Άλλος ένας σκουριασμένος κρίκος της άρχουσας τάξης και του καθηγητικού φακλαναριού για να ελέγχει την κοινωνική συμπεριφορά στην τάξη του μαθητικού «υπόκοσμου».
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Εύελπις νέος ακόμη τότε στο γυμνάσιο, αζύμωτος με τη δράκαινα κοινωνία, τούτη η καταγραφή των συμμαθητών μου που δεν εμφανίζονταν στο μάθημα, μου προκαλούσε ψυχολογική φθορά. Δηλαδή ο απουσιολόγος ήταν σφουγγοκωλάριος των καθηγητών, πραιτωριανός του γυμνασιάρχη και χαφιές ενδεδυμένος με τη θεοφιλή αριστεία να καταδίδει τους μαθητές!
Στην εβδόμη τάξη είχαμε μια απέριττου κάλλους απουσιολόγο. Αριστούχο, θεούσα με βούλα, με ορθόστητα στήθη, γάμπες τορνευτές, βλέμμα «Γοργόνειο», μαλλί μαύρο στριφτό σαν φίδια. Η μικρονοϊκή τούτη αριστούχα, δυστυχώς είχε ξεφύγει με την επιβράβευση της χρέωσης του απουσιολόγιου, και, είχε φτάσει να γίνει ένας ανήλικος δεσμοφύλακάς μας, μια μαύρη αράχνη που χαιρόταν να μας τσιμπάει, να μας δηλητηριάζει και να πεθαίνουμε.
Ο γυμναστής ένας νεοναζί μπόγος, εκείνη την ημέρα μας τρέλανε στις ανακάμψεις, στις επικύψεις, στο σημειωτόν και στο στρατιωτικό τροχάδην. Στην αίθουσα ένιωσα τους σπερματοδόχους αδένες μου ερεθισμένους και είπα στο συμμαθητή μου, πως έχουν ανάγκη τη φροντίδα του σχολίατρου. Η Μέδουσα ήταν εκεί, με άκουσε, κι έτρεξε στο γυμνασιάρχη. Τούτος ο άγριος Αττίλας δε μαδούσε μαργαρίτες, ούτε μας μάθαινε γράμματα, αλλά μας έδερνε. «Πες του, να ‘ρθει στο γραφείο» μου παράγγειλε και πήγα. «Τι είπε;» τη ρώτησε. «Ντρέπομαι, δεν μπορώ να πω!» είπε αυτή και χουχούλιασε πάνω του. Με πλάκωσε στο ξύλο. Ξύλο να δούνε τα μάτια σου. Για να γλιτώσω, το’ βαλα στα πόδια και έγινα Λούης.
Στην τάξη από τότε όταν συναντιόμαστε, τραγούδαγα: χάιντε- χα δυο παλιογατιά, χάιντε- χα πάμε για καβγά…», καθόμουν στο θρανίο, της έστελνα μια δαγκανιά, μια μούντζα και με ελαφρά τη καρδία έσκυβα στο Σοφοκλή.
Leave a Reply