Είμαστε δέκα και οι δέκα φοιτητές σε πανεπιστήμια της πρωτεύουσας και της περιφέρειας και κάθε καλοκαίρι ανταμώναμε στην ταβέρνα «Παλιά Παραλία» κοντά στην αποβάθρα στο λιμάνι της Κυπαρισσίας, εγκαταλείποντας τις εστίες των σπουδών μας μαζί με τα περιττώματα που άφηναν στο σώμα και στην ψυχή τους άνθρωποι βαρύθυμοι θαμμένοι από το χρόνο και τη διαμελισμένη μίζερη αστική ζωή.
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η ταβέρνα αναδυόταν στη χρυσή άμμο σαν αστραφτερό κοχύλι όπου η θέα του κόλπου του Ιονίου και του αχανούς ορίζοντα λειτουργούσε σαν λήκυθος των συναισθημάτων μας, γλυκαίνοντας τα πάθη και τις ανησυχίες μας. Βρίσκαμε εκεί αποκούμπι και η τρυφερότητα που είναι φτιαγμένη από εύθραυστη άυλη μάζα μας ένωνε σε συνοχή και μας έκανε ισχυρούς και αγέρωχους σαν μια γροθιά.
Ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί να προδώσουμε ο ένας τον άλλο σε μια άτυχη στιγμή και με την πρώτη δυσκολία που συνόδευε κάποιον του συμπαραστεκόμαστε αλληλέγγυοι ανορθώνοντάς του με παντί τρόπω την πληγωμένη του αξιοπρέπεια.
Σ΄ αυτή λοιπόν την ταβέρνα που συγκέντρωνε τα βλέμματα των ταπεινών, των σκυφτών ψαράδων και των ανθρώπων που βασάνιζε η ανέχεια και η φτώχεια, ανταμώναμε ευελπιστούντες να σκεφτούμε κάτι καλό για τη συνέχεια των σπουδών μας, χωρίς χάσιμο των ετών ή συσσώρευση μαθημάτων στο τέλος που σε κάποιους άλλους αναιδείς τεμπελχανάδες επί πτυχίω ξεχείλιζαν σαν σκουπιδαριό σε κάδο απορριμμάτων.
Εκεί μ’ ένα τρόπο κυνικό, αθώο και ενίοτε βλάσφημο για να ξεφύγουμε από τον ανιαρό εαυτό μας αγνοούσαμε τους καλούς τρόπους της συμπεριφοράς και της ηθικής, παραφερόμαστε και καταλήγαμε ακόμη και στο κακώς ομιλείν. Δείχναμε διαφορετικά πρόσωπα, γινόμαστε παραμυθάδες, φαντασιόπληκτοι, ψεύτες και πολυλογάδες πέφτοντας ηθελημένα ή αθέλητα σε κουτσομπολιά με σκοτεινές αφηγήσεις και ιστορίες που είχαμε συλλέξει κατά τη διαδρομή της πορείας μας διασχίζοντας την κοινωνική οδό της συναναστροφής και τις αφιλόξενες αίθουσες των ευαγών εκπαιδευτηρίων. Κυρίως ρητόρευαν οι μέλλοντες δικηγόροι που εκμεταλλευόμενοι το θηριώδη ρεμβασμό των υπολοίπων ατενίζοντας το κύμα και το απέραντο του ουρανού, ξεκινούσαν την κουβέντα αιφνιδίως, επιδιδόμενοι στη συνέχεια σε ακατάπαυστη φλυαρία με εγωκεντρική διάθεση που διαμελιζόταν μόνο σαν ένας της παρέας τους διέκοπτε με δυνατό χειροκρότημα και ακολουθούσαν και οι άλλοι. Λέγαμε πολλά και διάφορα, κυρίως ενδιαφέροντα εκ της εφηβείας μας ως μαθητές του Γυμνασίου της πόλης στηλιτεύοντας πολύ τους ανιαρούς καθηγητές μας και το Γυμνασιάρχη μας τον αποκαλούμενο και «Μπούλμπα» που με εθνικό εκπαιδευτικό ζήλο χαιρόταν να μας εξαποστέλλει έξω από την αίθουσα με πενταήμερες αποβολές για ψύλλου πήδημα και περισσότερο όταν απουσιάζαμε από τον καθιερωμένο εκκλησιασμό ή επιδιδόμαστε μετά ζήλου στις κοπάνες. Ενίοτε μας έριχνε και δεκαήμερες όταν στα χέρια του σεβαστού συμβουλίου των δασκάλων μας έπεφταν ερωτικά ραβασάκια απευθυνόμενα σε μαθήτριες που με παθολογικό ποιητικό οίστρο εξομολογούμαστε τον έρωτά μας και τις αποκαλούσαμε «νύμφες ανύμφευτες».
Λέγαμε για το φιλόλογο που είχε προχωρημένες μεν ιδέες αλλά ήταν του κατηχητικού και μια μέρα εν ώρα μαθήματος απαγγέλλοντας Λυσία διολίσθησε το παντελόνι του κι έμεινε στήλη άλατος με τη σκελέα. Για την καθηγήτρια των οικοκυρικών την κυρία Βάνια που ποιος ξέρει τι σαρκικά αμαρτήματα την είχαν μαράνει και ήταν συνεχώς αφηρημένη που μια μέρα δεν άντεξε τη φασαρία μας και πετάχτηκε από την πόρτα με σχιζοφρενή διάθεση και έκτοτε δεν παρουσιάστηκε ενώπιον μας.
Δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να αναφέρω και τη φυσικό δεσποινίδα Ευδοκία που είχα ιδιαίτερη σχέση μαζί της, πνευματική εννοώ, και έδειχνε επίγνωση των επιστημονικών της μεθόδων αλλά είχε μεσάνυχτα από εφηβικές ψυχικές διαταραχές. Κάθε τόσο και λιγάκι την κάναμε μούσκεμα μ’ ένα δοχείο γεμάτο νερό που βάζαμε ψηλά στην πόρτα και καταβρεχόταν ολόκληρη όταν άνοιγε και έμπαινε μέσα. Αν και μουσκεμένη καθόταν στην έδρα και συνέχιζε να κάνει μάθημα αδιαφορώντας αν φαινόταν βλάσφημη ή της ξέφευγαν ακατονόμαστες ύβρεις από τα χείλη που δεν συνάδουν σε ανθρώπους που στελεχώνουν καθηγητικές έδρες.
Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ξεχείλιζε από Αμερικάνικο ρούχο και σάπια κονσέρβα υπεραντλατική που της πετούσαν οι σύμμαχοι φίλοι κι εμείς ξεχειλίζαμε από στραγάλια που μ’ ένα περίεργο σκεπτικισμό τα εξεσφενδονίζαμε στο σχολίατρο που μας έκανε υγιεινή και μας μιλούσε για περικάρδια και μετατάρσια και ήταν ο εντεταλμένος θεράποντας ιατρός μας που μας γιάτρευε την ακμή και πάσα νόσο. Η αγυρτεία μας προς το δημόσιο αυτό λειτουργό ήταν καταλυτική. Εγκατέλειψε την έδρα, μπάρκαρε σε καράβι και έπεσε με τα μούτρα στην ίαση των ναυτικών και ούτε τον είδε πια κανένας μας εν μέλλοντι χρόνω.
Είμαστε όπως προανέφερε δέκα ο Βασίλης, ο Κανέλλος, ο Τάσος, ο Γρηγόρης. Ο Γιώργος, ο Γιάννης ο Χρίστος, ο Κώστας, ο Δημήτρης κι εγώ κι εκεί συναντούσαμε και τον κύριο Σπύρο Μαρτσέλο, ιδιοκτήτη της ταβέρνας. Είχε κάνει δυο χρόνια στο Μαουτχάουζεν από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου. Το Μαουτχάουζεν είναι μια «αληθινή ιστορία» μας έλεγε και μας έδειχνε σημειώσεις, φωτογραφίες και εικόνες φρίκης, ενώ μας διηγιόταν περιστατικά από την έγκλειστη ζωή του ώσπου συγκινιόταν και μαζί του κι εμείς. Καμιά φορά ξεφεύγαμε έτσι που μας τα ‘λεγε με σοβαροφανή μαζί και αστείο τρόπο και βάζαμε τα γέλια που γινόμαστε βλάσφημοι αλλά ουδόλως τον ένοιαζε και συνέχιζε απτόητος να λούζει με το λόγο του πατόκορφα τους ναζί και το Φύρερ τους. Αν και βλάσφημοι να γελάμε για νεκρούς και καρβουνιασμένους στα κρεματόρια γρήγορα συνερχόμαστε και μέναμε άφωνοι και ασάλευτοι όταν τον κοιτάζαμε στα μάτια και βλέπαμε να ‘χει εκταμιεύσει δάκρυα ενώ το βλέμμα του ήταν πειθαρχημένο, σοβαρό και αγέρωχο λες και απέδιδε φόρο τιμής στους αδικοχαμένους ήρωες.
Οι Ες – Ες, μας έλεγε, τον είχαν εξαναγκάσει να κοιμηθεί τιμωρημένος κάποτε με δυο νεκρούς, να μένει μέρες στην απομόνωση, να τριγυρίζει στις παράγκες και να μαζεύει πεθαμένους με το καρότσι, να κρατάει κατάλογο των κρεμασμένων και των καμένων στους φούρνους, να φτιάνει στανικώς με το γραμματέα του γερμανού διοικητή λίστες εκείνων που θα πέθαιναν στους θαλάμους των αερίων και γενικά να κάνει με το πιστόλι στο σβέρκο ένα σωρό ατιμίες που τον βάραιναν τόσο και του ‘ρχόταν να φουντάρει κάποια στιγμή στη θάλασσα για να τις ξεφορτωθεί.
Προς τέρψη του, ακόμη μας έλεγε, πως εκεί στο στρατόπεδο αιχμαλώτων έτυχε να ‘χει καλή παρέα, εμπλούτισε έτσι τις γνώσεις του, μορφώθηκε χάρη στη σοφία τους και βγήκε τόσο θαυμαστής της ελευθερίας αλλά και πανεπιστήμων. Αν και πολλές φορές έλεγε τις ιστορίες του με διάθεση κουτσομπολιού, είχε επίγνωση των ιστορικών κανόνων τους και ήξερε πως το ‘κανε από επιτακτική ανάγκη να μας τονίσει πως ο πόλεμος και τα Άουσβιτς ήταν σχιζοφρενείς πράξεις του ανθρώπου και δεν υπήρχε λογική εξήγηση.
Έτσι τον ακούγαμε πάντα εν μέσω των θηριωδών ενστίχτων μας και πολλά απ’ αυτά που μας έλεγε ήταν τόσο έντονα που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμα μας που και τώρα ακόμη ύστερα από την τόσο μεγάλη φλύαρη διαδρομή του χρόνου είμαι σε θέση να τα θυμάμαι. Όπως κάτι σαν αυτό που καταγράφω και δείχνει την προωθημένη ναζιστική εφεύρεση βασανισμού, μηδενισμού και εξαφάνισης της προσωπικότητας του αντιπάλου.
«Ο Ες – Ες που ήταν επικεφαλής» άρχισε να μας λέει ο κύριος Σπύρος, μας τόνισε πως μέσα στο στρατόπεδο πρέπει να ‘χουμε αλληλεγγύη μεταξύ μας, αλλιώς είμαστε χαμένοι. Εκεί μέσα είσαστε μακριά από το Θεό όσο και από τους ανθρώπους. Βοήθεια και έλεος δεν μπαίνει. Όλες οι τρύπες με τον υπόλοιπο κόσμο είναι κλειστές. Ό,τι κάνετε εσείς οι ίδιοι. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να βοηθά ο ένας τον άλλο. Ύστερα μας πήγε κοντά στο ποτάμι. Θα σας δείξω αμέσως τι θέλω να πω. Έφεραν δυο γυναίκες και τις ρώτησε: «Ποια από σας ξέρει να κολυμπάει;» «Εγώ!» είπε η μία. «Ωραία» είπε ο Ες – Ες . «Έλα εδώ». Ήταν μια Ρωσίδα μέχρι τριάντα ετών. Μετά φώναξε την άλλη τη Γαλλίδα. «Ξέρεις να κολυμπάς;» «Όχι» είπε αυτή. «Έλα δω κι εσύ, για σένα φροντίζω που δεν ξέρεις κολύμπι. Βάλτε το δεξί σας χέρι πλάι – πλάι». Πήρε ένα σύρμα κι έδεσε τα χέρια τους σφιχτά και γερά. Τις έφερε στην όχθη του ποταμού και είπε: «Δείξτε μου τώρα πόσο αγαπημένες είσαστε. Η μία θα σώσει την άλλη ή θα πνιγείτε και οι δυο». Τις έσπρωξε και τις έριξε στο νερό. Ώσπου να πνιγούνε παλεύανε με το νερό περίπου μισή ώρα. Άμα βούλιαξαν ο Ες – Ες είπε στον υπεύθυνο βοηθό του να κάνει μια αναφορά που να λέει πως οι δυο γυναίκες πήγανε να το σκάσουν κολυμπώντας».
Συνηθισμένοι από τέτοιες ιστορίες ένα βράδυ προς έκπληξη της παρέας μας μίλησε με μια ρητορική έπαρση για την αρχή του ενός ανδρός. Πιθανώς να είχε ερεθισθεί από τους μεγάλους της ιστορίας που δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο στο ηγετικό τους ρόλο. Δρόσισε τα χείλη του με μισό ποτήρι λευκό κρασί και άρχισε:
«Διακαώς ποθών να ανασκαλεύω την ιστορία, βρήκα σήμερα λαβράκι γραφής αναφερόμενο στους επιφανείς ολετήρες της ανθρωπότητας που τη βίασαν και την έβλαψαν ανεπανόρθωτα. Είναι πολλοί, θ’ αναφερθώ σε μερικούς. Ξεκινώ με τον Πάρη το όμορφο αγόρι, τον εραστή που τόσα δεινά έμελλε να φέρει σε Τρώες και Έλληνες και ήταν ο αίτιος του Τρωικού πολέμου. Ο ζωηρός αυτός νέος όπως αποφαίνεται η ιστορία και η μυθολογία διέπραξε ανίερη πράξη κλέβοντας την ωραία Ελένη, σύζυγο του Βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου και ρούφηξε τους χυμούς του καυτού κορμιού της μέχρι σταγόνας. Τότε ο ευτραφής Μενέλαος έπεσε σε μελαγχολία και οικτρά κατάθλιψη και όπως του συνέστησαν οι ιατροί του μόνο με εκδίκηση θα γιατρευόταν. Και το έκανε ενώ δεν παρέλειψε να στείλει αυτός και η βασιλική αγυρτεία του χιλιάδες ανδράγαθες ψυχές στον Άδη.
Ο Αλκιβιάδης, ο γλυκός τούτος γκόλντεν μπόις αριστοκράτης και νυχτόβιος ηδονιστής. Ο μέγας γλεντζές και γυναικοκατακτητής, ο έχων την κεφαλή εσαεί στραμμένη επί των ζουμερών κορμιών των γυναικών. Που του άρεσε να είναι ξάπλα συνεχώς σε χρυσή κλίνη και να ονειρεύεται επιχειρήσεις με φούρνους, ψωμιά, καμίνια, μεταλλεία χρυσού και άνθρακος. Να έχει πιστούς δούλους, άπλυτους, σκονισμένους με στάχτη και σκόνη, φλογισμένες εταίρες με διαδήματα στους αστραγάλους και στην κεφαλή και σπίτια με αυλές κοσμημένες με αγάλματα και ακριβούς λουτήρες. Αυτός ο αρλεκίνος δεν οδήγησε τους Αθηναίους στη Σικελία σε μια εκστρατεία που σφάχτηκαν τα βλαστάρια τους μέχρι ενός;
Όσο για τον εφευρέτη του φονικού όπλου της μακεδονικής σάρισας, το Μεγαλέξανδρο θα πω ελάχιστα, όχι υμνητικά, και χωρίς καμιά ελαφρά ερυθρίαση να διαποτίσει τις παρειές μου. Θα πω τούτο: πως όφειλε το παγκόσμιο πνεύμα να είχε εγγράψει τραγωδία περικαλλή τιτλοφορούσα «Ασιάτισσες», όπου να αποπνέει ο πόνος της μάνας και να ηχογραφείται το μοιρολόγι της πάνω από το νεκρό της παιδί όταν άψυχο, ωχρό και διαμελισμένο μέσα στο αίμα κατέβαινε στον τάφο. Το δε νικηφόρο στράτευμα πιο πέρα σάλπιζε παιάνα νίκης και μοιραζόταν τα λάφυρά του σε καλοφτιαγμένες πλεχτές αιώρες.
Τι να πεις για το βάρβαρο Αττίλα τον βαπτισμένο και «πατερούλη» που όπου περνούσε έφιππος στο φτερωτό του άτι, έχων πίσω του τις ορδές των σαρκοφάγων Ούννων η γη έπαυε να εγκυμονεί και το χόρτο ξεραινόταν και δε φύτρωνε ποτέ. Άγριος, ψυχοπαθής κι ανελέητος φονιάς, μάτωσε το σπαθί του στο λαιμό του αδερφού του, έκαιγε δάση, έσκαπτε χωριά, κρεμούσε τις κεφαλές των νεκρών σε πασσάλους ενώ οι στρατιώτες του βίαζαν ημιθανείς κορασίδες.
Όταν εισήλθε αιμοδιψής στην Ιταλία οι κάτοικοι μιας περιοχής κατέφυγαν σε νησίδες να γλιτώσουν τη σφαγή τους, ζώντες εκεί μαζί με τα θηρία ενώ άλλοι τρελάθηκαν βλέποντες ξεκοιλιασμένους συγγενείς τους κρεμασμένους από τα τσιγκέλια. Πολλοί από τους στρατιώτες του λιποτάχτησαν μην αντέχοντες τα βασανιστήρια.
Επιτυχώς τον φώναζαν «μάστιγα του λαού» κι επιτυχώς του έκοψαν το κεφάλι οι συνωμότες αξιωματούχοι του, ξεβρομίζοντας την ανθρωπότητα από το ελεεινό του φάντασμα.
Ναπολέων. Πόσοι σφάχτηκαν εξαιτίας της αλαζονείας του; Όταν σκέφτηκε να τα βάλλει με την κυρά – Ρωσία περνώντας ως Θεός ήλιος τον ποταμό Νεμούντα με 700.000 παλικάρια, ευέλπιδες κι εραστές τής ζωής, γνωρίζει κανείς ιστορικός να μας πει αν στο Σμόλενσκ που έγινε η μάχη υπάρχει τύμβος με γεγραμμένα τα ονόματα των ανδρών που φυτεύτηκαν στο χώμα;
Αλλά και για τους άλλους που δεν φυτεύτηκαν αλλά τους κατασπάραξαν οι λύκοι, τα τσακάλια και τα όρνεα των δυσπρόσιτων ρωσικών ορέων σε ποιο δεφτέρι είναι καταχωρημένο το άγιο όνομά τους;
Έπειτα μυθοποιήθηκε και ο Στάλιν για εκατομμύρια αριστερούς. Αν για κάποιους άλλους είναι μελανωμένη η ιστορία του. γι’ αυτούς είναι ο μέγας ηγέτης του σοσιαλιστικού σταλινισμού. Ξεχνούν φαίνεται πως ήταν Κροίσος, έχων εισόδημα από δέκα μισθούς, ζώντας πολυτελώς και σκανδαλωδώς! Αφήστε που έκανε ασύλληπτα εγκλήματα, αδιανόητα και ειδεχθή. Χιλιάδες στρατιωτικοί σφάχτηκαν, πολυπληθής αριθμός εργατών εκδιώχθηκε, εκατομμύρια αντιφρονούντων σάπισαν στα καταραμένα Γκουλάγκ της καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία.
Ύστερα έχουμε το Χίτλερ! Τι να πει κανείς για το τεχθέντα υπό του σκότους τούτο εξάμβλωμα που πλείστοι αμφιβάλλουν αν ο εγκέφαλός του είχε έστω κι έναν νευρώνα! Αν στις φλέβες του έρεε εκτός του ψύχους και του παγετού, σταγόνα αίματος! Ο κατάπτυστος αυτός φονιάς του κόσμου για κακή μας τύχη ήρθε από τη Νύχτια Χώρα που αφέντης της είναι ο Διάβολος, σπέρμα του δε άπασες οι πληγές στο ξεπαγιασμένο ως σήμερα σώμα της ανθρωπότητας.
Ο άλλος τώρα ο πτωχός τω πνεύματι, κωμικός και γελοίος κυβερνήτης Μουσολίνι. Ο φανφαρόνος και κομπορρήμων κι έχων τη θυρίδα της κεφαλής του ανοικτή έτσι που το μυαλό του εξανεμιζόταν μέρα με τη μέρα, λίγα κακά έπραξε; Όλος ο σίελος της ανθρωπότητας είναι ελάχιστος για ένα πλούσιο φτύσιμο.
Στο βυθισθέν ευτυχώς σκαφίδιο του σκατού και των ούρων που ταξίδεψαν οι αναφερθέντες άνδρες της μιας αρχής, για να μην πω τίποτα άλλο, η ιστορία θα χαιρόταν μεγαλοπρεπώς αν και οι σημερινοί χείριστοι πολιτικοί και οικονομικοί απατεώνες είχαν την ίδια τύχη. Έτσι θα ξεβρόμιζε ο κόσμος απ’ αυτούς τους σύγχρονους Μάρκους Αντώνιους, τους Λουδοβίκους ΙΣΤ’ και τις Μαρίες Αντουανέτες. Και οι ανάλγητοι της μιας αρχής θα έπαιρναν επαξίως τη θέση τους στο πάνθεον των λαμπρών ως «Μέγιστοι αγύρτες και Αρλεκίνοι» των λαών».
Ένα καλοκαίρι μετά το δεκαπενταύγουστο ήρθε στην παρέα μας παραδόξως ο Δον Ζουάν της πόλης. Σκοπίμως τον επέλεξε ο κύριος Σπύρος για να κάνει πλάκα σε μένα και να με λοιδορήσει γιατί παρά τις συνεχείς και επανειλημμένες προτροπές του δεν τα χάλαγα με την Ανδριάνα μια χυμώδη γυναίκα με παθολογική ερωτική διάθεση που ήταν όμως «τσούλα» κατ’ αυτόν, δοκιμασμένη από αμέτρητους άρρενες γαμπρούς και επικίνδυνη για το μέλλον μου.
Στο τρίτο ποτήρι ο Δον Ζουάν άρχισε: «Τη γνώρισα εδώ και δυο χρόνια την Ανδριάνα στη βόλτα της Ελευθερίου Βενιζέλου οδεύοντας και οι δυο για τη θάλασσα όταν τυχαία σμίξαμε τα βλέμματά μας και κατάλαβα πως ήταν γραφτό μου να γίνει «η ανεμώνη μου που θα μύριζε αιώνια». Έκτοτε ανταμώναμε, δίναμε αιώνιους όρκους αγάπης, εκπληρώναμε το φλογερό μας πάθος και προχωρούσαμε μαζί αγκαλιασμένοι και ευτυχισμένοι στο δρόμο που χαράξαμε από την πρώτη στιγμή. Ακόμη και όταν ήμουν μακριά της η φαντασία μου την έφτιαχνε ολόγυμνη ή ντυμένη με λευκά ρούχα, τη φωνή της άκουγα ως παιανίζον φλάουτο να μου τραγουδά κάτι σαν αρχαϊκό μουρμουρητό, τα δυο της ρόδινα χείλη ένιωθα να με φιλούνε και να διαπερνά το σώμα μου όλο το βάρος της εικόνας της μέχρι μυελού των οστών μου. Ώρες – ώρες νόμιζα πως ήταν δίπλα μου, την ατένιζα έκπληκτος και θαρρούσα πως πετούσα μέσα σε μια ομήγυρη από πουλιά και ακτινοβολούσες πεταλούδες».
Σταμάτησε λίγο να πάρει μια ανάσα και να συνεχίσει κι εγώ γόγγυξα έντονα μ’ ένα αίσθημα ταπείνωσης που ένιωσα από το φρενιασμένο πηγαινέλα των λόγων του. Για μένα η Ανδριάνα ήταν «η νύμφη η ανύμφευτη» και αυτά που έλεγε μου ‘φερναν σύγκορμο ρίγος. Βολιδοσκόπησα τους γύρω με το βλέμμα μου να δω αν τους ενδιέφεραν αυτά που έλεγε και ετοιμάστηκα να φύγω.
«Κάτσε, πού πας;» με ρώτησε έκπληκτος ο κύριος Σπύρος και απλώνοντας το χέρι του μ’ εμπόδισε να σηκωθώ. «Πρέπει να την ακούσεις μέχρι τέλος την ιστορία».
Στην κουβέντα του τα χαχανητά με γέμισαν θλίψη και σύγχυση. Πώς να κάτσω; Για μένα όπως προείπα η Ανδριάνα ήταν το ανέσπερο φως, η ίαση και η αιώνια γαλήνη. Τη γνώρισα σε μια ναυτική εκδήλωση και ήρθε για να καταπραύνει τις αγωνίες μου και να μου σβήσει το κάθε αίσθημα καταστροφής και εκμηδένισης. Ο νους μου γι’ αυτή είχε γίνει μια γιγαντιαία πεταλούδα που γύριζε γύρω της και την άγγιζε νύχτα μέρα. Η μορφή της με συγκλόνιζε και η έλξη που ένιωθα για το ωραίο της σχήμα με πριόνιζε συνεχώς ενώ το ερωτικό μου πάθος μου προξενούσε φόβο και αγωνία για το μέλλον μας. Δεν άντεχα ν’ ακούω άλλα για τη σκοτεινή της ερωτική ζωή και τα θεωρούσα ψέματα και συκοφαντίες αλλά μια αδιόρατη αίσθηση μου έλεγε πως ήταν αλήθεια. Σηκώθηκα πάλι να φύγω.
«Ε, πού πας; Δεν είπαμε θα την ακούσεις μέχρι τέλος την ιστορία; Μείνε αγέρωχος και ευθυτενής, μη λυγάς!» επανέλαβε ο κύριος Σπύρος κι έκανε νεύμα με το βλέμμα στο Δον Ζουάν ν’ αρχίσει.
«Με την Ανδριάνα λοιπόν, συνέχισε εκείνος συναντιόμαστε συστηματικά τουλάχιστον δυο φορές το μήνα και όχι μόνο ψιθυρίζαμε αιώνιους όρκους αγάπης αλλά λίπαινα τη μήτρα της με το σπέρμα μου σαν επισφράγιση του φλογερού πάθους μου που με ταλάνιζε γι’ αυτή. Αυτή δεχόταν ό,τι της πρόσφερα και με την ακτινοβολία που εξέπεμπε το γυμνό κορμί της την ώρα της γενετήσιας πράξης είχα την εντύπωση πως θα την έχανα θα γινόταν άυλη και θα ανέβαινε στους ουρανούς. Έτσι έχοντας εξασφαλίσει την κατάκτησή της δεν έλειπε ποτέ από την αγκαλιά μου και με το πρώτο νεύμα στη βόλτα ερχόταν και σμίγαμε όπως η μέλισσα στο λουλούδι. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που αποδείχτηκε πως η γυναίκα αυτή δε λαμπάδιαζε από σύγκορμο ρίγος για μένα αλλά και για άλλους άντρες. Και το αποδειχτικό στοιχείο ήρθε με τον καλύτερό μου φίλο. Διαμελισμένος από το μίζερο πολιτισμό της επαρχίας ταξίδεψα στα Μετέωρα προς τέρψη και ευχαρίστηση του επιθυμείν μου να ηρεμήσω όταν την άφησα στα χέρια του για να την προσέχει και να τη φροντίζει όσο θα έλειπα. Στην επιστροφή μου ο φίλος μου με πληροφόρησε πως συνευρέθηκαν και του δόθηκε άνευ ορίου και μέτρου. Από εκείνη τη στιγμή ρίχτηκα στο κενό, την ξέχασα και τώρα «έχω την αίσθηση πως αιωρείται παντού σαν σκόνη».
Τελείωσε, εγώ βρισκόμουν σε δεινή θέση, σκούπισα δυο καυτά δάκρυα που είχα αποταμιεύσει στα μάγουλα και βγήκα έξω. Ο κύριος Σπύρος με ακολούθησε και στην πόρτα με πλησίασε μ’ ένα σκωπτικό χαμόγελο. «Αντιλαμβάνομαι τι περνάς» μου είπε «γι’ αυτό έλα μαζί μου να σε κάνω να νικήσεις το μυστηριώδες σύμπλεγμα που λέγεται «Ανδριάνα» και να την εγκαταλείψεις για πάντα» και χωρίς χρονοτριβή μ’ έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε στην κάμαρά του. Εκεί μου έδειξε ένα κιτρινισμένο άλμπουμ με φωτογραφίες γυναικών. «Είναι οι γυναίκες που με πρόδωσαν» μου είπε «και γύρω τους έχω ζωγραφίσει σβησμένα κεριά. Θέλω να δείξω το θάνατό τους. Καρφί δε μου καίγεται που χάθηκαν, καρφί να μη σου καίγεται και σένα για την Ανδριάνα. Εγώ τη βλέπω σαν το δηλητηριασμένο δέντρο που έχει βλαστήσει μέσα στο μουχλιασμένο χώμα και φαρμακώνει τ’ άλλα δέντρα. Είναι ένα παράσιτο και με τις αναθυμιάσεις της σκοτώνει και τίποτ’ άλλο. Ξέχασε την να εξυψωθείς κι αυτή να παρακμάσει και να εκδιωχθεί».
Βρήκα τα λόγια του αληθινά και είπα να τα εφαρμόσω για να εξαγνιστώ από το επικίνδυνο πάθος μου για την Ανδριάνα. Από εκείνη τη στιγμή η Ανδριάνα δεν ήταν για μένα παρά μια κακή εικόνα διολίσθησης σ΄ ένα διάστημα ακατέργαστης ύλης.
Ο κύριος Σπύρος εννόησε την αλλαγή επί το βέλτιστον μέσα μου, με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο από ζωική δύναμη και με τη συνοδεία του πνιχτού γέλιου του μου είπε σαν επισφράγισμα των τελευταίων λόγων του: «Υποτάξου στη λογική και φαντάσου το νεκρό σώμα της. η δε συνταγή της ευτυχίας σου είναι ένα ναι ή ένα όχι, μια ίσια γραμμή και κάποιο στόχοι».
ellinikoxronografima.blogspot.gr
53 Συνολικές προβολές, 1 Σήμερα
Leave a Reply