με καταγωγή από τα Χανιά και πετυχημένη παρουσία στην έκδοση ποιοτικών βιβλίων για το Άγιον Όρος, την Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα, τα Μετέωρα, την Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Μακεδονία και την Θράκη, επιχειρεί, αυτή τη φορά, την καταγραφή των Ιερών Προσκυνημάτων της λεβεντογέννας Κρήτης: Από το Ηράκλειο ως το Λασίθι κι από το Ρέθυμνο ως τα Χανιά, ο συγγραφέας περιηγείται στα Μοναστήρια της κρητικής γης, που διακρίνονται για την πνευματικότητα και την προσφορά τους στους Αγώνες για την Ελευθερία.
Άλλωστε, όπως τονίζει ο συγγραφέας, «από την πρώτη στιγμή που πατά κανείς το πόδι του στην Μεγαλόνησο, αντιλαμβάνεται ότι τούτος ο τόπος έχει κάτι το ιδιαίτερο. Εδώ, η επέλαση του τουρισμού δεν έχει αλλοιώσει την παραδοσιακή κρητική φιλοξενία, το φιλότιμο, την πίστη στον Θεό. Αυτή η ευλάβεια των κατοίκων της Κρήτης, τους οδήγησε στην δημιουργία μεγάλου αριθμού Ιερών Μονών, οι οποίες παραμένουν και σήμερα ακμάζουσες μοναστικές κυψέλες, με τις ανδρικές και γυναικείες Αδελφότητές τους να διακρίνονται για την ευσέβεια και την απλότητά τους.»
Οι ιστορικές μνήμες των Μοναστηριών από τις μεγάλες Επαναστάσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα, παραμένουν νωπές σε κάθε Ιερά Μονή: Μεγάλες μορφές όπως οι Ηγούμενοι Γαβριήλ Μαρινάκης, Μελχισεδέκ Τσουδερός, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης και ο θρυλικός “Ξωπατέρας”, έδωσαν μάχες μέχρις εσχάτων στα κρητικά Μοναστήρια για την Ελευθερία. Ενώ και οι πιο πρόσφατες περιπέτειες της Κρήτης, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναδεικνύουν τις Ιερές Μονές σε κατεξοχήν τόπους Αντίστασης, που τις οδήγησε να πληρώσουν βαρύ τίμημα με την εκτέλεση μοναχών και την καταστροφή τους από τους Γερμανούς κατακτητές.
Μνήμες ηρώων, νεομαρτύρων, αγωνιστών, αλλά και Αγίων. Η Κρήτη, από τα Αστερούσια Όρη, τόπο άγριο και απομονωμένο, μέχρι τις πανέμορφες πλαγιές του Ψηλορείτη, έχει την μεγάλη ευλογία να κοσμείται από δεκάδες Ιερές Μονές που ανέδειξαν παλαιές και σύγχρονες ασκητικές μορφές, όπως οι Άγιοι Παρθένιος και Ευμένιος, Ιωσήφ ο Γεροντογιάννης και άλλοι πολλοί.
Αυτή την Κρήτη, κατάσπαρτη από Ιερά Προσκυνήματα, αναδεικνύει το νέο βιβλίο του Δ. Σωτηρόπουλου: Μέσα από 356 σελίδες, 400 έγχρωμες φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης, κατατοπιστικούς χάρτες, πλούσια ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες, παρουσιάζονται 40 Ιερές Μονές της Κρήτης, σε μια μοναδική έκδοση που δεν πρέπει να λείπει από τη βιβλιοθήκη όσων ευλαβούνται τα Ορθόδοξα Μοναστήρια και ενδιαφέρονται για την Ιστορία και τις παραδόσεις του τόπου μας.
Προλογίζει ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.κ. Ειρηναίος.
Το νέο βιβλίο “Μοναστήρια της Κρήτης” κυκλοφορεί από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ Δ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να το αποκτήσουν στην προνομιακή τιμή των 20 Ευρώ (τελική τιμή μαζί με τα μεταφορικά) με αντικαταβολή στο σπίτι τους.
Τηλέφωνα παραγγελιών – πληροφοριών: 210 4111770 και 6978 619094
Εmail: [email protected]
Ιστοσελίδα, E-Shop: www.dimitrisotiropoulosbooks.com
]]>Αν και συνάντησα σκιάχτρα και Δούρειους, οπαδούς της ξιφολόγχης και αντλίες με χημικά στο χώρο του Παιδαγωγικού, φοιτούσα ανελλιπώς και ποτέ δεν έσκυψα να φιλήσω κατουρημένες ποδιές για εύνοιες και ρουσφέτια. Οι εκδρομές με το πνευματικό ίδρυμα πολλές και σε χώρους μαχών εκεί που τα σκέλεθρα ακόμη των σκοτωμένων κουνιόνταν κι έδειχναν προς τα κει που βρίσκονταν οι φονιάδες τους.
Στην Αγία Λαύρα που βρεθήκαμε οι διακόσιοι του πρώτου έτους, ο φωστήρας εκπαιδευτικός μας μίλησε για την ηρωική μας γενιά, τους μασκαράδες που φράζουν το δρόμο της Ελλάδας, για δάφνες και κλέη που χάσαμε και για τον ψωμοζήτη λαό που οφείλει να δείχνει υποταγή και να είναι σφουγγοκωλάριος της άρχουσας τάξης αν θέλει το ψωμί του να χορταίνει.
Μετά το πέρας ανέλαβε έτερος σοφός να γίνει μαέστρος στον Εθνικό Ύμνο που θα τραγουδάγαμε. Μας έκανε παιδαγωγικά, ήταν κωμικός, κοντός, έμοιαζε με αρκούδι και τον φωνάζαμε «Πιαζέ». Στο στίχο: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…» ήρθε ένα γέλιο από το βάθος που έφερε σεισμό και καταστροφή. Η γαλανόλευκη αξιοπρέπεια της πατρίδας χάθηκε και μια καπηλεία εθνική σκέπασε το μελίρρυτο Σολωμό. Μετά ήρθαν κι άλλα γέλια, μετά κι άλλα, ώσπου ένας χείμαρρος γέλιων έχαιρε και ήθελε να τα κάνει όλα συντρίμμια της φθοράς. «Σκασμός!» ούρλιαξε ο γυμναστής και έριξε δυο χαστούκια. Συνεχίσαμε! Και με το στήριγμα της πίστης τελειώσαμε!
Αυτά τότε. Σήμερα άλλα, κοντάρια, αριστεία, σημαιοφόροι, κληρωτίδες φίσκα σε σκράπες και τη μαθητική σάρα και μάρα. Η παιδεία ποτέ δεν ησυχάζει. Οι αράχνες της πάντα θα μας απασχολούν. Ο Μυριβήλης το 1925 γράφει: «… Η δασκάλα διέταξε: τώρα με το «μαρς» θα πάτε με βήμα τακτικόν! Και τα κοριτσόπουλα άρχισαν να περπατάνε σαν αστείες καρικατούρες φαντάρων. Σήκωναν τις αδύνατες γσμπίτσες τους κι έμοιαζαν σαν μια σειρά γαριδίτσες του γιαλού. Τα λυγερά κορμάκια τους αποξυλιάνανε, τα κεφαλάκια τους στεκότανε όρθια σαν αχυρένια και τα χεράκια τους κουνιότανε σαν να τα κρέμασες με δυο καρφάκια χτυπημένα εκεί στους ώμους τους».
Στις μέρες μας οι αράχνες οι ίδιες με τις εξέδρες των επισήμων στις παρελάσεις φορτωμένες Νέρωνες και Μέδουσες της πολιτικής ζωής.
]]>Συνήθιζε να χτίζει τα ξενοδοχεία του στις καλύτερες παρθένες ακρογιαλιές της πατρίδας του, να καταπατά τις εκτάσεις της ακτής, να υπερυψώνει άκομψα και σατανικά στην όψη κτήρια και να ρυπαίνει με τη διοχέτευση των λυμάτων τα ποτάμια και τις θάλασσες. Η εικόνα αυτή που έφτιαχνε ήταν ένα κομμάτι από την περιγραφή της κόλασης του Dante.
Ο ίδιος ήταν κοντός, άσχημος και αδέξιος. Το κεφάλι του κατέληγε σε κορυφογραμμή, τα μάτια του μικρά, γαλάζια γεμάτα μίσος, η μύτη του πλακουτσή σαν αντίγραφο μικρού αγριόχοιρου της ορεινής Πελοποννήσου. Όταν περπατούσε χοροπηδούσε σαν καγκουρό, κουνιόταν σαν χιμπατζής και κορδωνόταν σαν παγόνι. Όταν μιλούσε θύμιζε παπαγάλο επαναλαμβάνοντας «θα χτίσω», «θα καταστρέψω», «θα πλουτίσω», «θα δοξαστώ όσο ο Κροίσος και θα με φωνάζουν Κροίσο Β΄».
Ο δράκουλας λοιπόν των θαλασσών ήταν κι ένας αμείλικτος εχθρός της χελώνας καρέτα – καρέτα. Όταν σε μια δεξίωση για την προστασία της ρωτήθηκε από ένα φίλο του γιατί τις αιχμαλώτιζε και τις εξαφάνιζε, του ομολόγησε με παρρησία και φαιδρότητα:
-Εκφράζουν την ελευθερία της περιπλάνησης και την απλότητα της ζωής κι αυτό με κάνει ταύρο μαινόμενο σε υαλοπωλείο!
Και βγάζοντας ένα γέλιο δηλητήριο πρόσθεσε:
-Δεν έχω τίποτα με τα άκακα διαβολάκια του νερού αλλά μου έχουν γίνει οι Ερινύες μου και με κυνηγούν τις νύχτες στα όνειρά μου. Παρουσιάζονται με εικόνες φρίκης, σφραγίζουν τα μάτια μου και σκορπίζουν τέρατα που τρικλίζουν μες τη νύχτα. Τις βλέπω ν’ αναταράζουν τη θάλασσα και μέσα από κόκκινες γλώσσες ν’ αναδύονται σ΄ ένα γκρίζο και συννεφιασμένο ουρανό και να πετάνε σε σχηματισμούς αεροπλάνων πάνω μου. Κι από εκεί ψηλά να είναι έτοιμες να μου μπήξουν τα μυτερά και σιδερένια νύχια τους στο σώμα μου. Εμένα με κυριεύει ο τρόμος και ο φόβος κατατρώγει το είναι μου. Ώσπου ένα υποκίτρινο γλοιώδες υγρό εκτοξεύεται από τα σάπια δόντια τους και με ραντίζει ανοίγοντάς μου πληγές, Οι πόνοι αβάσταχτοι με συντρίβουν, οι πληγές αιμορραγούσες με οδηγούν στην τρέλα και στην παραφροσύνη, Αποζητώ τότε να ξυπνήσω, να φύγω από τον εναγκαλισμό του φριχτού ονείρου. Αυτό αργεί κι ένα τεράστιο πόδι χελώνας με πατά με δύναμη στο στέρνο, μου κόβει την αναπνοή και με ρίχνει σε κραυγές και βόγκους ατελεύτητους. Όταν ο εφιάλτης μ’ αφήνει ούτε και τότε ησυχάζω, η καταχνιά του ονείρου σε βράχια κοφτερά με τσακίζει.
-Να πάψεις να τις κυνηγάς να φύγει και τ’ όνειρο!
Τα λόγια του «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Ο επιχειρηματίας συνέχισε την καταστροφή της χελώνας, την εξόντωσή της οργάνωσε με άσπλαχνο σχέδιο.
Το σχέδιο ανέγερσης του καινούριου ξενοδοχείου του, πρόβλεπε και την εξόντωσης της χελώνας. Κι αυτή γινόταν σε δυο μέρη. Το πρώτο περιελάμβανε την κατασκευή της υπόγειας λίμνης. Εκεί θα φυλάκιζε τις χελώνες ως την ημέρα της πώλησής τους στην «εταιρεία εκμετάλλευσης θαλασσίων οργανισμών». Μια τεράστια μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε με δαιδαλώδη αρχιτεκτονική στο υπόγειο του ξενοδοχείου και κατέληγε σε μια αμμουδερή ακτή κατάσπαρτη με βότσαλα, χαλίκια και αστραφτερές πέτρες. Δεξιά της συναντιόταν με μια τεχνική λίμνη, αρκετά μεγάλη για να εξυπηρετήσει το δόλιο σκοπό του εξολοθρευτή. Ήταν περιφραγμένη με μαύρους σιδερένιους πασσάλους, με την κορφή τους σε σχήμα λόγχης. Αδιαπέραστη η περίφραξή της έκανε απροσπέλαστη την είσοδο στα νερά της σε οποιοδήποτε την ορεγόταν. Όλη αυτή η περίφραξη ενισχυόταν και με σύστημα παρακολούθησης από κάμερες. Ένας κεντρικός πίνακας τις κατεύθυνε και τις είχε ενεργοποιημένες αδιαλείπτως. Και παντού ο κρότος των όπλων των φρουρών αποθάρρυνε κάθε επίδοξο θαυμαστή να πλησιάσει.
Ο εξωτερικός χώρος της λίμνης ήταν εκθεσιακός, με ταριχευμένα ψάρια και θαλασσινά είδη. Τα ψάρια κρέμονταν απ’ τα αγκίστρια, τα κεφάλια τους άγγιζαν το χώμα, τα σπλάχνα τους χυμένα έξω, το αίμα ξεραμένο να τα βάφει κόκκινα. Στους σκόρπιους βράχους απλωμένα καβούρια ξέσκιζαν με τις δαγκάνες τους τις σάρκες των οστρακοειδών. Διαμελισμένες ίνες σκορπισμένες σε ρωγμές και σκισματιές, φέτες ψαριών διάσπαρτες σε χλωμές και άνυδρες εκτάσεις.
Στο νότιο τμήμα μέσα σε μια γυάλινη υδρία εφτά καρχαρίες κι άλλα τόσα δελφίνια έδιναν λυσσαλέες μάχες. Οι κομμένες σάρκες τους αιωρούνταν στο νερό, τα αίματα στροβιλίζονταν από τις δίνες των κυμάτων, ρεύματα που αναδύονταν από τις καταδύσεις των κητών ζωγράφιζαν σκιές, όχεντρες, τέρατα και κέρβερους που έσπερναν χολή και φρίκη.
Προσχαρής θησαυρός ως φαίνεται για τον Αστέριο ήταν και οι ξεκαυκαλωμένες χελώνες στην άκρη της ρυπαρής αμμουδιάς. Στις κοιλιές τους βούιζαν οι μύγες, στρατιές σκουληκιών αποσύνθεταν τα σαρκία τους, κύματα σκορπούσαν τα κουρέλια της λιγοθυμιάς στο φύσημα του αέρα.
Η προσέγγιση σε οποιοδήποτε μέρος της λίμνης ήταν αδύνατη. Έπρεπε να περάσεις τρεις σιδερόπορτες φρουρούμενες από οπλισμένους φύλακες για να μπεις. Στην πρώτη είσοδο υπήρχε προχώλ με πλήρες κύκλωμα ανίχνευσης και αναγνώρισης των υπόπτων, στη δεύτερη μικροτσίπ εντοιχισμένα με ακρίβεια αποστολής στοιχείων στο κεντρικό πίνακα παρακολούθησης και στην τρίτη μια ψηφιακή κάμερα φυτεμένη στο διάδρομο ανίχνευε κάθε ύποπτη κίνηση.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου της εξόντωσης της χελώνας περιελάμβανε την περισυλλογή και τη φυλάκισή της στη λίμνη. Για την επικίνδυνη αυτή αποστολή υπήρχαν εφτά ομάδες με έξι μέλη η κάθε μια. Ένας πλούσιος εξοπλισμός εργαλείων τους βοηθούσε να τις μαζέψουν με μια επιχείρηση «σκούπα» που δεν άφηνε καμιά χελώνα να συνεχίζει τις γυροβολιές της στον κόλπο.
Άρχιζαν μαζεύοντας τ’ αυγά τους. Τις ασέληνες νύχτες πλησίαζαν τις φωλιές τους, έσκαβαν την άμμο και τα αφαιρούσαν. Τα κλείδωναν μέσα σε ατσάλινα κιβώτια και τα έκρυβαν στην άσπλαχνη φοβέρα της μοναξιάς. Στην επιστροφή μάζευαν τις χελώνες. Τις χτυπούσαν με μια σιδερένια τρίαινα στο καύκαλο, τις σταματούσαν και τις αιχμαλώτιζαν στα δίχτυα. Οι χελώνες στο νερό τούς δυσκόλευαν, αλλά βρήκαν τον τρόπο και τις έπιαναν. Μια ομάδα από δύτες τις έστελνε στην ακτή κι εκεί οι οπλισμένοι κυνηγοί τις αιχμαλώτιζαν. Πολλές φορές έφταναν στο φρύδι του κύματος εξαντλημένες, σχεδόν λιπόθυμες. Φώλιαζαν να κοιμηθούνε, το σύγνεφο της μπόρας να περάσει, τη χαρά τους και πάλι να βρουν στο φως της μέρας που ξημέρωνε. Που τέτοια τύχη! Η μήνη των ανθρώπων ήσυχες δεν τις άφηνε, παραφόρως ευθυμούντες στις φυλακές της άγριας λίμνης του υπογείου τις οδηγούσαν.
Στην υπόγεια λίμνη οι χελώνες έμεναν όσο χρειαζόταν. Το καράβι της «εταιρείας» έριχνε άγκυρα στο χρόνο που το αφεντικό το ζητούσε. Ως τότε οι υδρόβιες καρέτα – καρέτα «καλοπερνούσαν» και ειδικοί χελωνολόγοι τις διατηρούσαν υγιείς και σε φόρμα.. Τις νεκρές τις αποθήκευαν στην κατάψυξη και σε χώρους απρόσιτους και απομονωμένους.
Ο επιχειρηματίας Αστέριος την παραμονή της παράδοσης της χελώνας στην εταιρεία συνήθιζε να δίνει δεξίωση στην πολυτελέστατη αίθουσα του ξενοδοχείου του προς τιμή των μελών της. Στη γιορτή προσκαλούνταν φίλοι του, άνθρωποι της υψηλή κοινωνίας και μεγιστάνες του πλούτου. Στο τέλος του φαγητού τους οδηγούσε στην υπόγεια λίμνη ως έκπληξη και σαν επίδειξη δύναμης και ισχύος. Θαυμάζοντας τις χελώνες, το μουσείο των ταριχευμένων θαλασσίων ειδών και το πανόραμα της ακτής της λίμνης με τους δεντρόκηπους και τις βραγιές, έφευγαν κατευχαριστημένοι και γεμάτοι καλές σκέψεις για το ονειρικό ταξίδι που τους είχε δώσει μια ανέλπιστη χαρά.
Έτσι κι απόψε ήταν όλα έτοιμα για την παράδοση της χελώνας καρέτα – καρέτα και μόνο η δεξίωση υπολειπόταν. Κι όταν ο Αστέριος έδωσε εντολή να ανοίξουν οι πόρτες της αίθουσας και οι καλεσμένοι να καθίσουν στις θέσεις τους ξεκίνησε κι αυτή. Τότε οι προσκεκλημένοι έκπληκτοι είδαν να τους περιβάλλει μια παράξενη διακόσμηση, μια αρμονία σύνθεσης κακού γούστου και τέχνης, μια μαγεία δαιμονισμένης ομορφιάς, μια πάμφωτη μουντή ατμόσφαιρα που τους οδηγούσε σε σκέψεις αδέσποτες και σε ερημιές με γαρμπήδες ισχυρούς.
Η διακόσμηση άρχιζε από το ταβάνι. Κρεμασμένοι πολυέλαιοι με ρόμβους από κρυστάλλους παιχνίδιζαν σε κόκκινα χρώματα και τριανταφυλλί. Στο κέντρο τους ένα εξογκωμένο οστρακάκι χελώνας, βυθισμένο σε λάσπη δοκίμαζε να αναδυθεί σ΄ ένα χάος θεοσκότεινο. Και σ’ όλο το σύμπλεγμα μια τρίαινα που ήξερε το μυστικό του θανάτου χτυπούσε μια καρδιά στο καίριο σημείο της.
Στους τοίχους βελούδινες κουρτίνες με το μαύρο και το κόκκινο χρώμα τους εντυπωσιακό, τα καφέ κουρτινόξυλα που τις στήριζαν άψογα στολισμένα με κίτρινους σταυρούς, ορατοί ακόμη κι από την είσοδο της αίθουσας. Τα πολύχρωμα διάσπαρτα αστέρια στις κουρτίνες πολλά, οι ασπρόμαυρες νεκροκεφαλές που τα διακοσμούσαν με τονισμένους τους κύκλους των ματιών σκορπούσαν μια ριγοβόλο ορμή στην ψυχή που σε κατέσειε.
Το δάπεδο στρωμένο με πλακάκι και στην επιφάνεια ζωγραφισμένες εικόνες ερπετών. Κυριαρχούσαν οι όφεις, οι σκορπιοί, οι σαύρες και οι μικροί δεινόσαυροι.
Οι καλεσμένοι είδαν, απόρησαν και ανέμεναν. Ο Αστέριος με άσβεστη τη φωτιά στα μάτια έδωσε την εντολή στο υπηρετικό προσωπικό να αρχίσει το σερβίρισμα. Κι αμέσως τα τραπέζια γέμισαν από πολλά φαγητά, πλούσια και νόστιμα. Δυο ψητά γουρουνόπουλα με πατάτες έκαναν την αρχή σερβιρισμένα σε μεγάλους αργυρούς δίσκους και μπήκαν στη μέση του κεντρικού τραπεζιού. Ακολούθησαν δώδεκα γεμιστές πάπιες με ελιές, δώδεκα κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής γαρνιρισμένα με φρούτα θαλάσσης, δέκα φραγκόκοτες με σαμπάνια και ποικιλίες ψαριών σε μεγάλες πορσελάνινες γαβάθες. Κατόπιν ήρθαν οι σαλάτες όλες βαλμένες σε διαφανή κρυστάλλινα μπολ διακοσμημένες με μαύρες ελιές θρούμπες και πράσινες Καλαμών. Δυο σαλάτες από μελιτζάνες και σπαράγγια συνήθιζε να τις φτιάχνει ο Αστέριος και ένιωθε περήφανος σαν τις έβλεπε να στοιχίζονται στο τραπέζι μαζί με τις άλλες.
Όταν απόφαγαν ο επιχειρηματίας έκανε νεύμα με το χέρι ν’ αρχίσει η ορχήστρα. Ένα βαλς γλυκό ακούστηκε, τα φώτα χαμήλωσαν κι έμεινε ένα με έντονο φωτισμό στο βάθος της δυτικής πλευράς. Οι φιγούρες των χορευτών στριφογύριζαν, τα βήματά τους αθόρυβα, τα μάτια χαμηλά σαν να θρηνούσαν μια λαχτάρα χαμένη. Προχωρούσε η μουσική κι όλοι έδειχναν να έχουν καρδιά κρύσταλλο και κορμί παγωμένο. Η έκφρασή τους φαινόταν σφιγμένη σαν κάποιο κακό μαντάτο να τους τριβέλιζε. Έτσι σαν η ορχήστρα έπαψε κάθισαν γρήγορα και ανήσυχοι στις θέσεις τους. Κοιτάζονταν με καχυποψία, ψιθύριζαν διάφορα στους διπλανούς τους και σχολίαζαν με ματιές αστραπής την ατμόσφαιρα που έσταζε χολή και φαρμάκι.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε ο Αστέριος και εύθυμος τους είπε με καθαρή φωνή:
-Και τώρα ας μου επιτρέψετε να σας ξεναγήσω στα άδυτα του ξενοδοχείου μου εκεί που θνητός ποτέ δεν κατεβαίνει αν δεν του το επιτρέψω εγώ! Προπορεύομαι και ακολουθείστε!
Σαν έφτασε ο επιχειρηματίας στην είσοδο της υπόγειας λίμνης σταμάτησε και ξεκλείδωσε την είσοδο. Κατέβηκε στο δεύτερο σκαλί της σιδερένιας σκάλας και περίμενε. Κοίταξε στο νερό, είδε τα πρώτα κεφάλια της καρέτα – καρέτα, χαμογέλασε με ύφος καρδιναλίου κι έκανε νόημα στους καλεσμένους του να κατεβούν και να απλωθούν κοντά στην περίφραξη και να θαυμάσουν τα δόλια υδρόβια. Τότε συνέβη στον επιχειρηματία το δυσάρεστο. Γλίστρησε και βρέθηκε με την πλάτη στα σκαλιά. Ένα σκαλί περίμενε το κεφάλι του και του άνοιξε το δεξί βρεγματικό οστούν κοντά στη λαμδοειδή ραφή με το ινιακό. Το αίμα ανάβρυσε σαν πίδακας και ο Αστέριος αναίσθητος γλίστρησε στη λίμνη που τον κατάπιε σαν ρούφουλας. Οι χελώνες επίσημα και τελετουργικά μαζεύτηκαν γύρω στο σώμα που πνιγόταν. Μια θαλασσίδα νύμφη τις κάλεσε να δουν τη σκιά του ευεργέτη τους πριν κατεβεί νεκρός στον πάτο της κρύας άμμου. Αυτές λες και περίμεναν το θύτη τους έπεσαν πάνω του και τον διαμέλισαν στο λεπτό.
Όταν το έγκλημα συντελέστηκε, τα θαλάσσια τετράποδα γλίστρησαν στις κρύπτες τους. με τα πέλματά τους να χωρίζουν τα νερά με κόκκινες γραμμές.
Έξω από τη λίμνη ο διαμελισμός του Αστέριου, έφερε πανικό και υστερία. Οι καλεσμένοι το ‘βαλαν στα πόδια να φύγουν προς την έξοδο ανεβαίνοντας τη σκάλα. Ο συνωστισμός τους παρέσυρε, τους έριξε στ’ αγκίστρια και τα μέλη τους καρφώθηκαν στα οξέα άκρα τους. Στον ισόγειο χώρο που έφτασαν κακήν κακώς ποδοπατήθηκαν τόσο οικτρά σε μια στενή ατραπό που ακρωτηριάστηκαν. Οι ελάχιστοι αβλαβείς ειρήνευαν τους δυστυχούντας λέγοντας προς αυτούς: «Ο Κύριος εν ημέρα θλίψεως υπερασπίσει υμάς…»
Ο κυνικός επιχειρηματίας μ’ αυτό τον τρόπο πέθανε. Η ψυχή του πηγαίνοντας σκορπισμένη σαν σύννεφο στον ουρανό δεν ανέβηκε σαν φτερό, ούτε σαν πεταλούδα τρυφερή αλλά σαν μολύβι βαρύ.
]]>Αυτό συνέβη και με το βιβλίο του Παναγιώτη Γιαννουλέα «Ζωές στην καταιγίδα» για το οποίο συζητήσαμε στη Στούπα που βρέθηκαν πριν από λίγες μέρες.
«Ξεκίνησα να γράφω ένα μυθιστόρημα που γρήγορα διαπίστωσα πως με πήγαινε μόνο του προς την εξέλιξή του. Έτσι άλλωστε προέκυψε κι αυτό το φινάλε που δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό», λέει ο Παναγιώτης Γιαννουλέας και εμφατικά τονίζει πως «το χέρι πήγαινε μόνο του στη γραφή του κειμένου».
Πυρετική γραφή και πυρετικής έντασης η αφήγηση στην εξέλιξη της ιστορίας που ζωντανεύει σε σελίδες του βιβλίου, με τους δύο βασικούς ήρωες τον Αρη και την Αφροδίτη, που δεν έχουν την αθωότητά του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, να προσπαθούν να σώσουν τις ζωές τους από την καταστροφική καταιγίδα που έρχεται κατά πάνω τους.
Αλλά και ο Γιαννουλέας σαν συγγραφέας δεν κάνει οτιδήποτε μπορεί για να τους σώσει. Δικαιολογημένα άλλωστε αφού δεν είναι αυτός ο στόχος του με την ιστορία που αφηγείται. Ποιος είναι τελικά ο στόχος του δεν νομίζω πως έχει σημασία να το πώς εγώ, αλλά ο κάθε αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο του, το οποίο αξίζει να επισημάνω για άλλη μια φορά πως αποτελεί ένα επιπλέον βήμα στη συγγραφική του πορεία, που γίνεται ολοένα και πιο συναρπαστική.
Ο Γιαννουλέας στις ιστορίες του κοιτάζει κυρίως προς την πλευρά του καλού έναντι του κακού, υπερβαίνοντας όμως τα διλήμματα που θέτει για τους ήρωές του και αποφεύγοντας να ηθικολογήσει πρώτος. Παρ’ όλ’ αυτά δεν κρύβει τη συμπάθεια του προς αυτούς καθώς και την κατανόηση του. Αυτή η επισήμανση που κάνω, ισχύει για όλες του τις ιστορίες, κυρίως όμως τα δύο πιο πρόσφατα θα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «ΔΡΟΜΩΝ», τη «Γαλάζια κόμπρα» και το «Ζωές στην καταιγίδα», που ήδη αναφέρθηκα.
Ο Γιαννουλέας αρέσκεται στην ίντριγκα και τη χρησιμοποιεί στις ιστορίες του, εστιάζοντας σε ανατροπές που κρατούν σε εγρήγορση τους αναγνώστες του και βέβαια αυτό το στοιχείο δείχνει την ικανότητά του να αφηγείται ιστορίες με συναρπαστικό τρόπο.
Υπάρχει και η πολιτική βέβαια που δεν αποφεύγεται εύκολα. Όμως στις ιστορίες του Γιαννουλέα το πολιτικό στοιχείο δεν υφίσταται, ούτε και τα εκάστοτε κοινωνικά προβλήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν απασχολούν τους ήρωές του.
Για ποιο λόγο όμως το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι μοιάζει να μην απασχολεί τον Παναγιώτη Γιαννουλέα στις ιστορίες του; Η απάντηση δεν είναι δεδομένη, ο ίδιος όμως δηλώνει πως σκόπιμα δεν εμπλέκει τους ήρωές του σε «ξένα χωράφια». Η άποψή του είναι σεβαστή απ’ όπου κι αν τη δει κανείς. Είναι τελικά οι ιστορίες του Γιαννουλέα αστυνομικού περιεχομένου; Μια αστυνομική ιστορία μπορεί να είναι πολλά περισσότερα απ’ ότι σε μια πρώτη ανάγνωση, ο οξυδερκής αναγνώστη θέλει να διαβάσει και να ανακαλύψει αυτήν και ο Γιαννουλέας αυτό επιδιώκει στις ιστορίες του που, και όταν χαρακτηρίζονται αστυνομικές, είναι και κάτι περισσότερο.
Στα δύο πιο πρόσφατα βιβλία του Γιαννουλέα κάνει την εμφάνισή του το θρησκευτικό στοιχείο, προφανώς όχι τυχαία, που δίνει ένα νέο τόνο θρησκευτικότητας στο είδος και ίσως να συμβάλει και στην ανανέωσή του κιόλας.
Παραθέτω μερικές σκέψεις από ένα μετρ της αστυνομικής λογοτεχνίας τον Uri Eisenzweig στην «Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος».
***
«Ο καλός συγγραφέας είναι ειλικρινής μέσω των ιστοριών που αφηγείται».
«Η αστυνομική λογοτεχνία είναι τελικά κάτι περισσότερο από λογοτεχνία φυγής».
«Εξ ορισμού το αστυνομικό μυθιστόρημα παραπέμπει σε κοινωνικοπολιτικό χώρο, εφ’ όσον εξ ορισμού στρέφεται γύρω από τη βάση του νομού».
***
Ο Γιαννουλέας συνεχίζει στην παράδοση του Μαρή, χωρίς ωστόσο να τον μιμείται όσο κι αν δεν κρύβει το θαυμασμό του σ’ αυτόν.
Ο ήρωας του Γιαννουλέα, Αστρινός, καμία ομοιότητα δεν έχει με τον ήρωα του Μαρή, Μπέκα, παρά μόνο πως και οι δύο τους είναι αστυνομικοί, αλλά σαν χαρακτήρες είναι διαφορετικοί.
Ο Θεόκλητος είναι ο πλέον ολοκληρωμένος χαρακτήρας του Γιαννουλέα και θα ’λεγα με βαθύτερα ντοστογιεφσκικές ανησυχίες και ενδεχομένως πρόσωπο-κλειδί και για τα επόμενα βιβλία του.
Ο Θεόκλητος ή κατά κόσμον Λάμπρος Λαμπρινίδης, εμφανίζεται στα δύο πιο πρόσφατα βιβλία, αλλά όλα δείχνουν πως η παρουσία του θα έχει περαιτέρω εξέλιξη.
Ο Γιαννουλέας στις ιστορίες του δεν ηθικολογεί, όπως προείπα, και αυτή του η στάση προσμετράται στα υπέρ του. Δεν είναι πολλοί οι συγγραφείς που καταφέρνουν κάτι τέτοιο, ενώ άλλοι το επιδιώκουν κιόλας, χωρίς να τα καταφέρνουν.
Και βέβαια καθοριστική σημασία στις ιστορίες του Γιαννουλέα έχει το που εξελίσσονται. Η Στούπα που είναι η γενέτειρά του, έχει πρωταγωνιστική θέση στα βιβλία του, ενώ αξιοπρόσεκτες είναι και οι άλλες αναφορές σε περιοχές όπως Ναύπλιο, Σύρος, Μετέωρα, Μαυρομάτι, Αλεξανδρούπολη, Μονεμβασιά, Καλαμάτα και άλλες.
Γυρίζω όμως και στέκομαι στη Στούπα την οποία ο Παναγιώτης Γιαννουλέας εκθειάζει σε όλα του τα βιβλία, καθιστώντας την διαρκή σημείο αναφοράς για τον ίδιο. Η αγάπη του για τη Στούπα είναι ανυπόκριτη και χωρίς όρια. Μπορώ μάλιστα να πω ότι από το 2007 και μετά που ο Γιαννουλέας κυκλοφορεί τα βιβλία του, χάρη στις αναφορές που ο ίδιος κάνει σε αυτήν, έχει κερδίσει πολύ σε επίπεδο προβολής της. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως ο Παναγιώτης μιλάει για τη Στούπα σε όλες του τις συνεντεύξεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τονίζοντας τη σχέση ζωής που έχει με τη γενέτειρά του. Δικαιούται λοιπόν το δημόσιο έπαινο του τόπου του και μάλιστα με το παραπάνω.
Όσον αφορά τα βιβλία του θα σταθούμε πάλι σε αυτά το επόμενο διάστημα καθώς επίκειται η παρουσίασή τους και στη Στούπα, το Σάββατο 26 Αυγούστου στο δημοτικό σχολείο. Την εκδήλωση οργανώνει ο Πολιτιστικός Αντίλογος με τις εκδόσεις «Δρόμων» και υπό την αιγίδα του Δήμου Δυτικής Μάνης θα μιλήσουν ο οικονομολόγος Δημήτρης Ραπτέας και η εικαστικός Βασιλική Κατέρη. Επίσης θα μιλήσει και θα συντονίσει ο γράφων. Ωρα 8 μ.μ. και είστε όλοι καλεσμένοι!
Θανάσης Παντές
]]>