Αλλο πάλι και τούτο. Είχα πάει να ιδώ τον μπάρμπα μου το Θανάση ενενήντα χειμώνων και βάλε. Στη μουριά έξω στο σπίτι είχε και τηλεόραση δεμένη στον κορμό γιατί εδεκεί κοιμάται. Αναπάντεχα παρουσιάζεται σ’ ένα κανάλι μια μισοχτενισμένη «κυράτσω» με πλισέ πρόσωπο, πασπαλισμένη με μπόλικο κοκκινάδι και δαχτυλιδάτη και στα δυο της χέρια.
– Ε, ρε να την είχα ζωγραφιά στο αμπέλι στον άβαρο θα προγκάγανε οι κίσσες, αναστέναξε ο μπάρμπας μου. Ας είναι. Ποιήτρια δήλωνε και άρχισε κι έλεγε, από τότε που γεννήθηκε μέχρι που ήρθε η «επάρατος» το ’67. Είχε παντρευτεί λέει κάποιον που έβανε «στρακαστρούκες» να διώξει τους δικτάτορες, αλλά όταν πήγε φυλακή εκείνος, του την έκανε γυριστή με άλλον, όποτε ο πρώτος έμεινε φιάλη αδειανή. Ο δεύτερος μετά από κάνα χρόνο πήγε φαντάρος, όταν δεν μπόρεσε να πάρει χαρτί από τις σπουδές και έφτασε τα 30, άλλα τα ’βαλε στο στρατό με ένα δεκανέα, τον στριμώξανε για ανυπακοή στο Μπογιάτι, αλλά όταν απολύθηκε την έκανε «καπνό» την ποιήτρια, γιατί όσο καιρό εκείνος ήταν στο «γκισντάπι» τα ’μπλεξε με άλλον που έγραφε στους τοίχους συνθήματα και εκείνη κρατάει τον κουβά με την μπογιά. Τους κάμανε τσακωτούς, τους πήγανε στην Ασφάλειά, τους ρίξανε κάτι σκαμπίλια, τους πατήσανε κάτι κλωτσιές και τους αμολύκανε.
Ενεκα ο κουβάς με την μπογιά οι σπουδές μείνανε πίσω και ούτε ματαγύρισαν, αλλά τους ΑΓΩΝΕΣ αυτούς τους έκανε ποιήματα για να μείνουν στο χαρτί «οι αντιστασιακοί της» καϋμοί… σπουδαίοι βλέπεις…
Ηταν έξω φρενών γιατί σε μια εκδήλωση τώρα το συγκαλόκαιρο, ανέβηκε στο σανίδι και απάγγειλε κανα δυο αράδες από ένα ποίημα της «Το μπροστάρι» από τα ποιήματα του βιβλίου που έχει γράψει. Αλλά ούτε ένας δε βάρεσε παλαμάκια. Για διάβασε… της είπε ο σοβαρός που έκανε κουμάντο στην εκπομπή. Διάβασα κανα δυο -τρεις αράδες αρλούμπες, αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι… λέγοντας μέσα του φαντάζομαι. Αει μωρή χουνταία αγελάδα, γέρασες πια μωρ’ μαύρη και ακόμα σε αρμέγουνε… αλλά γάλα πια δε βγάνεις.
– Δε μου λες, της είπε ο σοβαρός δημοσιογράφος; Σε ποια οργάνωση ήσουνα…
– Σε καμία, απάντησε εκείνη με την αντρίκια, ένεκα τσιγάρου φωνή της – εγώ ήμουν ανεξάρτητη… Ο λύκος βλέπεις μοναχός του κάνει τις δουλειές, θα σκέφτηκε ο δημοσιογράφος και συνέχισε τις ερωτήσεις με σοβαρότητα:
– Με ποιους άλλους ήσουνα στην οργάνωση;
– Ήμουνα με το Θανάση αλλά έφυγε… με το Νιόνιο αλλά έφυγε… με τον Παμεινώντα αλλά έφυγε…
– Και πού πήγανε που φύγανε, της είπε ο παρουσιαστής.
– Πεθάναν όλοι, είπε η κυράτσω, ενώ με το ροζιασμένο της χέρι μέριαζε ένα βαμμένο τσουλούφι της από τα μάτια μπας και φιλοτιμηθεί κανά δάκρυ να τρέξει αλλά που, να ξεκινήσει το δάκρυ… κορόιδο είναι να βγαίνει όποτε και όποτε…
– Βλέπω τότε τον μπαμπά μου τον Αποστόλη να σκουπίζει μπόλικα δάκρυα από τα σουφρωμένα ματοτσίνορα.
– Κλαις ρε μπάρμπα… του είπα, για το ποίημα; …
– Αει στο διάβολο και συ ρε, κλαίω, γιατί πρέπει να αρχίσω τα γαμοσταυρίδια την απόκουτη τη θεια σου που ακούμπησε δίπλα στο προσκέφαλό μου ξεσκέπαστο το μισοντένεκο με τα κρεμμύδια που καθάριζε για το στιφάδο και μου ’βγάλε τα μάτια…
Leave a Reply